The Omen
Κι αν η κριτική υποδοχή της πρόσφατης πρωθύστερης ταινίας υπήρξε μάλλον... δυσοίωνη, αποτέλεσε ωστόσο αφορμή για τον Παναγιώτη Αναστασόπουλου να επιστρέψει εκεί που ξεκίνησαν όλα.
Η αφορμή δόθηκε από τo πρόσφατο “The First Omen”, αλλά ουσιαστικά ταινίες του επιπέδου του “The Omen” δεν έχουν καμία απολύτως ανάγκη από αφορμές για να ξανα-ασχοληθείς μαζί τους. Κι όσο αρχικά επιφυλακτικός αν στέκεται κάποιος απέναντι σε κάθε prequel, ιδιαίτερα όταν αυτό γεννιέται με καθυστέρηση μισού περίπου αιώνα, άλλο τόσο καλά πρέπει να γνωρίζει ότι τελικά θα υποκύψει στον πειρασμό να το δει, αν του άρεσε η πρώτη χρονικά ταινία. Διότι απλά, όπως και στη μουσική θέλεις να έχεις ολόκληρη τη δισκογραφία ενός λατρεμένου συγκροτήματος, έτσι ακριβώς και στον κινηματογράφο επιθυμείς να δεις τα πάντα γύρω από ένα κλασικό αριστούργημα. Κι αυτό ακριβώς είναι το “The Omen” του 1976: ένα αληθινό αριστούργημα. Σίγουρα δε θα το βρεις δίπλα στα “Citizen Kane”, “2001: A Space Odyssey”, “8½” ή “The Sacrifice”, αλλά, ως γνωστόν, στην τέχνη η μόνη αληθινή σημασία που μπορεί να έχουν οι λίστες (θα πρέπει να) έχει να κάνει με το ότι αναζωπυρώνουν τη συζήτηση γι’ αυτήν. Όμως, επειδή δεδομένα για το “The Omen” όχι μόνο δεν είναι δυνατό να κομίσει κάποιος γλαύκα εις Αθήνας, αλλά ούτε και να ανακαλύψει κάτι που δεν έχει ήδη γραφτεί στα τόσα χρόνια που έχουν περάσει από την πρώτη προβολή του, επιλέγω να υπενθυμίσω εν συντομία μερικές πληροφορίες, αλλά και τα χαρακτηριστικά που το ανέδειξαν, δίνοντας τροφή για μνήμη ή ακόμα και σκέψη, σχετικά με την ταινία που πρώτη έδειξε τόσο πειστικά το «ανθρώπινο» πρόσωπο του Κακού.
Η πρώτη αγάπη
Η πρώτη αγάπη είναι παντοτινή. Έτσι απλά. Τι κι αν είχα το ασύλληπτο προνόμιο της ελευθέρας εισόδου επί πολλά χρόνια στους τέσσερις μεγαλύτερους κινηματογράφους της Αθήνας; Ο έρωτας ήρθε απρόσμενα και μάλιστα με εισιτήριο που πλήρωσε για μένα ο δωρεοδότης των «ελευθέρας» θείος μου. Η αληθινή αγάπη άργησε μεν κάμποσα χρόνια, αλλά τελικά ήρθε συγκλονιστικά στο σινέ Αρζεντίνα, όπου πήγα κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή για να παρακολουθήσω μια ταινία της οποίας τον τίτλο έμαθα καθοδόν: «Η Προφητεία». Ομολογώ ότι ο νους μου δεν πήγαινε πουθενά και η απορία μου εντάθηκε όταν, περνώντας την είσοδο, είδα στη μαρκίζα ζωγραφισμένο δίπλα στον τίτλο ένα παιδάκι που είχε σκιά σκύλου.
Know your enemy
Αν η δεκαετία του ’50, μεταξύ άλλων, χαρακτηρίστηκε από επικές ταινίες για τον Ιησού (“Ben Hur”, “Quo Vadis”, “The Robe”), τότε στις επόμενες δύο δεκαετίες εκείνος που είχε την τιμητική του ήταν ο Αντίχριστος. Κι όσο καλό ήταν το “Rosemary’s Baby”, αν και κάπως υπερεκτιμημένο, τόσο συγκλονιστικά κορυφαίο ήταν το “The Exorcist”. Το δε μεταγενέστερό τους “The Omen” είχε κι αυτό όλα εκείνα τα στοιχεία που επίσης θα μπορούσαν να το κάνουν κλασικό, αλλά και κάτι παραπάνω.
