Θέατρο : Ντόγκβιλ του Λαρς Φον Τρίερ από το Εθνικό Θέατρο
Θεατρική προσαρμογή: Κρίστιαν Λόλλικ
Μετάφραση: Στρατής Πασχάλης
Σκηνοθεσία: Αντώνης Καλογρίδης
Σκηνικά: Αντώνης Καλογρίδης - Πάρις Μέξης
Κοστούμια : Λένα Κατσανίδου
Μουσική : Κωνσταντίνος Βήτα
Φωτισμοί : Κατερίνα Μαραγκουδάκη
Διανομή ρόλων:
Αφηγήτρια : Μίρκα Παπακωνσταντίνου
Τομ Εντισον ο πρεσβύτερος : Μάκης Ρευματάς, Τομ : Δημήτρης Τάρλοου, Ολίβια : Μάρα Κουκουλά, Τσακ : Ανδρέας Νάτσιος, Κόρη τους: Αλεξάνδρα Ντεληθέου, Κόρη τους; Μαρία Σκόνδρα
Μάρθα: Λουκία Στεργίου
Μα Τζίντζερ: Όλγα Τουρνάκη
Γκλόρια : Γεωργία Καλλέργη
Μπεν : Μάριος Ιωάννου
Λιζ Χένσον: Σάρα Γανωτή
Μπιλ Χένσον : Παναγιώτης Μπουγιούρης
Νίκος Σταυρακούδης, Γκρέις : Νατάσα Καλογρίδη, Οδηγός, ο άνθρωπος με το πανωφόρι : Βαγγέλης Τάκος, Αρχηγός : Χρήστος Βαλαβανίδης, Τζάν Μακ Κέυ : Θόδωρος Κατσαφάδος, Βέρα : Σοφία Κακαρελίδου, Κα Χένσον: Ζωζώ Ζάρπα, Κος Χένσον : Στράτος Χρήστου, Ιάσονας : Τάσος Πυργιέρης, Αστυνομικός : Γιώργος Δεπάστας, Τζουν : Μαρία Παρασύρη, Γκάνγκστερ : Παναγιώτης Μπουγιούρης, Νίκος Σταυρακούδης, Γιώργος Δεπάστας
Το Μπρεχτικό «Ντόγκβιλ». ή αλλιώς όταν ο Μπρέχτ συναντά την avant-garde...
Η υπόθεση είναι γνωστή λίγο πολύ από την ταινία του Δανού σκηνοθέτη Τρίερ. Μία μικρή πόλη, το Ντόγκβιλ, ίσως κάπου μακριά, ίσως όμως και δίπλα μας, η οποία ζει μέσα σε ήσυχους και αδιάφορους ρυθμούς καθημερινότητας. Την ανυπόφορη ηρεμία του Ντόγκβιλ έρχεται να χαλάσει μία όμορφη και αινιγματική γυναίκα η Γκρέις. Την Γκρέις αναζητά μια συμμορία γκάνγκστερ γι΄ αυτό και θα ζητήσει άσυλο στο Ντόγκβιλ. Ο νεαρός Τομ, ο εκπρόσωπος της διανόησης για το Ντόγκβιλ, τάσσεται αμέσως στο πλευρό της και δεν αργεί να την ερωτευτεί. Η Γκρέις χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια κερδίζει την συμπάθεια των κατοίκων και εξασφαλίζει την οριστική της παραμονή στο Ντόγκβιλ, με αντάλλαγμα να προσφέρει τις εργασίες της στα οκτώ νοικοκυριά που υπάρχουν εκεί, απασχολούμενη στο καθένα από μία ώρα.
