Θέατρο : Το τέλος του παιχνιδιού
από το Θέατρο "Οδού Κεφαλληνίας - Β΄ Σκηνή"
Μετάφραση-σκηνοθεσία:
Μάγια Λυμπεροπούλου - Δημοσθένης Παπαδόπουλος
Σκηνικά-κοστούμια:΄Ελλη Παπαγεωργακοπούλου
Φωτισμοί: Σάκης Μπιρμπίλης
Μουσική επιμέλεια: Δημοσθένης Παπαδόπουλος
Διανομή ρόλων:
Χαμ: Μάγια Λυμπεροπούλου
Κλοβ: Δημοσθένης Παπαδόπουλος
Το έργο αυτό του Ιρλανδού μεγάλου συγγραφέα Σάμουελ Μπέκετ γράφτηκε το 1957 στο Παρίσι. Ο Χαμ και ο Κλοβ οι πρωταγωνιστές του έργου, μοιράζονται ένα καθημερινό μαρτύριο τραγελαφικής εξαθλίωσης. Ο Χαμ είναι καταδικασμένος να ζει σε ένα αναπηρικό καροτσάκι, τυφλός, βασανιζόμενος από το ερώτημα αν υπάρχει δυστυχία μεγαλύτερη από τη δική του. Ο Κλοβ είναι ο υπηρέτης του Χαμ. Ζει κοντά του από την παιδική του ηλικία, υπομένοντας τη δύστροπη και αυταρχική συμπεριφορά του Χαμ για πολλά χρόνια, παλεύοντας όμως διαρκώς με την επιθυμία του να τον εγκαταλείψει, η οποία έρχεται σε σύγκρουση με την ηθική υποχρέωση του να τον υπηρετεί.
Ο χρόνος στο έργο μοιάζει "ανίσχυρος", η εξέλιξη της ζωής των ηρώων είναι στάσιμη. Η αρχή και το τέλος δείχνει να ταυτίζονται. Το αδιέξοδο της επανάληψης δηλώνεται με τις αμήχανες παύσεις και τους χιλιοειπωμένους διαλόγους ασημαντολογίας.
Το έργο είναι μία μόνιμη έκθεση που παρουσιάζει το τέλμα και τη σήψη του παρακμασμένου ανθρώπου. Ο Χαμ δεν μπορεί να σταθεί όρθιος, ο Κλοβ δεν μπορεί να καθίσει...Ποιες είναι τελικά αυτές οι δύο φιγούρες; Παραπέμπουν μήπως σε ρόλους εξουσιαστή - εξουσιαζόμενου, θύτη - θύματος; Έχουν τόσο αλλοτριωθεί ο ένας στον άλλο ώστε ο Κλοβ είναι η προέκταση του Χαμ και ο Χαμ η προέκταση του Κλοβ. Κλεισμένοι στο μοναχικό τους καταφύγιο παρακολουθούν τον έξω κόσμο με ένα κανοκιάλι. Σ' αυτά τα κατακερματισμένα άτομα όλες οι αξίες της ζωής έχουν καταποντιστεί. Η γλώσσα διαβρωμένη από παρανοϊκή έκφραση, η αξία της υπογραμμίζει το συνολικό φάσμα της ανθρώπινης αδυναμίας στον πόνο και τη μοναξιά. Δεν υπάρχει μίσος για τη ζωή, υπάρχει μία κατάφαση της πραγματικότητας του καταθρυμματισμένου ανθρώπου...Οι ήρωες υποδύονται ρόλους, προσπαθώντας να αντιμετωπίσουν την "απουσία" και την κενότητα, "σαν τα μοναχικά παιδιά που παίζουν ρόλους άλλων παιδιών, δύο τριών για να' χουν παρέα να ψιθυρίζουν μαζί στο σκοτάδι" όπως είχε πει και ο ίδιος ο Μπέκετ. Ένας διάχυτος αγνωστικισμός απασχολεί το έργο και κατ' επέκταση γεννά απορίες στο θεατή "έφυγε τελικά ο Κλοβ;" τον βλέπουμε να στέκεται όρθιος έξω από τη σκηνή, δίνοντας την εντύπωση πως δεν ακούει τον Χαμ αλλά δεν κατευθύνεται και προς την έξοδο.
Η Μάγια Λυμπεροπούλου, ρισκάρει αλλά δικαιώνεται μέσα από το εγχείρημα της να υποδυθεί έναν απαιτητικό ανδρικό ρόλο. Επάξια και οι δύο ηθοποιοί απέδωσαν τα τραγικά μηνύματα του έργου για την εξανάσταση των συνειδήσεων, παραδίνοντας το αφοριστικό χιούμορ του Μπέκετ στην κρίση του θεατή, χωρίς να το κατευθύνουν μόνοι τους με κίνδυνο να το υποβιβάσουν σε κωμωδία.
Εξαίρετη και η σκηνογραφία της Έλλης Παπαγεωργακοπούλου υπηρετώντας τις "Μπεκετικές" απαιτήσεις, υπερασπίστηκε την καταστροφή της κυριολεκτικής εικονογραφίας με "σουρεαλιστικά αντικείμενα" απογυμνώνοντας τη χρησιμότητα των αντικειμένων, επικεντρώνοντας όμως, τη συμβολική αξία αυτών. Το κανοκιάλι του Κλοβ δεν είναι κανοκιάλι γεννά όμως μία εικόνα με συμβολική αξία.
Το γενικό ύφος της παράστασης παρακολούθησαν και οι καταπληκτικοί φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη.
Είναι μία παράσταση που δεν πρέπει να χάσετε, αν και μόνο αν, είστε λάτρεις του θεάτρου του παραλόγου...