Το εμπορικό και το ποιοτικό
Ξεκινώ με μια διαφωνία: θα έχετε πιθανώς διαβάσει ότι το “The Omen” προλείανε το έδαφος για την καριέρα του σκηνοθέτη Richard Donner, που εκτοξεύθηκε ακολούθως με τις ταινίες “Superman: The Movie” (1978), “The Goonies” (1985) και “Lethal Weapon” (1987-1998). Αν και θα ήταν άδικο να φτάσω στο σημείο να απαξιώσω όλες τις μεταγενέστερες αυτές δουλειές του, μερικές από τις οποίες ήταν πράγματι διασκεδαστικές, δε μπορώ να μη διαφοροποιήσω τη θέση μου, υποστηρίζοντας ότι μετά το “The Omen” κάθε θεατής που δεν πηγαίνει στον κινηματογράφο για να δει κάτι που θα συνοδεύσει τα ποπ κορν του είναι δύσκολο να μη δει ότι η επιτυχημένη εμπορικά πορεία του Donner ήταν αντιστρόφως ανάλογη της ποιοτικής. Καμία έκπληξη, λοιπόν.
Ένα φανταστικό αληθοφανές σενάριο
Το σενάριο του David Seltzer είναι εμπνευσμένο από την Αποκάλυψη του Ιωάννη. Παρακαλώ προσέξτε: είναι απλά εμπνευσμένο και όχι βασισμένο στο βιβλίο αυτό της Καινής Διαθήκης, μάλλον για ευκόλως εννοούμενους λόγους, που η 20th Century Fox προφανώς δεν ήταν δυνατό να αναδείξει.
Ένας Αμερικανός διπλωμάτης αποκρύπτει από τη γυναίκα του το γεγονός ότι γέννησε νεκρό το παιδί τους, σπεύδοντας να το αντικαταστήσει εν αγνοία της με ένα προς υιοθεσία αγόρι, ενόσω αυτή βρίσκεται ακόμα στο μαιευτήριο. Καθώς όμως το αγόρι αυτό μεγαλώνει, γίνεται το επίκεντρο μιας σειράς ατυχημάτων και θανάτων ανθρώπων που το πλαισιώνουν. Δύο από τα θύματα, ένας ιερέας και ένας φωτογράφος, προσπαθούν να πείσουν τον πατέρα ότι το παιδί αυτό είναι η αναφερόμενη στην Αποκάλυψη μετενσάρκωση του Σατανά, προτείνοντάς του να το θανατώσει με τον μοναδικό αποτελεσματικό τρόπο, ενόσω η κατάσταση είναι αναστρέψιμη.
Έχοντας την εμπειρία των ταινιών “Rosemary’s Baby” του Roman Polanski και “The Exorcist” του William Friedkin, πολλοί ήταν εκείνοι που βιάστηκαν να πουν ότι το σενάριο του “The Omen” ήρθε ως φυσική συνέχειά τους. Κι αυτό, αν και αρχικά μπορεί να μη θεωρηθεί άστοχο, μάλλον αποδεικνύεται αυθαίρετο και εν πολλοίς λανθασμένο. Φυσικά η ευρύτερη, αν όχι η ευρύτατη, θεματολογία των τριών αυτών ταινιών είναι συναφής, αλλά κάτι τέτοιο από μόνο του δε θα πρέπει να οδηγεί αβίαστα σε περαιτέρω συμπεράσματα. Υπάρχουν εμφανείς διαφορές μεταξύ των σεναρίων, αν και αρκεί να αναφερθεί μόνο η ακόλουθη προς αποφυγή τέτοιων ανώφελων συγκρίσεων. Ενώ στις ταινίες του Polanski και του Friedkin το Κακό διατηρεί οντολογικά τη φύση του, στην ταινία του Donner ενσαρκώνεται, λαμβάνοντας εξαρχής ανθρώπινη μορφή. Θυμηθείτε άλλωστε ότι «ο αριθμός του θηρίου, αριθμός γαρ ανθρώπου εστί». Κι αυτή η διαφορά, όπως θα καταδειχθεί παρακάτω, έχει ιδιάζουσα βαρύτητα.