Οι εφιαλτικές σκιές του παρελθόντος θα την αναζητήσουν παντού ακόμη και στο Ντόγκβιλ. Η Γκρέις θα αναγκαστεί να διπλασιάσει τις ώρες εργασίας και προσφοράς της στους κατοίκους του Ντόγκβιλ με αντάλλαγμα την παράταση της ασυλίας της. Οι άλλοτε φιλόξενοι τίμιοι και ευγενικοί άνθρωποι του Ντόγκβιλ μετατρέπονται σταδιακά σε ανθρωπόμορφα «τέρατα», προσπαθώντας να εκμεταλλευτούν να ταπεινώσουν και να βασανίσουν την Γκρεις. Η Γκρέις υπομένει και συγχωρεί τους κατοίκους του Ντόγκβιλ, είναι όμως εξαθλιωμένη σωματικά και ψυχικά. Έτσι, όπως είναι αναμενόμενο σταδιακά σπάει... Και εκεί αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση... Τι είναι όμως το «Ντόγκβιλ»;
Dog σημαίνει σκύλος και God σημαίνει Θεός, μήπως το Ντόγκβιλ δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας αναγραμματισμός που έχει δύο όψεις, ένας αναγραμματισμός που κρύβει την συνύπαρξη δυο σύμφυτων ροπών, του «καλού» και του «κακού»; Μία πόλη που είναι ζεστή και φιλόξενη, μπορώντας όμως να γίνει εξίσου καλά σκοτεινή και απάνθρωπη. Τι είναι όμως αυτό που μεταμορφώνει τους κατοίκους του Ντόγκβιλ από «φιλήσυχους» σε «κανίβαλους»; Μήπως η παρουσία της Γκρέις στη δισυπόστατη πόλη; Και με τη σειρά της ποια είναι η Γκρέις και ποιες δυνάμεις κρύβει έτσι ώστε να μπορεί να μεταλλάξει μία ολόκληρη πόλη;
Η Γκρέις είμαστε όλοι εμείς και ο καθένας μας ξεχωριστά, είναι η ίδια η κύκλια κίνηση της ζωής, που περικλείει τη δημιουργία και το θάνατο, τη λύτρωση και την τιμωρία, την ομορφιά και την ασχήμια, την ταπεινότητα και την εκδίκηση. Είναι ο ορισμός του «ημιτελούς» δημιουργήματος που φέρει το όνομα «άνθρωπος», που όσο κι αν μοχθεί να δαμάσει τα πάθη και τις αδυναμίες του πάντα θα σκοντάφτει πάνω τους, που όσο και αν προσπαθεί να απαλλαγεί από το προπατορικό αμάρτημα πάντα αυτό θα του δείχνει την προκαθορισμένη του πορεία, που όσο και αν θρέψει την ψυχή του πάντα θα πεινάει η σάρκα του... Η Γκρέις είναι η ηρωίδα με τα δικά μας πρόσωπα. Σίγουρα αναγνωρίζουμε όλοι στη γυναικεία αυτή φιγούρα έστω και ένα κομμάτι του εαυτού μας. Σίγουρα όλοι κάποια στιγμή νιώσαμε όμορφοι και ερωτεύσημοι όχι γιατί άλλαξε η εικόνα μας, αλλά γιατί μπήκαμε σ΄ ένα παιχνίδι αναζήτησης και ταύτισης του «καλού», άλλοι συνειδητά και άλλοι ασυνείδητα. Ερωτευτήκαμε τους δήμιους μας, λατρέψαμε την αυτοτιμωρία, αγαπήσαμε τον πόνο μας, οικειοποιηθήκαμε τους εφιάλτες μας, παραδοθήκαμε στο εξευτελισμό και την ταπείνωση.
Η Γκρέις έχει πέσει σ' αυτήν ακριβώς την παγίδα, έχει κάνει μία υπέρβαση της υπόστασης της, διακατέχεται από μία Θεία έπαρση, ανέχεται, δικαιολογεί, συγχωρεί και υπομένει την κτηνωδία της «χρήσης εξουσίας» του Ντόγκβιλ, που δεν αργεί να γίνει «κατάχρηση εξουσίας» στα χέρια της απαίδευτης μάζας των κατοίκων.
Η δυσδιάκριτη όμως άλλη όψη της Γκρέις θα δώσει τη λύση και τη λύτρωση της από τα βασανιστήρια του Ντογκβιλικού καθεστώτος. Θα παραδώσει την άλλοτε παραδεισένια πόλη σε φλόγες που θυμίζουν κόλαση και μυρίζουν θάνατο, για να ολοκληρώσει τον κύκλο της, για να δείξει άλλη μία πτυχή της φύσης της, που είναι ο χρόνος αλλά ταυτόχρονα και η απουσία αυτού, η δαιμόνια αυτή στιγμή που κάνει την αιωνιότητα να φαίνεται απειροελάχιστη στα μάτια του ανθρώπου. Αυτή τη δικαιοσύνη γνωρίζει η φύση του ανθρώπου η «άλλη» είναι η απόρροια του ευτελούς πολιτισμού του, η νομομάθεια του θιγόμενου είναι αυτό που μετρά τελικά...
