Σινέ-MiC
Απόψε αυτοσχεδιάζουμε σε μια... παραλία. Του Αντώνη Ξαγά
Κορίτσια στον ήλιο… Μια «τέλεια μέρα», το καλοκαίρι εκείνο… Σε μια κάποια faraway beach… Όχι τόσο πολυσύχναστη όσο μια Rockaway beach. Μια echo beach, «far away in time»… Γεμάτη στιγμές, εικόνες και πρόσωπα και μνήμες, και μια ανέμελη αίσθηση αιωνιότητας και αθανασίας. Βότσαλα και κοχύλια μαζεμένα και φυλαγμένα σε γυάλες να παλεύουν με τον αποχρωματισμό του αμείλικτου χρόνου. Κάπου-κάποτε υπάρχει μια τέτοια παραλία για τον καθένα και την καθεμιά…
Η νέα ταινία του The Boy (η πέμπτη πλέον, έχουν περάσει κοτζάμ 17 χρόνια από την πρώτη του «Κλαις;») σαν να πιάνει το… νήμα από την προηγούμενη του, το «Νήμα», από την οποία, μέσα στην σκληρότητα της, μου είχε εντυπωθεί η σκηνή της παραλίας με το υπέροχο τραγούδι της Λίτσας Σακελλαρίου και του Γιώργου Γεωργιάδη, και τοποθετεί τούτη την φορά εξ ολοκλήρου την δράση της παρά θιν’ αλός. Μια «δράση» (ας την βάλουμε σε εισαγωγικά) η οποία εκτυλίσσεται μέσα σε μία μέρα (μία εστίαση που απαντάται όλο και συχνότερα εσχάτως, και στην λογοτεχνία π.χ.) και σε ένα εκπληκτικό φυσικό σκηνικό. Μια «τέλεια μέρα» την οποία μπορεί να μην την τοποθετεί ο σκηνοθέτης ρητά σε συγκεκριμένη εποχή, αλλά η ερημιά, τα νερά που είναι ακόμη κρύα, το φως που πέφτει πλάγια και κάνει την θάλασσα να στραφταλίζει και να λαμπυρίζει και δεν είναι εκείνο το σκληρό του καλοκαιριού (ας σημειώσουμε εδώ την καταπληκτική θαλασσινή φωτογραφία του Σίμου Σαρκετζή, από τις ωραιότερες που έχω δει γυρισμένες σε ελληνικό φιλμ - με την κυριολεκτική σημασία του όρου μάλιστα, σε φιλμ 16mm είναι γαρ γυρισμένη η ταινία) μας οδηγούν στην ύστερη άνοιξη, στο πρώιμο καλοκαίρι, σε έναν Μάιο (που μας το επιβεβαιώνει και ο τίτλος ενός κομματιού από το soundtrack). Τέλος εποχής, αρχή μιας άλλης, κάθε τέλος και μια αρχή, κάθε αρχή και ένα τέλος…
Μια παραλία λοιπόν και τέσσερα κορίτσια (και ένας σκύλος). Τέσσερα κορίτσια για τα οποία μαθαίνουμε πολλά έως… σχεδόν τίποτα. Ούτε καν τα ονόματα τους, παρά μόνο τα κινηματογραφοφιλικής αναφοράς ψευδώνυμα τους: η Τζουλιέτα, η Μέριλ, η Τζένιφερ Τζέισον, η Έικο (η ταινία βρίθει τέτοιων αναφορών και παραπομπών). Για το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας η κάμερα τα ακολουθεί κατά πόδας, από μακριά κι από κοντά κι από πολύ κοντά, από κάθε γωνία, εντείνοντας ένα αδιάκριτο voyeur στοιχείο, τι λένε τα κορίτσια μεταξύ τους, λόγια σοβαρά και μη, που μπορεί να είναι αληθινά, μπορεί όμως και όχι. Δράση με την στενά εννοούμενη σημασία δεν υπάρχει, τα παρακολουθούμε να παίζουν, να τραγουδάνε guilty -και μη- pleasures, να σαχλαμαρίζουν, να εξομολογούνται ή να επινοούν ή να φαντασιώνονται ιστορίες, να κάνουν κάφρικα αστεία, να χτίζουν κάστρα στην άμμο, όλα μοιάζουν με ένα ατελείωτο παιχνίδι, η τέσσερις ερμηνεύτριες δεν έχουν εύκολο ρόλο, ωστόσο η Σοφία Κόκκαλη, η Δάφνη Πατακιά, η Ηρώ Μπέζου και η Ανθή Ευστρατιάδου κουβαλάνε στις πλάτες τους την ταινία με αυτοσχεδιαστική θεατρικότητα και εξαιρετικά δουλεμένο αυθορμητισμό. Και έτσι απρόσωπες και άγνωστες παραμένουν οι κοπέλες μέχρι το τέλος, δύσκολα μπορείς να ταυτιστείς με κάποιον δομημένο χαρακτήρα, έχεις δε την αίσθηση ότι και ο κώδικας επικοινωνίας τους μπορεί να είναι ερμητικός όχι μόνο με κάποιον τρίτο, αλλά ακόμη και μεταξύ τους, ένας κώδικας που υπηρετεί όχι το μοίρασμα αλλά τον ρόλο μιας πανοπλίας.