Η ζωή γράφει πιο τρομακτικά σενάρια
Ο δύσπιστος στα σχετικά με τον Αντίχριστο λόγια των ιερέων της ταινίας Gregory Peck ήταν Ρωμαιοκαθολικός στο θρήσκευμα και μάλιστα στα νιάτα του είχε εξετάσει την πιθανότητα να γίνει κληρικός. Δύο μήνες πριν αρχίσουν τα γυρίσματα της ταινίας, στην Καλιφόρνια ο γιος του έδωσε τέλος στη ζωή του με ένα πιστόλι, ενώ ο Peck βρισκόταν σε διακοπές στη Γαλλία. Κατά κάποιον τρόπο, ο ρόλος που υποδύθηκε στο φιλμ, δηλαδή αυτός του πατέρα που δίνει μάχη για να αποδεχτεί το κατ’ ουσία άγνωστο στον ίδιο πρόσωπο του γιου του, αποδείχτηκε οικείος στην πραγματικότητα, με τον ίδιο να έχει εκφράσει ενοχές, επειδή δε βρισκόταν τότε κοντά του για να αποτρέψει το γεγονός.
Ένα εξωπραγματικό καστ μη πρωταγωνιστικών ρόλων
Αυτή ίσως ήταν η πρώτη φορά που αναρωτήθηκα και σίγουρα δεν ήταν η τελευταία, σχετικά με το πόσο πολύ σημαντικό θα ήταν, τουλάχιστον στις ταινίες που καθένας μας ξεχωρίζει, να μπορούσε να παρευρεθεί στα γυρίσματα. Όχι τόσο για να έχει μια προσωπική εικόνα της προσέγγισης του σκηνοθέτη, αλλά για να διαπιστώσει πόσο πηγαίο και καθοριστικό μπορεί να αποβεί το ταλέντο των ηθοποιών στην τελική μορφοποίηση των ρόλων τους. Φυσικά, δεν είναι δυνατό να γνωρίζω κάτι για τη συγκεκριμένη ταινία, αλλά νομίζω ότι μπορώ βάσιμα να εικάσω ότι το συγκεκριμένο έδαφος που έσπειρε τη δουλειά του ο Donner ήταν τόσο, μα τόσο, γόνιμο, που θα άνθιζε ό,τι κι αν γινόταν. Και μάλιστα πολύ.
Αφήνοντας κατά μέρος το αυτονόητο, δηλαδή την υποκριτική ικανότητα και το στυλ του Gregory Peck (Robert Thorn), αλλά και την ποιότητα της πολύ πειστικής στο συγκεκριμένο ρόλο Lee Remick (Katherine Thorn), το ονοματεπώνυμο της οποίας είχε ως τίτλο το ντεμπούτο single των The Go-Betweens, εστιάζω στους ακόλουθους ηθοποιούς που κυριολεκτικά απογείωσαν την ταινία.