Το «Ντόγκβιλ» είναι η καλύτερη παράσταση της χρονιάς! Ο Αντώνης Καλογρίδης έχει υπογράψει άλλο ένα αριστούργημα επί σκηνής μετά το «Σκράικερ» του '99. Μία θεατρική σκηνοθετική άποψη που όχι μόνο δεν αλλοιώνει την ευρηματική κινηματογραφική άποψη αλλά την αναδεικνύει. Οκτώ νοικοκυριά και ένα περιβόλι αναπαριστώνται μέσα από ελάχιστα τετραγωνικά περιστροφικής σκηνής. Οι θεατές παρακολουθούν τη εξέλιξη του έργου πάνω σε μία μεγάλη κινούμενη κυκλικά πλατφόρμα. Σ' ένα επίσης κυκλικό κυλιόμενο διάδρομο ανάμεσα στη σκηνή και την πλατεία εμφανίζονται τα μηχανοκίνητα στοιχεία της παράστασης. Κι όλα αυτά χωρίς να δίνουν καμία δόση υπερβολής αλλά μέσα από τη φιλοσοφία του μινιμαλισμού.
Επιτυχής στέφεται για μία ακόμη φορά η συνεργασία του Αντώνη Καλογρίδη με την αδελφή του Νατάσα Καλογρίδη, που επέλεξε για το ρόλο της Γκρέις. Είναι μία ηθοποιός που δίπλα στις ερμηνείες της δεν έχουν θέση οι όροι «ικανοποιητική» ή «μέτρια», αποδίδει πάντα στο έπακρο τους κατά καιρούς πρωταγωνιστικούς της ρόλους, αφήνοντας πάντα μία ερμηνευτική αυθεντικότητα και ένα προσωπικό στίγμα.
Όλα συντελούν και έχουν μέρος στο επιτυχές αποτέλεσμα, η μουσική του Κ. Βήτα, τα κοστούμια της Λένας Κατσανίδου, οι φωτισμοί της Κατερίνας Μαραγκουδάκη.
Τα εμπνευσμένο αυτό από τον Μπρεχτ σύγχρονο θεατρικό, καλλιτεχνικό, απάνθισμα πετυχαίνει το στόχο του. Σύμφωνα με τον Μπρεχτ τελικός και οριστικός αποδέκτης της παράστασης είναι η σκέψη του θεατή η οποία τροφοδοτείται συνεχώς από ερεθίσματα βάζοντας τον στην διαδικασία των λύσεων και απαντήσεων των δρώμενων, χωρίς να ταυτίζεται με τον ήρωα. Και είναι κάτι που επιτεύχθηκε στην παράσταση με την δημιουργία μιας ατμοσφαιρικής απομόνωσης τόσο με το αφαιρετικό σκηνικό όσο και με την λιτή ενδυματολογική άποψη.
Αποχωρώντας από την παράσταση μου ήρθε στο νου ένα απόσπασμα από «Τα Άσματα του Μαλντορόρ» σε ένα διάλογο του Μαλντορόρ με ένα μικρό παιδί.
- Τι σκεφτόσουν μικρέ;
- Τον ουρανό.
- Να σκέφτεσαι αυτόν δεν υπάρχει λόγος. Αρκετές είναι οι σκοτούρες που μας δίνει η γη. Εσύ, που μόλις πριν λίγο γεννήθηκες, κουράστηκες κιόλας να ζεις;
- Όχι μόνο που όλοι τον ουρανό απ' τη γη προτιμούν.
- Όχι όμως κι εγώ. Γιατί, αφού κι ο ουρανός κι η γη, και τα δύο απ' τον ίδιο Θεό φτιάχτηκαν, να είσαι σίγουρος πως τα ίδια κακά που υπάρχουν εδώ κι εκεί θα βρεις. Μετά το θάνατό σου, δίκαια δε θ' ανταμειφθείς αν πάνω σε τούτη τη γη σ' αδικήσουν (όπως η πείρα αργότερα θα στο μάθει) γιατί και στην άλλη ζωή, το ίδιο να μην ξανακάνουν; Άσε καλύτερα το Θεό κατά μέρος και μια δική σου δικαίωση, αφού στην αρνιούνται, φτιάξε... ΛΩΤΡΕΑΜΟΝ