Θέατρο Σκιών Αθανασίου
Όταν η παράδοση προσαρμόζεται στις σύγχρονες επιταγές. Και βρίσκει μάλιστα ακροατήριο. Του Στυλιανού Τζιρίτα
Η παράσταση του Καραγκιόζη (η οποιαδήποτε παράσταση Καραγκιόζη) είναι κυριολεκτικά ένας θεσμός με τον οποίο αρκετά κύματα γενεών στην Ελλάδα ανατράφηκαν μεταπολεμικώς. Είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω το πόσο έφθινε η δημοτικότητα του λαϊκού αυτού ήρωα του θεάτρου σκιών στις αρχές των 00s όταν πήγα τον μεγάλο μου υιό, τότε στα 6 του έτη σε μια παράσταση (καλών προδιαγραφών μάλιστα) για να διαπιστώσω ότι εκείνη η γενιά νεότοκων παιδιών δεν έδινε μεγάλη σημασία, ίσως ακριβώς επειδή βίωνε το μεταβατικό στάδιο δομών της καθημερινότητας, με τον ηλεκτρονικό κόσμο να μπαίνει σιγά σιγά μέσω διαφόρων οδών στο οπτικό πεδίο των παιδιών, με τα νέα κινούμενα σχέδια και το πιο γρήγορο μοντάζ και κυρίως με τον digital τρόπο κατασκευής να οδηγούν τις κλασσικές φόρμες (όπως το θέατρο σκιών) στο πεδίο του πεπερασμένου και απαρχαιωμένου.
Γι’ αυτό και ήταν μία καινούργια πρόκληση όταν το Σάββατο 14 του Γενάρη πήγα τον νεώτερο γιο μου, στα έξι του (και αυτός πια), να παρακολουθήσει παράσταση του θεάτρου σκιών Αθανασίου στον κινηματογράφο Ανδόρα στους Αμπελόκηπους Αθηνών, με την κλασσικότερη παράσταση που υπάρχει: «Ο Μέγας Αλεξανδρος και ο Κατηραμένος Όφις».
Καταρχάς τα εύσημα στην παραγωγή διότι η παράσταση ξεκίνησε ακριβώς την ώρα που η αφίσα έδινε (στις 6.15) και προς έκπληξη μου στην αίθουσα βρέθηκε ένα σύνολο θεατών όχι λιγότερο των 60 (παιδιά και συνοδοί μαζί). Ο Αθανασίου με τη βοήθεια ενός ακόμα ατόμου ξεκίνησε γουστόζικα την παράσταση απευθυνόμενος (χωρίς όμως περιττά υποκοριστικά) στα παιδιά, τα οποία αμέσως μπήκαν στον ρυθμό της ανάδρασης που ολοφάνερα ήθελε εξαρχής να στήσει ο ηγήτωρ της παράστασης, κώδικας ο οποίος κρατήθηκε καθ’ όλη τη διάρκεια, και η αλήθεια είναι με ζεστή ανταπόκριση, ακόμα και από τους μεγάλους.
Αυτό που κάνει αναγκαία σχεδόν την παρούσα κριτική παρουσίαση είναι το εξής. Είχα παρακολουθήσει τα τελευταία χρόνια δύο φορές υπαίθριες παραστάσεις Καραγκιόζη στο Άλσος Βεΐκου συνοδεύοντας φιλικές μου οικογένειες, στα πλαίσια εκδηλώσεων του Δήμου Αθηναίων, όμως και στις δύο το συμπέρασμα μου ήταν λυπηρό. Άστοχα αστεία, έντονο φαρσικό στοιχείο και εντελώς απαράδεκτη ενσωμάτωση τρέχουσων slang λέξεων σε μία προσπάθεια να φανεί μοντέρνο το θέαμα.
