Θέατρο: Αγώνας Νέγρου και Σκύλων, του Μπερνάρ Μαρί Κολτές
Τα σκυλιά της αποικιοκρατίας αλυχτούν ακόμα. Του Στυλιανού Τζιρίτα
Ο Μπερνάρ-Μαρί Κολτές (1948-1989) παρέδωσε στο σύντομο χρονικό διάστημα της ζωής του ένα ριζικά ανακαινισμένο θεατρικό κράτος. Ο γάλλος συγγραφέας έβαλε τον κυνισμό του Μπέκετ και την δυστονία του Αραμπάλ σε ένα όχημα με κινητήρα τον αναπάντεχο Αρτώ και πολιορκητικό κριό έναν ερεβώδη Φασμπίντερ και έφτιαξε ένα σανίδι φλεγόμενο από κάθε ακμή και πλευρά του.
Οι ήρωες του, μετεμψυχώσεις του ίδιου του Κολτές και της πολυτάραχης ζωής του, σκούζουν φρενιασμένοι απέναντι στο Εγώ τους, η μάχη με τον εγωτισμό είναι τιτάνια στο έργο του Κολτές, ο άνθρωπος προσπαθεί να συμμαζέψει ένα θηρίο το οποίο με τρόμο παρακολουθεί να ανέρχεται με σχετική ευκολία όταν οι περιστάσεις ευνοούν την επώαση ακροτήτων στη συμπεριφορική. Οι περιστάσεις αυτές, είτε ορίζονται θεσμικά είτε από τη σύγκλιση τυχαίων γραμμών ζωής άλλων ανθρώπων, φέρνουν σε ρήξη τον κάθε ήρωα με το περιβάλλον του (ανεξαρτήτως αν είναι πρωταγωνιστής ή δευτεραγωνιστής, αν και ο Κολτές δεν έπλαθε δευτεραγωνιστές, πιστός σε μία λογική αντι-ιεράρχησης στο θέατρο).
Όλα τα παραπάνω συστατικά (η αντίδραση στην εξουσία, ο εμετός απέναντι στον συντηρητισμό, η αυτοτραυματική διάσταση αλλά και μία σχεδόν ζωώδης απόλαυση του πάθους ως ναρκωτικού της ματαιότητας της ύπαρξης συναντώνται και στο έργο του "Αγώνας Νέγρου και Σκύλων» το οποίο ανέβηκε εκ νέου για λίγες παραστάσεις μέχρι και τα μέσα Απρίλη στο θέατρο Καρέζη. Η πρεμιέρα του έργου έγινε τον Οκτώβριο του 21 με σκηνοθέτη τον σε σκηνοθεσία Αλέξανδρου Σωτηρίου. και το κουαρτέτο των Δημήτρη Ραφαήλο (στο ρόλο του γραφειοκράτη Όρν), τον Μάρκο Παπαδοκωνσταντάκη (στο ρόλο του Γάλλου μηχανικού Καλ), τον Στέφανο Μουαγκιέ (στο ρόλο του Άλμπουρυ) που αναζητά δικαιοσύνη και την Ντόρα Μακρυγιάννη (άρτι αφιχθείσα εκ Παρισίων Γαλλίδα).
