"Συγχώρεση" της Σώτης Τριανταφύλλου, από το θέατρο Σχεδία
Σκηνοθεσία: Βασίλης Κανελλόπουλος
Σκηνικά: Οδυσσέας Καψάλως. Κοστούμια: Άντζι Καρατζά. Μάσκες: Σταύρος Μπονάτσος. Βοηθός Σκηνοθέτη: Τζίνα Αποστολοπούλου
Στο ρόλο της Αντόνια Κούπερ, η Ελένη Μακρή. Συμμετέχουν οι ηθοποιοί Αποστολοπούλου Τζίνα, Γεραντώνης Κώστας, Γεωργιάδου Χρυσανθή, Κουτσουνάκη Θεανώ, Μάρα Κωνσταντίνα, Οικονόμου Μπενέτα και Βασίλης Παπαγεωργίου.
Η Συγχώρεση είναι ένα έργο αφηγηματικό, δε στηρίζεται στους διαλόγους, καταθέτει γλαφυρά ένα είδος προδικασμένου κλονισμού στη βίωση του θανάτου, που κάνει την κάθε στιγμή του θνητού ένα μαρτύριο, όπου διαπερνάται ο χρόνος σε σημείο που χρονικό και θνητό, να είναι εν γένει συνώνυμα.
Μία απλή γυναίκα, μητέρα και σύζυγος, η Αντόνια Κούπερ, που κατοικεί στο Νάσβιλλ του Τεννεσσή, χάνει το παιδί της. Δέκα χρόνια αργότερα θα μάθει πως έπεσε θύμα φρικιαστικού εγκλήματος από τον δολοφόνο Λούκας Κλίφτον. Ο Κλίφτον συλλαμβάνεται και καταδικάζεται σε θάνατο. Η ζωή της Αντόνια αλλάζει, η άρνηση και η παραίτηση έχουν καταλάβει την καθημερινότητα της, θα χωρίσει με τον άντρα της και στην αναζήτηση της να καλύψει κάποια από τα ερωτήματα που την φέρνουν αντιμέτωπη με το χτύπημα της μοίρας της, θα την οδηγήσουν στη επιθυμία να γνωρίσει τον κρατούμενο και μελλοθάνατο Λούκας Κλίφτον. Ο δολοφόνος αποδεικνύεται ένα κάθε άλλο παρά απεχθές πρόσωπο. Σιγά - σιγά μεταξύ τους αναπτύσσεται σχέση στοργής... Η μοίρα όμως δείχνει να εξακολουθεί να δοκιμάζει και να βασανίζει την Αντόνια μέχρι να την εξαφανίσει...
Από το αρχαίο δράμα μέχρι σήμερα η απώλεια με την μορφή του θανάτου, έχει συνδεθεί αδιάρρηκτα με το τραγικό. Ο θάνατος είναι η μοναδική λογική κατάληξη της ζωής για την πορεία της προς το μέλλον. Η κοινωνία όμως, πλασάρει ρόλους, εκπαιδεύοντας μας, υποκριτικά, πως δεν περιμένουμε το θάνατο, μια και στην οργάνωση της ζωής μας, θέτονται στόχοι μακροχρόνιοι. Παρόλα αυτά όμως, δεν εξαλείφεται το συγκεχυμένο αίσθημα της "απειλής" του. Αν η ζωή στις ανθρώπινες δυτικές κοινωνίες, θεωρείται η συνισταμένη των δυνάμεων που αντιστέκεται στο θάνατο, τότε ο θάνατος καταλήγει να είναι ένα παράδοξο γεγονός, που του αφαιρείται και η αναγκαιότητα και η νομιμότητα. Ο θάνατος κατά συνέπεια, όπως εκπαιδεύεται να το βιώνει ο άνθρωπος, είναι μία μορφή "απάτης", που προκύπτει από ένα συμβόλαιο ζωής που υπογράφει στη γέννηση του. Η απάτη λοιπόν, από μόνη της, ζητά μια δικαίωση, έτσι, στους συναισθηματικά πάσχοντες που εισπράττουν την απώλεια του θανάτου, αποκωδικοποιείται αυτός ο "φυσικός νόμος" απάτης-δικαίωσης, ενεργοποιώντας ανεξιχνίαστες δυνάμεις που παίρνουν την μορφή υπέρβασης... Η υπέρβαση μπορεί να πάρει υπόσταση μέσα από πολλές πράξεις, εκδίκηση, τιμωρία, παραίτηση, μπορεί όμως να πάρει και υπόσταση μέσα από τη συγχώρεση.
