Σινε-MiC
Εδώ και χρόνια γουέστερν δεν σημαίνει απαραίτητα πιστολίδια με Ινδιάνους στην άγρια Δύση. Μέχρι και στον "μεταμοντερνισμό" έχει φτάσει... Του Κώστα Καρδερίνη
Του Θεού η Χώρα, του Francis Lee
God's Own Country [2017 ΗΒ, 104λ] Φράνσις Λι
Το μυστικό του Pennine Mountain από έναν βουνίσιο βρετανό Λι.
Στο ορεινό τοπίο του Γιορκσάιρ υπάρχει ακόμη η οικογενειακή φάρμα των Σάξμπι όπου έχουν απομείνει η γιαγιά Ντίντρι [μεγάλη Gemma Jones], ο μπαμπάς Μάρτιν [εκπληκτικός Ian Hart] και ο εγγονός Τζόνι [Josh O'Connor]. Στην περίοδο αναπαραγωγής των ζωντανών της φάρμας, ο μπαμπάς προσλαμβάνει τον εισαγόμενο ρουμάνο εργάτη Γκεόργκε [Alec Secareanu]. Εντωμεταξύ χτυπιέται από εγκεφαλικό κι ο άσωτος Τζόνι πρέπει να διαχειριστεί όλη την κατάσταση με αρωγό τον έμπειρο ρουμάνο. Ο φαύλος κύκλος του άσκοπου Τζόνι βρίσκει ερωτική-συντροφική-συνεργατική διέξοδο στον οικονομικό μετανάστη και τότε το μεταμοντέρνο γουέστερν του άγριου βορρά γίνεται ρομάντζο με αισιόδοξο τέλος.
Στο επίκεντρο της θεματολογίας είναι το τρίπτυχο ομοφοβία-ξενοφοβία-κοριτσοφοβία. Συνεπώς έχει περισσότερα να διαπραγματευτεί από το διάσημο, κλασικό πια, Μυστικό του Μπρόουκμπακ Μάουντεν [του Ανγκ Λι, 2005]. Επιπλέον, ο νεαρός διευθυντής φωτογραφίας Joshua James Richards επιμένει να τονίζει ότι η Φύση δεν τιθασεύεται, απλά συνυπάρχουμε μέσα της, σχόλιο-υπόβαθρο το οποίο κάνει τη διαδρομή της ταινίας πιότερο συναρπαστική. Στον ίδιο τόνο και η μουσική του ανδρικού ντουέτου A Winged Victory For The Sullen, αξιοπρόσεκτη τουλάχιστον. Η πάλη των αντί/θέσεων έχει πρίμο-σεκόντο τις στιβαρές ερμηνείες των δυο βετεράνων, Τζόουνς και Χαρτ.
Στην τελική ευθεία όμως κάτι λείπει. Οι σκηνές στο μπαρ μου φαίνονται «βερνικωμένες» και τραβηγμένες. Οι δυο νέοι ηθοποιοί πολύ ντελικάτοι, παρά τις αβάντες του σεναρίου και των περίτρανων δευτεραγωνιστών τους. Κι ο τίτλος κουβαλάει μεγάλο φορτίο το οποίο ξεθυμαίνει στο μάλλον γλυκερό τελείωμα. Λείπει η εμπειρία του άλλου Λι που θα μεταμόρφωνε -δημιουργικά πιστεύω- το αποτέλεσμα σε κάτι που να αγγίζει περισσότερους.
Βαθμός: επτά μισό [7,5]
Γουέστερν, της Valeska Grisebach
Western [2017 Γερμανία /Βουλγαρία /Αυστρία, 119λ] Βαλέσκα Γκρίζεμπαχ
Ύστερο βαλκανικό «ροντέο» με εσάνς Τόνι Έρντμαν
Στο «πουθενά» της βουλγαρικής υπαίθρου, κοντά στα σύνορα με τη χώρα μας, εγκαθίσταται ένα γερμανικό συνεργείο το οποίο θα εκτελέσει εγγειοβελτιωτικά έργα για μια υδροηλεκτρική εγκατάσταση. Η εμφάνιση του μισθοφόρου εργάτη Μάινχαρτ [Meinhard Nuemann] στο παρακείμενο χωριό για ν’ αγοράσει τσιγάρα αναμοχλεύει δυσάρεστες μνήμες κατοχής από τον 2ο παγκόσμιο. Ο στωικός ειρηνιστής με το σκοτεινό παρελθόν και το χαμηλό προφίλ είναι το εκ διαμέτρου αντίθετο του επιδειξιομανή, γερμανομανή, κολοχαρακτήρα Βίνσεντ [Reinhardt Wetrek] του οποίου η προκλητική συμπεριφορά γκρεμίζει όποιες γέφυρες προσπαθεί να χτίσει ο Μάινχαρτ.
Καταρχήν θα πρέπει να καταπιούμε τη σεναριακή «υπόθεση» ότι μια οργανωμένη επαγγελματική ομάδα ανθρώπων που δεν μιλάνε την τοπική γλώσσα «πέφτει με αλεξίπτωτο» σε μια άγνωστη ζώνη χωρίς να έχει διερμηνέα στη σύνθεσή της. Έτσι μόνο μπορούν να λειτουργήσουν οι κώδικες του είδους που ευαγγελίζεται ο τίτλος της ταινίας: οι γηγενείς «ημιάγριοι» αγρότες δέχονται εισβολή από τους «πολιτισμένους» ευρωπαίους εταίρους που φέρνουν τα φώτα της τεχνολογίας κι ανάμεσά τους στέκεται ένας φτωχός και μόνος καβαλάρης [σε άσπρο άτι] ο οποίος είναι δυνάμει ουμανιστής προμηθέας.
Το ιδιαίτερο στιλ αφήγησης με τη ματιά εξωτερικού παρατηρητή, το ερασιτεχνικό καστ ισχυρών φυσιογνωμιών, οι σιωπές που μεσολαβούν ανάμεσα στα έντονα περιστατικά, η απουσία μουσικής, οι μονομαχίες βλεμμάτων, οι πιτσιλιές χιούμορ, τα καπνοχώραφα, η επιβλητική άγρια Φύση που κινδυνεύει από τους «χρυσοθήρες», η ιδέα της Γερμανίας περί ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης – όλα είναι στοιχεία που συμβάλλουν θετικά στη μετοχοποίηση του εταιρικού κεφαλαίου της ταινίας. Το ύφος της σκηνοθέτισσας Βαλέσκα Γκρίζεμπαχ [Γίνε το αστέρι μου, Πόθος] είναι σίγουρα ξεχωριστό αλλά η εσφαλμένη υπόθεση στην οποία ποντάρει δεν με αφήνει να χαρώ το αποτέλεσμα.
Βαθμός: επτά [7]