Σινε-MiC
Πρώτη ταινία του σκηνοθέτη, σατιρική κωμωδία για την ελληνική κινηματογραφική πραγματικότητα. Θα είχε προφανώς και μπόλικο βιωματικό υλικό...
Το άγχος ενός νευρωτικού φέρελπι σκηνοθέτη [Χριστοφιλάκης], που διψά για ποιοτική επιτυχία, μεγαλώνει κατακόρυφα όταν υποχρεούται να αναζητήσει κεφάλαια για ένα σενάριο στο οποίο δεν μπορεί να έχει λόγο και στο οποίο δεν μπορεί να παρέμβει. Επιπλέον είναι αναγκασμένος να σκηνοθετήσει μια θεατρική παράσταση μιας ψωνισμένης και ψωροφαντασμένης ψευτοντίβας [Κωνσταντίνα Μιχαήλ & Γαβριήλ] η οποία ενδέχεται να είναι η χαριστική βολή για τη λίμπιντό του.
Ιδιοσυγκρασιακή κωμωδία τύπου Γούντι Άλεν με αυτοψυχαναλυτικά μοτίβα, με αναφορές στους και επιρροές από Τσάπλιν, Μπάστερ Κίτον, Τζάρμους, Μεγάλο Λεμπόφσκι και ολίγον πρώιμο Ντέβιντ Λιντς. Το παρόν είναι μαυρόασπρο ενώ οι αναμνήσεις έγχρωμες. Το Παγκράτι είναι χίπστερ, το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου είναι παρακμή και τροχοπέδη, ενώ η πολιτιστική πατρική κληρονομία είναι βάρος και πασέ. Το δε χιούμορ του είναι τόσο κιτς που γίνεται καλτ.
Όμως. Μου κάνει εντύπωση ότι δεν διάβασα κάπου κάποια αναφορά στην πρώτη δουλειά του Κέβιν Σμιθ, Υπάλληλοι [Clerks, 1994]. Το καλύτερο κομμάτι της ταινίας, κατά την άποψή μου, έχει να κάνει με τους υπαλλήλους του καταστήματος που συχνά καταφεύγει ο ήρωας για να βρει κατανόηση. Δεν μπορώ ακόμη να καταλάβω πώς ένας ευτραφής 30ρης [μην σας ξεγελά η αφίσα που τον δείχνει λεπτότερο και νεότερο] είναι νευρωτικός. Κομπλεξικός ναι οκ, αλλά οι νευρωτικοί έχω την αίσθηση ότι είναι λεπτοί και ανορεκτικοί. Σε στιγμές μου φέρνει στο νου τις ξενέρωτες αμερικάνικες ανεξάρτητες «κωμωδίες». Ωστόσο είναι πιο αξιοθέατη από τις περισσότερες απ’ αυτές.
Τρία φεστιβαλικά βραβεία [του ΕΚΚ, της ΕΡΤ και της Fipresci] είναι λέτε αρκετά;
Βαθμός: έξι [6]