Κατά γενική ομολογία, ίσως και λίγο άδικα για τις λοιπές εξαιρετικές προσπάθειες, η ερμηνεία του Harvey Spencer Stephens (Damien Thorn) ως του υιοθετημένου νηπίου - Αντίχριστου, ήταν τόσο μεγαλειώδης, που άφησε σε δεύτερη μοίρα όλες τις άλλες. Ο μικρός Βρετανός, ενώ ήταν τεσσάρων ετών, ξεχώρισε σχετικά εύκολα κατά την οντισιόν και μάλιστα ανάμεσα σε πολλούς υποψήφιους, όταν ο Donner ζήτησε από τα διαγωνιζόμενα παιδιά να του επιτεθούν σαν να ήταν ο ίδιος η Katherine Thorn στη χαρακτηριστική σκηνή έξω από την εκκλησία. Τότε ο Harvey πήρε φόρα, του γρατζούνισε το πρόσωπο και τον χτύπησε δυνατά στα γεννητικά όργανα. Από τη στιγμή εκείνη ονομάστηκε Damien, με μόνη παρέμβαση την αλλαγή του ξανθού χρώματος των μαλλιών του σε μαύρο. Η ερμηνεία του σε αυτήν την ταινία τού απέφερε υποψηφιότητα για τη Χρυσή Σφαίρα του Best Acting Debut in a Motion Picture - Male, αλλά η μετέπειτα πορεία του μόνο σημαντική δεν ήταν, δεδομένου ότι έπαιξε μόνο στην τηλεταινία “Gauguin the Savage” (1980) και στο ριμέικ “The Omen” (2006), όπου απλά υποδυόταν ένα ρεπόρτερ. Παρεμπιπτόντως, ίσως η μόνη του ένοχη ικανοποίηση να ήταν το ότι ο νέος Damien, δηλαδή ο Seamus Davey-Fitzpatrick, όχι μόνο δε μπήκε στα δικά του παπούτσια, αλλά περπάτησε ξυπόλητος στα αγκάθια ενός ρόλου - τοτέμ, που θα ήταν καλύτερα να έχει αποσυρθεί από τη μελλοντική κινηματογραφία.
Μια ακόμα μεστή και απολύτως πειστική ερμηνεία ήταν αυτή του David Warner (Keith Jennings). Ο ρόλος του φωτογράφου μένει χαραγμένος σε όποιον δει το φιλμ, λόγω του ότι ο Warner μετουσιώνει με ψυχραιμία την κλιμακούμενη αγωνία του ανθρώπου που πρέπει χωρίς καθυστέρηση πρώτα να συνειδητοποιήσει και να πιστέψει κάτι το αδύνατο και στη συνέχεια να επιχειρήσει (αρχικά μάταια) να πείσει γι’ αυτό τον διπλωμάτη πατέρα του παιδιού και, τέλος, να επωμιστεί το βάρος της δράσης. Κατά τη γνώμη μου, μια από τις πιο υποβλητικές σκηνές του έργου εκτυλίσσεται στο σκοτεινό θάλαμο, όπου εμφανίζει τις φωτογραφίες του, όταν εντοπίζει κάποια σημάδια που στην πραγματικότητα δεν υπήρχαν στα φωτογραφικά κάδρα.
Κορυφαία επίσης είναι η τρομακτική ερμηνεία της Billie Whitelaw (Mrs. Baylock) ως μυστηριώδους οικονόμου, που εμφανίζεται από το… πουθενά, για να προστατέψει τον κύριό της. Οι εκφράσεις του προσώπου της, αλλά ειδικότερα το βλέμμα της, όπως και οι εκκωφαντικές σιωπές της, έδωσαν στον υπερφυσικό τρόμο διαστάσεις που δεν ήταν μέχρι τότε γνωστές και ακολούθως σπάνια επαναλήφθηκαν τόσο επιτυχημένα.
Αξιοσημείωτος είναι επίσης και ο Patrick Troughton (Father Brennan), ως ο εμμονικός ιερέας που ερμηνεύει πρώτος τα σημάδια παραπαίοντας προς την παράνοια, στην αγωνία του να προλάβει το κακό που έρχεται.
Το πρωταγωνιστικό σάουντρακ
Προφανώς θα το αναφέρω, αν και δεν είναι το σημαντικότερο: Το σάουντρακ του Jerry Goldsmith πήρε το βραβείο Όσκαρ, αν και η εμβληματική και απολύτως στοιχειωμένη σύνθεση “Ave Satani” δεν πήρε ανάλογη πρωτιά ως τέτοια. Αυτό όμως που πράγματι είναι αξιολογότερο και έχει συμβεί πολύ σπάνια σε ανάλογο βαθμό, έχει να κάνει με το ότι η μουσική που ντύνει την ταινία δεν έχει παρακολουθηματικό ρόλο, αλλά εξίσου πρωταγωνιστικό. Όσο για τον δημιουργό του, κι εδώ τα πολλά λόγια καταλήγουν να είναι φτώχια, οπότε προτείνω να αφήσετε τις νότες να συνοδεύσουν την ανάγνωσή σας, ως αρμοδιότερες να περιγράψουν την κατάσταση.