Αυτό που ήταν διαφορετικό και ενδιαφέρον στην παράσταση που παρακολούθησα με τον μικρό μου γιο έχει να κάνει με την απουσία λεκτικού ή σωματικού ξύλου. Παραδοσιακά, ο Καραγκιόζης όταν ανακρίνει τα παιδιά του για το πώς τα πάνε στο σχολειό ρίχνει παραδοσιακά σφαλιάρες στον πρώτο και στον δεύτερο μικρότερο ηλικιακά υιό, ο τρίτος τις γλυτώνει (ο ψηλότερος) διότι είναι επιμελής. Ο Καραγκιόζης όταν βλέπει τον Χατζηαβάτη τον ξυλοφορτώνει και του ρίχνει μάπες, όπως λέμε στην καθομιλουμένη, ακόμα και όταν ο τελευταίος δεν έχει κάνει κάτι το μεμπτό. Είναι ο θρασύς από τη μία χαρακτήρας του Καραγκιόζη και ο υποχωρητικός όσο και γκαφατζής του Χατζηαβατη που επιτρέπει στον πρώτο κάτι τέτοιο. Ο Μπαρμπα-Γιώργος σε μόνιμη βάση ρίχνει επίσης σφαλιάρες στο Καραγκιόζη διότι αυτός δεν τηρεί μήτε κατά προσέγγιση τις ηθικές όσο και πραγματιστικές αξίες του πρεσβύτερου πρωταγωνιστή. Ο Μπαρμπα-Γιώργος επιπλέον είναι σε μόνιμη κόντρα με τον Βελιγκέκα, εκπρόσωπο από το σαράι, και πάντα νικάει ακόμα και όταν τα πράγματα είναι δύσκολα, δεν τίθεται αμφισβήτηση επ’ αυτού. Ο Μέγας Αλέξανδρος τέλος καμαρώνει συνεχώς για την καταγωγή όσο και για την ίδια την ανδρεία του.
Τίποτα από αυτά δε συνέβη στην παράσταση του Αθανασίου. Ο Καραγκιόζης μπορεί να έκανε πλάκα και να πείραζε τους γιους του, αλλά μήτε σφαλιάρα έπεσε μήτε τους στόλισε με επίθετα. Ο Χατζηαβάτης αμφισβητήθηκε αλλά δεν εισέπραξε καμία σβουριχτή. Ο Μπαρμπα-Γιώργος και τον ανιψιό του καλοπήρε μετά από ένα πρώτο απλό πείραγμα και με τον Βελιγκέκα βρήκε δρόμο συνεννόησης μετά από μία πρώτη αψιμαχία λέγοντας χαρακτηριστικά «Είμαστε γείτονες και φίλοι, οι αποπάνω μας βάζουν να τσακωνόμαστε», ενώ ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν παραδειγματικά ταπεινός και μετριόφρων.
Είναι ιδιαίτερα θαυμαστό να αλλάζει τόσο ριζικά μία παγιωμένη αντίληψη σε ένα μάλλον ανελαστικό θέαμα όπως είναι ο Καραγκιόζης. Και αν μη τι άλλο αυτό δείχνει ότι όχι μόνο (όσο κλασσικό και αν ακούγεται) ότι ο κόσμος αλλάζει (στη συγκεκριμένη περίπτωση ο Αθανασίου έκρινε ότι σε μία εποχή που μιλάμε ανοικτά είτε για σχολικό bulling είτε για τη γενικότερη έννοια της παρενόχλησης σε οικογενειακά και κοινωνικά μοτίβα θα ήταν τουλάχιστον άστοχο να συνεχίσει με την ίδια λογική που έχει δομηθεί αυτό το είδος), αλλά επίσης ότι υπάρχει δυνατότητα να αλλάξει ακόμα και κάτι που δεν φανταζόμαστε ότι έχει τέτοια περιθώρια, γι’ αυτό εξάλλου και προσωπικά βρέθηκα μπροστά σε αυτή την ευχάριστη έκπληξη).
Υ.Γ. Το άρθρο άργησε σε σχέση με την ημερομηνία της παράστασης, διότι ήθελα να έχω φωτογραφίες όχι απλά από τον ίδιο τον καλλιτέχνη αλλά ειδικότερα πίσω από τον μπερντέ. Είχα αμέσως μετά την παράσταση κάνει επαφή με τον κύριο Αθανασίου, νεώτερο εκπρόσωπο μίας οικογένειας με δυνατές ρίζες στο θέατρο σκιών και με πολλές τιμητικές διακρίσεις σε Ελλάδα και εξωτερικό, αλλά λόγω ανειλημμένων υποχρεώσεων του ένεκα περιοδείας του εντός και εκτός Ελλάδας, καθυστέρησε κάποιο διάστημα η αποστολή των εν λόγω φωτογραφιών.