Το ταξίδι του ίδιου του Κολτές σε μια αφρικανική αποικία της Γαλλίας αποτέλεσε πίσω στη δεκαετία του ‘70 την αφορμή για τη συγγραφή του κειμένου. Έργο γεμάτο γωνίες για όλους τους συντελεστές και όχι μια απλοϊκή παράθεση μηνυμάτων κατά της αποικιοκρατίας που θα εξαφανιζόταν μέσα στην ίδια την αφέλεια του κώδικα τσιτάτων της. Ο Κολτές βάζει εξαρχής τους ήρωες του να απορούν. Στην χώρα της Δυτικής Αφρικής η οποία δεν κατονομάζεται (θα μπορούσε να είναι η Σενεγάλη, η Ακτή Ελεφαντοστού ή το Σουδάν) ο Άλμπουρυ, ένας μαύρος άνδρας, εισβάλει σε ένα περίκλειστο και καλά φρουρούμενο γαλλικό εργοτάξιο για να παραλάβει το νεκρό σώμα του αδελφού του ο οποίος σκοτώθηκε σε εργατικό ατύχημα. Εκεί θα συναντηθεί με τρεις λευκούς που κατοικούν εντός του εργοταξίου, τον Όρν, υπεύθυνο του εργοταξίου, τον Καλ έναν νεαρό Γάλλο μηχανικό και την Λεονή, μία γυναίκα με εύθραυστη υγεία, την οποία έφερε ο Όρν μαζί του απ’ το Παρίσι με σκοπό να την παντρευτεί. Οι τρεις λευκοί παραπαίουν, ο καθείς για διαφορετικό λόγο. Η επισκέπτρια αναρωτιέται τι κάνει σε αυτό το άγονο τοπίο, ο γραφειοκράτης διευθυντής επίσης προβληματίζεται για την αξία της προσπάθειας που κάνει να κρατήσει ακμαία την παραγωγή του εργοταξίου ενώ τέλος ο μηχανικός εξετάζει όχι μόνο τη στασιμότητά του στο κοινωνικό στάτους αλλά και πως μπορεί να ανατρέψει την άδικη, κατά τη γνώμη του, θέση του στο status quo. Ο ντόπιος Αφρικανός επιδεικνύει όχι μόνο αντοχή απέναντι στους ιθύνοντες, στην προσπάθεια του να παραλάβει το σώμα του αδελφού του ο οποίος έχει δολοφονηθεί σε μία στιγμή παραφροσύνης λευκών αποίκων, αλλά την κατάλληλη στιγμή σέρνει έναν χορό ουμανισμού του οποίου τα βήματα δείχνουν να αγνοούν επιδεικτικά οι λευκοί, όποιος και αν είναι ο ρόλος τους.
Οι φωτισμοί του Νίκου Σωτηρόπουλου ήταν παραπάνω από άψογοι, το σκηνικό της Τζίνας Ηλιοπούλου ήταν σχετικά λιτό αλλά με τουλάχιστον δύο καλές λεπτομέρειες (η λακκούβα στο κάτω δεξί άκρο της σκηνής και ο ρημαγμένος αγωγός νερού στο πάνω αριστερό άκρο της σκηνής) ενώ τη μουσική έγραψε ο Ντίνος Χάλαρης, ο οποίος ανέλαβε και το σχεδιασμό ήχου. Εδώ υπήρχε ένα πρόβλημα όσον αφορά την ένταση του ήχου, όταν γινόμαστε εμείς οι ίδιοι ακροατές του ρεπερτορίου που έχει ο καθένας από τους πρωταγωνιστές στα walkman του, για να μεταφερθεί σε εμάς μέσω αυτών ένα μάλλον ανεξήγητα λαθεμένο χρονικά ρεπερτόριο τραγουδιών που ιστορικά έπεται της συγγραφής του έργου. Ο Σωτηρίου από τη μεριά του ως σκηνοθέτης της παράστασης υιοθέτησε την πλέον τυπολατρική προσέγγιση ενός σοφιστικέ και παλαιότερου θεάτρου ως πυξίδα, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα στο πρώτο εικοσάλεπτο το έργο να κινείται με δυσκαμψία. Χρειάστηκε η επί σκηνής έκρηξη του Καλ (τρομερός ο συναγερμός σώματος του Παπαδοκωνσταντάκη, τίναξε την αδρεναλίνη στα ύψη μέσα στην αίθουσα) για να δούμε επιτέλους το έργο να αποκτά νόημα. Ο Ραφαήλος ήταν εντυπωσιακός, όχι μόνο στη μεταμόρφωσή του (ένας Ευρωπαίος του Σκοτ Γκλεν ως Τζακ Κρώφορντ στη ‘Σιωπή των Αμνών’ θα έλεγε κάποιος) αλλά και στη μελέτη που φάνηκε να έχει κάνει για τον τρόπο εκφοράς λόγου ενός μεσήλικα. Η Μακρυγιάννη μερικές φορές παίζει υπερβολικά με την ένταση της φωνής της αλλά της αναγνωρίζεται η εσωτερικότητα του βλέμματος ενώ τέλος ο Μουαγκιέ ήταν καθηλωτικά λιτός και ουσιαστικά χαμηλόφωνος, αποσυμπιέζοντας πολλές φορές σκηνές που σε λόγω της έντασης και των λέξεων/εννοιών/νοημάτων που ακούγονται ή υπονοούνται.