Και η εποχή επίσης μένει μετέωρη, άχρονη, εύκολα θα μπορούσε να τοποθετηθεί στα 80s, είναι το κασετόφωνο που κουβαλάνε, τα γυαλιά που φοράνε, το γεγονός ότι δεν έχουν κινητά και δεν ποστάρουν. Ωστόσο η απαρίθμηση –σε μια θαυμάσια ανθολογική σκηνή- όλων των ταινιών του Woody Allen, τοποθετεί τον χρόνο αμετακλήτως στο σήμερα (και σκέφτομαι τώρα συνειρμικά ότι μπορεί τα 80s να μην άφησαν πίσω τους ουτοπίες και διαψεύσεις και μύθους όπως τα 60s, άφησαν όμως πολλά αντικείμενα και πολιτισμικά μιμίδια-λείψανα τα οποία φαίνεται ότι ακόμη αντέχουν).
Στην «τέλεια μέρα» όμως φαίνεται να πέφτει μια δυσοίωνη σκιά… Όχι μόνο κατά κυριολεξία, από τα σύννεφα που μαζεύονται πάνω από το βουνό και κρύβουν πρόσκαιρα τον δειλό ακόμη ήλιο. Ούτε μόνο λόγω της άγραφης σύμβασης, ότι έχουμε έρθει να δούμε μια μυθοπλασία, άρα κάτι θα συμβεί τελικά που θα νοηματοδοτήσει όλα αυτά τα παιγνιώδη τεκταινόμενα, ότι υπάρχει ένα μυστικό δραματικής φόρτισης, ότι δεν παρακολουθούμε απλά μια κοριτσίστικη εκδρομή «πάμε όλες μαζί σε μια παραλία», ότι η ανεμελιά ίσως να είναι φαινομενική. Αυτό καθίσταται και λίαν σαφές από την αλλόκοτη παρουσία ενός μαύρου τζιπ το οποίο είναι σταθμευμένο στην άκρη της αμμουδιάς. Κατασκοπεύει; Προστατεύει; Περιμένει; Μια στοιχειωτική (haunting λέγαμε πριν λίγα χρόνια) αίσθηση διατρέχει την ταινία. Η οποία υπογραμμίζεται εμφατικά και από την μουσική, από σύνθια και νότες που στάζουν και φωνές σαν μοιρολόι, είτε μιλάμε π.χ. για το εμπνευσμένο leitmotif του «Τι τέλεια μέρα» είτε για το γλυκά μελαγχολικό «Madonna» (είναι ιδέα μου ή πιάνω έναν απόηχο από τον… ‘Σαλονικιό’ του Χρήστου Νικολόπουλου;), αμφότερα της Δεσποινίδος Τρίχρωμης. Ιδιαίτερης μνείας αξίζει και η δουλειά που έχει γίνει στον ήχο και στο sound design από τον Κτίρια τη Νύχτα και τον Νίκο Έξαρχο, καταφέρνει να σε μεταφέρει νοερά εκεί, στην ακτή, ακούς τον άνεμο, τον φλοίσβο, το κύμα να ξεπλένεται μέσα από τα βότσαλα (υπάρχει βέβαια ένα θεματάκι στο ευάκουστο των διαλόγων, κάπου κάπου δεν τους πιάνεις εύκολα, αλλά αυτό νομίζω είναι εγγενές του υλικού καταγραφής).