Τα μάλλον αδιάφορα, αλλά καθόλου αμελητέα, μαθηματικά
Για τους ιθύνοντες, τελικά όλα έχουν να κάνουν με το κέρδος. Βέβαια, αυτό δε σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι κάτι το προσοδοφόρο δε μπορεί να είναι και ποιοτικό. Ή μήπως είναι καλύτερα να αλλάξω το χρόνο των ρημάτων και να γράψω «σήμαινε» και «ήταν»; Το κόστος της παραγωγής ανήλθε στα 2,8 εκατομμύρια δολάρια, ενώ οι εισπράξεις έφτασαν τα 60, ενώ κατ’ άλλους τα 100. Λέτε να βοήθησε η διακριτικά απαξιωτική δήλωση του Βατικανού ότι η ταινία προοριζόταν για πλατιά κατανάλωση;
“The Omen” vs “The Exorcist”
Όχι μόνο στον κινηματογράφο, αλλά και ευρύτερα στη ζωή, οι συγκρίσεις δεν έχουν καμία ιδιαίτερη σημασία, ενώ συχνά αποβαίνουν επιζήμιες. Επειδή όμως οι συζητήσεις (και όχι οι εμμονικά υποστηριζόμενες απόψεις) προάγουν την (κινηματογραφική) επιστήμη, δε θα ήταν άστοχο να αναφερθούμε στο ποια από τις δύο παραπάνω ταινίες ήταν η τρομακτικότερη. Παρακαλώ προσέξτε: δεν έγραψα «η καλύτερη».
Δεν τρέφω αυταπάτες σχετικά με το ότι στο ερώτημα αυτό η πλειοψηφία θα έκλινε υπέρ του “The Exorcist”. Αυτό όμως δε μου στερεί το δικαίωμα να υποστηρίξω το αντίθετο. Οκτώ χρόνια μετά το “Rosemary’s Baby” και παρά το συγκλονιστικό δαιμονικό κρεσέντο που είδαμε στο “The Exorcist”, η ιστορία έμοιαζε να είχε μείνει ελλιπής. Άλλωστε, βρισκόμασταν ακόμα σε μια εποχή που ο τρόμος, εκτός από εμπορικός, έβγαινε στη μεγάλη οθόνη αναμφισβήτητα ποιοτικός.
Τεκμηριώνοντας την άποψή μου, μπορώ να πω ότι η «διαφορά» των δύο φιλμ έχει να κάνει με το είδος του τρόμου. Αν και αναφέρονται στην ίδια πηγή έμπνευσης, το “The Exorcist” δείχνει με εντυπωσιακά για το 1973 εφέ, που «αντέχουν» μέχρι σήμερα, τις επιπτώσεις της δαιμονικής κυριαρχίας σε έναν άνθρωπο, ενώ το “The Omen” εστιάζει σε ένα ψυχολογικά δομημένο αίσθημα τρόμου, σημαντικό μέρος του οποίου εδράζεται στο να εμφυτεύσει στο θεατή την υπόνοια ότι αυτά τα θεωρητικά υπερφυσικά ζητήματα μπορεί να αποδειχτούν ρεαλιστικά. Εδώ, αν και κάποιες -όχι λίγες- στιγμές ο θεατής βλέπει άμεσα τις επιπτώσεις του Κακού στον άνθρωπο, δεν υποβάλλεται τόσο από αυτές, όσο από μια σταδιακά διαπιστούμενη και ύπουλα εξυφασμένη υπόγεια απειλή που έχει προ αιώνων προαναγγελθεί. Με άλλα λόγια, στην πρώτη ταινία το Κακό είναι ένας δαίμονας που καταλαμβάνει έναν άνθρωπο, ενώ στη δεύτερη είναι ένας εξωτερικά ευάλωτος άνθρωπος που ενσαρκώνει τον Αντίχριστο.
