Σπίτι με θέα
Το σπίτι μας είναι το κάστρο μας. Όμως, η απόλυτη απομόνωση μπορεί να οδηγήσει από την ηρεμία στην παραφροσύνη. Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της 38χρονης γαλλοελβετίδας Ούρσουλα Μέγιερ κινείται μεταξύ ρεαλισμού και προφητικής αλληγορίας. Θέμα της μια οικογένεια [μάνα, μπαμπάς, δυο κόρες κι ένας γιος] που διαμένει σε ένα σπίτι μονοκατοικία στη μέση ενός ημιαγροτικού τοπίου, πλάι σ' έναν μισοτελειωμένο και παρατημένο αυτοκινητόδρομο-λεωφόρο.
Η αούτομπαν έχει μετατραπεί σε προαύλιο χώρο και το αυτοκίνητο του μπαμπά έρχεται στο σπίτι από έναν πλάγιο χωματόδρομο από την άλλη πλευρά της ασφάλτου. Τα παιδιά της "γειτονιάς" είναι λιγοστά και η ποδηλατάδα δεν εγκυμονεί κανένα κίνδυνο στην άπλα του τίποτα. Η "κατάργηση" του αστικού ιστού και η "ευτυχία" του "μοναχός σου χόρευε κι όσο θέλεις πήδα" δεν θα κρατήσουν για πολύ. Τα συνεργεία εμφανίζονται για να αποπερατώσουν το έργο και η πρεμιέρα της κυκλοφορίας του βάζει τέλος σ' ένα ωραίο όνειρο και αρχή σ' έναν υπεραστικό εφιάλτη.
Το θρίλερ και η ασφυξία του σύγχρονού ανθρώπου παραπέμπουν άνετα στις πρώτες ταινίες του Michael Haneke [7η ήπειρος, Παράξενα Παιχνίδια] αλλά εδώ η ματιά είναι γυναικεία και λιγότερο διαβρωτική. Εδώ επίσης υπάρχει και το άστρο που λέγεται Isabelle Huppert, στο ρόλο της μαμάς. Η ταινία αναδεικνύει την τεράστια γκάμα και το εύρος των δυνατοτήτων της. Η απλή και δυναμική της ερμηνεία δείχνει απόλυτα φυσική σαν αντίδραση πειραματόζωου, όπως θα δρούσε η ίδια αν ήταν μέρος ενός τέτοιου "φυσικού" επιστημονικού πειράματος, χωρίς τάσεις εκτροχιασμού τύπου ριάλιτι.
Το "κλίμα Χάνεκε" υιοθετείται και από τη διευθύντρια φωτογραφίας Agnes Godard [δούλεψε με Losey, Greenaway, Resnais, Wenders και Claire Denis] η οποία τολμά να παραβιάζει τους κανόνες "χειρισμού" του φωτός, ευκρίνειας και μείξης κινηματογραφικής/ ερασιτεχνικής φόρμας, όπου η γωνίας θέασης ανατρέπει τα καθεστώτα και επιτρέπει την παράνοια τρυπήσει τον ήλιο του οικογενειακού ασύλου. Μνεία αξίζει και στον πατέρα Olivier Gourmet [βέλγος ηθοποιός, γνωστός από τους αδερφούς Dardenne] που στέκεται επάξια άλλοτε ως αριστερός κι άλλοτε ως δεξιός ψάλτης.
Αυτό όμως που τσακίζει κόκαλα είναι η επιλογή του φυσικού σκηνικού, μεταξύ του πουθενά και του ανύπαρκτου επί ευρωπαϊκού εδάφους χώρου. Και είναι και δεν είναι, ούτ' είναι ούτε δεν είναι, ένας ά-τοπος τόπος. Ένας στενόχωρος απλόχωρος και κλειστοφοβικός ανοιχτός διάδρομος χωρίς αρχή και τέλος, γεμάτος βουβά και άγνωστα πρόσωπα. Όχι επικίνδυνα, απλά διερχόμενα σαν αέρας άδειος. "Wild is the Wind" όπως άδει εν τέλει η Νίνα Σιμόουν. Αυτή και μόνο η διαφορική μεταφορά αρκεί για να την τοποθετήσει στις σημαντικές ταινίες της χρονιάς.