Τι είναι λοιπόν τελικά η «Winona»; (το ‘ποια’ ας το αφήσουμε στην αποκάλυψη του τέλους). Αν προστρέξουμε στην βοήθεια του ίδιου του δημιουργού «άλλοτε είναι τρελή κωμωδία, άλλοτε μιούζικαλ ή ταινία μυστηρίου ή μελόδραμα». Και πράγματι, αυτή η σύνθετη γλυκόπικρη γεύση είναι που κυριαρχεί στο τέλος των 88 λεπτών. Σκέφτομαι ότι όπως και στην ζωή, ίσως στο σινεμά ακόμη πιο πολύ, το που θα κάνεις ζουμ, που θα βάλεις την τελεία, μπορεί να μετατρέψει μια κωμωδία σε τραγωδία (και τούμπαλιν).
Διαβάζω σε μια συνέντευξη του The Boy στο περιοδικό Cinematek (το οποίο υπήρχε σε ντάνες στον κινηματόγραφο προβολής με το σκιτσαρισμένο πρόσωπό του στο εξώφυλλο) την λίαν εύστοχη παρατήρηση για το εγχώριο σινεμά το οποίο ενώ έχει να παρουσιάσει εν αφθονία «arty» απόπειρες, του λείπει το «μέτριο εμπορικό σινεμά», το middlerange, μια… μεσαία τάξη των 30-50.000 εισιτηρίων, όπως το διευκρινίζει ο ίδιος. Δεν ξέρω αν τούτη η ταινία μπορεί να κάνει ένα τέτοιο άνοιγμα, έχω την αίσθηση ο ίδιος κάνει διαρκώς αργά και σταθερά βήματα προς τα εκεί, με σπειροειδή τρόπο ανοίγει την ακτίνα της απεύθυνσης του (όσο βέβαια μπορεί κάτι τέτοιο να γίνεται εμπρόθετα), έχοντας βρει και εκλεπτύνοντας όλο και πιο πολύ τα προσωπικά εκφραστικά εργαλεία του (όπως το έχει κάνει ήδη στην μουσική, όπου είναι όμως ίσως και πιο εύκολος αυτός ο στόχος). Όντας επίσης και ολοένα πιο απελευθερωμένος νομίζω από τα χίπστερ λιβανιστήρια, και την σώνει και καλά απόδοση του ρόλου του εκφραστή μιας «γενιάς», ένα βαρύ και κατά βάση άδικο βάρος. Γενιές άλλωστε δεν υπάρχουν πλέον με την παλιά την έννοια, μόνο μικροκοινότητες που καταχρώνται/οικειοποιούνται τον όρο, εγκλωβισμένες σε μικρόκοσμους και (αυτο)αναφορές, σε μια κουλτούρα ‘ποπ’ όχι τόσο με την έννοια της λαϊκότητας, αλλά ως ένας τρόπος πρόσληψης της πραγματικότητας διαθλασμένος μέσα από ατελείωτα ακούσματα και θεάματα, όπου η Τέχνη, ενίοτε και η ζωή μας όλη, καταλήγει μια αναφορά (και ο θάνατος ένα RIP), μια παραπομπή, μία άποψη που δίνει υπόσταση, πρόσωπο στην κοινωνία (ή σε κάποιο κοινωνικό μύδι, σχεδόν συνώνυμο πάει να γίνει).
Κατά μία οπτική, και ο The Boy μέσα σε αυτό το (μικρο)περιβάλλον ξεπετάχθηκε και ανδρώθηκε και η «Winona» του ζει και αναπνέει μέσα του. Σκέφτομαι δε ότι αυτή η ύπαρξη προαπαιτούμενων μπορεί και να περιορίζει την ευρύτερη συγκινησιακή της δυναμική. Κι ας έχουμε να κάνουμε εδώ με την μακράν πιο προσιτή και ανοιχτή του στα μαζικά μάτια ταινία, ας μείνει ένας γενικότερος, διόλου εύκολος, προβληματισμός που μας αφορά όλους, τόσο ως δημιουργούς όσο και ως θεατές/ακροατές... Γιατί θα μου πείτε τώρα και δικαίως, να, και τούτο εδώ το κείμενο κριτικής προσέγγισης, ήδη από την πρώτη του πρόταση βρίθει ποπ αναφορών. Και θα απαντούσα: «ορίστε, είδατε πόσο δύσκολο είναι το ζήτημα;».
7,5