Ο ακούσιος πρόδρομος των slasher movies
Το είδαμε, το βλέπουμε και θα το βλέπουμε όσο παραμένει ενεργή και αχαλίνωτη η (νοσηρή) φαντασία των slasher movies σεναριογράφων. Στο “The Omen” έκαναν την εμφάνισή τους μερικές πρωτότυπες ή απρόσμενες δολοφονίες, που σταδιακά ως θεματολογία όχι μόνο υιοθετήθηκαν στις slasher movies, αλλά αποτέλεσαν τον πυρήνα της δημιουργίας τους. Η σχετική επίδραση που είχε το “The Omen” σε ό,τι μετέπειτα συνέβη, ήταν τόσο σημαντική, που μερικές σκηνές συμπεριλαμβάνονται ακόμα και σήμερα στις χαρακτηριστικότερες όλων των εποχών.
Η αρχή έγινε στο πάρτυ γενεθλίων του Damien με το άλμα της πρώτης γκουβερνάντας από τη στέγη, ενώπιον όλων των εμβρόντητων καλεσμένων. Βέβαια, η σκηνή αυτή δε χαρακτηρίζεται από πρωτοτυπία, αλλά εντυπωσιάζει λόγω της έκστασης της κοπέλας: “Look at me Damien. It’s all for you”. Πλέον, ο δρόμος είχε ανοίξει για τον ερχομό της Mrs Baylock. Η πρώτη τότε ασύλληπτη σκηνή διαδραματίστηκε στο προαύλιο της εκκλησίας, όπου ο Father Brennan πεθαίνει σε όρθια στάση, τρυπημένος από το αλεξικέραυνο του ναού. Η δεύτερη και αναμφισβήτητα κορυφαία αφορά το ατύχημα που συνέβη στον Keith Jennings στη Ρώμη με το φορτηγό που μετέφερε τζαμαρίες, όταν κατά λάθος λύθηκε το χειρόφρενο και ενώ εκείνος ήταν σκυμμένος στο έδαφος για να μαζέψει τα στιλέτα, που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την εξόντωση του Damien. Χαρακτηριστική έμεινε και η φράση που αυτός επίμονα ανέφερε στο δύσπιστο διπλωμάτη: “It's not a child”. Τα βλέμματα και τα «σατανικά» χαμόγελα τόσο του Damien στη σκηνή που γκρέμισε τη μητέρα του από το εσωτερικό μπαλκόνι του σπιτιού τους με το τρίκυκλο, όσο και της Mrs. Baylock όταν αποτελείωσε τη δουλειά στο νοσοκομείο, αλλά και κατά την πάλη της με τον Robert Thorn, είναι επίσης αληθινά τρομακτικά.
Οι «περίεργες συμπτώσεις» (κατάρες) που συνδέθηκαν με την ταινία
Κατά περίεργη σύμπτωση ήταν αρκετές και δεν τελείωσαν με την ολοκλήρωση της κινηματογράφησης, αλλά εξακολούθησαν να συμβαίνουν. Μάλιστα, το 2005 γυρίστηκε ένα ενδιαφέρον ντοκιμαντέρ με τίτλο “The Curse of the Omen”, στο οποίο παρατίθενται λεπτομερώς όλες οι «περίεργες συμπτώσεις», που οδήγησαν στο να χαρακτηριστεί η συγκεκριμένη παραγωγή ως μία από τις πιο καταραμένες στην ιστορία του κινηματογράφου. Εξαρχής, ο Bob Munger, που είχε επιφορτιστεί με την προώθηση της ταινίας, είχε επιστήσει την προσοχή του παραγωγού Harvey Bernhard σχετικά με την πεποίθησή του ότι ο Διάβολος δεν ήθελε να γυριστεί αυτή η ταινία και ότι θα προκαλούσε προβλήματα, επειδή μέσω αυτής προβαλλόταν η ύπαρξή του, δεδομένου ότι το μεγαλύτερο όπλο - επιδίωξή του είναι να πείθει τους ανθρώπους ότι δεν υπάρχει.