Η ηρωίδα του έργου θα καταφύγει στη λυτρωτική πράξη της συγχώρεσης του φονιά του παιδιού της. Στην ουσία όμως η Ατονία, δεν υπερβαίνει την ανθρώπινη φύση της, ούτε διακατέχεται από "θεία έπαρση" απονέμοντας "θεία συγχώρεση" στο μελλοθάνατο Λουκάς Κλίφτον. Η ανάγκη της να επικοινωνήσει με το παιδί της, η άρνηση της να δεχτεί την απώλεια του, την οδηγεί στο μοναδικό δίαυλο επικοινωνίας που της απέμεινε, τον τελευταίο άνθρωπο που είχε επαφή μαζί του και ήταν ο δήμιος του. Έτσι διοχετεύει αυτή την ανιδιοτελή στοργή και μητρική αγάπη στο φονιά, ενστικτωδώς, όπως ενστικτώδης είναι άλλωστε και η μητρική αγάπη. Τελικά η υπέρβαση καταλήγει να παίρνει τη μορφή λογικής πράξης.
Η δικαιοσύνη όμως των νόμων σε κάποια κράτη, επιβάλλει την έσχατη τιμωρία σε περιπτώσεις αφαίρεσης της ζωής κάποιου με τη θανατική ποινή. Και ενώ το μέχρι πρότινος γεγονός φαίνεται πως, είναι χτύπημα της μοίρας, έρχεται να προστεθεί στα δεινά της το χτύπημα της δικαιοσύνης, το οποίο και θα την ισοπεδώσει...
Η Σώτη Τριανταφύλλου παρότι γράφει ένα έργο του οποίου οι καταστάσεις αγγίζουν τα όρια της ψυχικής διάλυσης και της τρέλας, η ίδια δείχνει να έχει εκπληκτικό αυτοέλεγχο ως συγγραφέας, δεν παθιάζεται και δεν παρασύρει και την ηρωίδα της σε θορυβώδεις καταστάσεις εκδίκησης, με κίνδυνο να υποβιβαστεί το έργο σε μία τετριμμένη, φλύαρη, λογοτεχνική ανάγνωση.
Ο Βασίλης Κανελλόπουλος έχει μία συγκεκριμένη σκηνοθετική μανιέρα, αναγνωρίσιμη, όπως κάθε πράξη που χαρακτηρίζει τους ανθρώπους με προσωπικότητα, μέσα από οποιαδήποτε έκφραση τους. Ακολούθησε την αφηγηματική μορφή του έργου, σχολιάζοντας και υπογραμμίζοντας την έκκεντρη θέση της ηρωίδας, αναπαριστώντας επί σκηνής, την κύκλια πορεία της, από την οργή, στην συγχώρεση. Μίλησε για τα
περιθωριοποιημένα άτομα του δραματικού αυτού κόσμου με γκροτέσκες φιγούρες, δίνοντας τον παραλογισμό που τους διακατέχει, χωρίς όρια, χωρίς τέλος, σε μία απέλπιδα προσπάθεια να συλλάβουν την προσοχή που τους στέρησε η κοινωνία και η οικογένεια. Χώρισε έξυπνα το έργο σε ένα αφηγηματικό μονόλογο και σε μία αστική μεταφορά του ρόλου του χορού στο αρχαίο δράμα. Σκιαγράφησε τον αβάσταχτο και ασυμβίβαστο χρόνο της πορείας της ηρωίδας πότε με γρήγορες και πότε με νωχελικές ατάκες. Συμβολισμοί υπήρξαν μέχρι το τέλος της παράστασης, (όπου εμφανίζονται οι νεκροί πίσω από τις λευκές μάσκες) όχι με την ιδιότητα της απρόσιτης καλλιτεχνικής δημιουργίας, αλλά με την ανάγκη της επικοινωνίας με τους θεατές, για προβληματισμό και για γέννηση ερωτημάτων, απόψεων και συγκρούσεων...
Η Ελένη Μακρή (Ατονία), κατάφερε να υποστηρίξει ένα δύσκολο ρόλο, μια και το έργο επικεντρώνεται στην ουσία, στο ρόλο της ηρωίδας που υποδύεται.
Τα σκηνικά είχαν την διάχυτη ανάγκη μιας επικοινωνιακής γλώσσας που "ούρλιαζε" καθ' όλη τη διάρκεια της παράστασης, υπηρετώντας έτσι την σκηνοθετική γραμμή. Τα τεχνολογικά μέσα επέδιδαν ένα ειδικό βάρος στην παράσταση...
Είναι μία παράσταση που μπορεί να παρακολουθήσει κάθε συναισθηματικά ελεύθερος και λογικά σκεπτόμενος άνθρωπος, μια και καταφέρνει να κεντρίσει και να αφυπνίσει τον θεατή, ακολουθώντας τον και μετά την αποχώρηση του από το θέατρο.
Αξίζει να αναφερθεί πως η Σώτη Τριανταφύλλου δεν εισπράττει δικαιώματα, διότι πιστεύει πως τα έργα είναι κοινή περιουσία όλων.