Όπως προαναφέρθηκε, τα προβλήματα ξεκίνησαν με την αυτοκτονία του γιου του Gregory Peck δύο μήνες πριν την έναρξη των γυρισμάτων. Υπήρχε όμως και συνέχεια. Το αεροπλάνο του Peck σε πτήση προς Λονδίνο, καθώς και εκείνο που επιβιβάστηκε στο Λος Άντζελες ο παραγωγός Marc Neufeld, χτυπήθηκαν από κεραυνούς, με τον δεύτερο να περιγράφει την εμπειρία του ως «τα πιο δύσκολα πέντε λεπτά που μου συνέβησαν εν πτήσει». Από τότε ο Bernhard άρχισε να φορά σταυρό κατά την κινηματογράφηση. Για τις ανάγκες των από αέρος λήψεων η παραγωγή είχε ενοικιάσει ένα μικρό αεροσκάφος, το οποίο, για καλή τύχη, την τελευταία στιγμή ανταλλάχθηκε με ένα άλλο, αφού οι επιβαίνοντες σε αυτό που αρχικά προοριζόταν για το συνεργείο της ταινίας έχασαν τη ζωή τους λόγω βλάβης κατά την απογείωση. Στο δε ξενοδοχείο του Λονδίνου, όπου έμενε με τη σύζυγό του ο Neufeld, έγινε βομβιστική επίθεση του Irish Republican Army το Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς. Επίσης, λόγω έντονης ανησυχίας της Lee Remick κατά την κινηματογράφηση της σκηνής με τους μπαμπουίνους στο ζωολογικό κήπο, προσελήφθη ένας εκπαιδευτής ζώων για να παρέμβει σε περίπτωση που δημιουργούνταν κίνδυνος. Την επομένη όμως ημέρα των γυρισμάτων, όπως γνωστοποίησε ο Donner, ο εκπαιδευτής έχασε τη ζωή του ύστερα από επίθεση τίγρης.
Η ταινία προγραμματίστηκε να κάνει πρεμιέρα την 6/6/76. Τον επόμενο Αύγουστο ο John Richardson, που είχε εργαστεί στα ειδικά εφέ με αποκορύφωμα τη σκηνή του αποκεφαλισμού του Jennings με τις τζαμαρίες, είχε εμπλοκή σε τροχαίο ατύχημα στην Ολλανδία, όπου πλέον εργαζόταν για τις ανάγκες της ταινίας “ A Bridge Too Far” του Richard Attenborough. Αυτός επέζησε της σφοδρότατης σύγκρουσης, αλλά η συνεπιβάτιδα βοηθός του Liz Moore έχασε τη ζωή της κατόπιν αποκεφαλισμού. Κατά τα γυρίσματα της ίδιας ταινίας τραυματίστηκε και ο στάντμαν Alf Joint, ύστερα από άκαιρη πτώση του από μια στέγη. Αργότερα, ενώ νοσηλευόταν στο νοσοκομείο, δήλωσε ότι έπεσε ακούσια πριν τοποθετηθεί κάτω η φουσκωτή επιφάνεια στην οποία θα κατεύθυνε το σώμα του, επειδή κάποιος τον έσπρωξε.
Το παρόν που μας γυρνά στο παρελθόν
Η εμπορική επιτυχία της ταινίας έφερε δύο sequels: το “Damien: Omen II” (1978) του Don Taylor, το “ Omen III: The Final Conflict” (1981) του Graham Baker, την τηλεοπτική ταινία “Omen IV: The Awakening” (1991), το remake του 2006 και το σεναριακά αδύναμο prequel “The First Omen”, που ακόμα και η πολύ καλή ερμηνεία της Nell Tiger Free δε θα μπορούσε να διασώσει, ακόμα κι αν δεν υπήρχε το βάρος μιας τέτοιας κληρονομιάς.
Η αρχή του τέλους ή, ενδεχομένως, το τέλος της αρχής
Στους καταληκτικούς τίτλους τέλους της ταινίας, μετά τα ονόματα των συντελεστών, προβαλλόταν το 18ο χωρίο του 13ου κεφαλαίου της Αποκάλυψης του Ιωάννη: Ὧδε ἡ σοφία ἐστίν· ὁ ἔχων νοῦν ψηφισάτω τὸν ἀριθμὸν τοῦ θηρίου· ἀριθμὸς γὰρ ἀνθρώπου ἐστί· καὶ ὁ ἀριθμὸς αὐτοῦ χξς (666)».