Tim Burton, ένας απίθανος παραμυθάς
Βλέποντας εκ των υστέρων την πορεία αυτού του χαρισματικού ζιζάνιου, του Τίμοθι Γουίλιαμ {το 'κοψε, it was really nothing} Μπάρτον, δεν έχω παρά να πλέξω στιχάκια μετά μουσικής:
Παραμυθάς φαινότανε να γίνει από μικράκι,
του άρεσε ο Βίνσεντ Πράις κι έπιασε το πενάκι.
Του άρεσε ο Βίνσεντ Πράις κι έπιασε το πεναααάκι,
παραμυθάς φαινότανε να γίνει από μικράκι.
(Η μουσική υπόκρουση περιλαμβάνει τουλάχιστον ένα μπαγλαμαδάκι).
Τα σκίτσα ήταν το πάθος του απ' όταν έπιασε μολύβι στα χέρια του. Όπως κάθε παιδικό μυαλουδάκι, είχε κι αυτός την αθέατή του πλευρά. Γούσταρε τα καρτούν αλλά του κρυφοέγνεφε κι ο σκοτεινός κόσμος του γκραν γκινιόλ. Οι πρώτες μουτζούρες γέννησαν κάτι φυσιολογικά πλάσματα με αλλόκοτες ιδέες ή κάτι αλλόκοτα όντα με φυσιολογικές ιδέες; Έλα μου ντε;
Από το σχολείο ακόμη άρχισαν οι διακρίσεις. Όντας στην 9η, κέρδισε έναν αντιρρυπαντικό διαγωνισμό και είδε την αφίσα του χαλκομανία σε όλα τα οχήματα αποκομιδής σκουπιδιών της τοπικής εταιρίας. Αργότερα κέρδισε και την συμπάθεια του Ντίσνεϊ που του 'δωσε υποτροφία για να σπουδάσει στο California Institute of the Arts. Ο μέγας Γουώλτ θεωρούσε την εν λόγω σχολή φυτώριο απ' όπου έπαιρνε πάρα πολύ συχνά βοηθούς. Αυτός και αρκετοί από τη φουρνιά του κατέληξαν να σκιτσάρουν μανιωδώς στα στούντιο του βασιλιά των κινουμένων σχεδίων.
Αν και ήταν πολύ συμβατικά για τα γούστα του όλ' αυτά, εντούτοις ο Τιμ άδραξε την ευκαιρία. Δούλεψε με όρεξη σε μερικά κλασικά εικονογραφημένα: "Η αλεπού και το λαγωνικό" (The Fox and the Hound, 1981) και "Η μαγική χύτρα" (The Black Cauldron, 1985) ήταν δυο απ' αυτά. Ο Ντίσνεϊ συμμερίστηκε τις περίεργες καλλιτεχνικές του ανησυχίες και του 'δωσε αρκετούς βαθμούς ελευθερίας, ώστε να κάνει κάποια μικρά βήματα. Πρώτο αποκύημα το επτάλεπτο κινούμενο σχέδιο "Βίνσεντ" (Vincent, 1982), όπου σκιτσάρει τον εαυτό του να επιθυμεί να μεταμορφωθεί σε - τι άλλο; - Vincent Price. Κι αν μπορείτε μαντέψτε ποια φωνή αφηγείται και στοιχειώνει αυτήν την ιστορία!
Ακολούθησε ένα φιλμάκι 27 λεπτών με τίτλο "Frankenweenie" (1984), που υποτίθεται πως απευθύνονταν σε όλη την οικογένεια. Αλλά όταν ο Ντίσνεϊ είδε τον μικρό Φρανκενστάιν να ξαναζωντανεύει επανειλημμένα το σκύλο του το Σπίθα και τους γείτονες να τον βοηθάνε εντέλει, αποφάσισε πως δεν ήταν διόλου σοφό για τη φήμη του να επιτρέψει την προβολή της. Εξάλλου η μεγαλοθυμία του είχε και κάποια όρια και ο νεαρός Τιμ τα είχε ξεπεράσει από την πρώτη φορά. Το ανατρεπτικό και σχεδόν υποχθόνιο χιούμορ του άγγιζε ειρωνικά τα όρια του διδακτισμού και ήταν τελείως έξω από την γραμμή του μέντορά του.
Ο μόνος που το είδε με καλό μάτι ήταν ο Pee-Wee Herman (Paul Reubens) που τον θεώρησε ιδανικό να σκηνοθετήσει τις τρέλες του στην μεγάλη οθόνη (Pee-Wee's Big Adventure, 1985). Η πρώτη αυτή κοινή τους έξοδος προς το ευρύ κινηματογραφικό κοινό έσπασε ταμεία. Ήταν τέτοια και τόσο απρόσμενη η επιτυχία ώστε ο Μπάρτον έγινε αυτοστιγμεί διάσημος. Οι προτάσεις ακολούθησαν βροχή αλλά ήταν όλες τους αδιάφορες ή είχαν να κάνουν με μια πιθανή συνέχεια των περιπετειών του Χέρμαν. Ο παραμυθάς μας όμως ήθελε κάτι φρέσκο, κάτι καινούργιο, κάτι άλλο πέρα απ' αυτά.
Έτσι περίμενε περίπου τρία χρόνια, ώσπου παρουσιάστηκε εμπρός του ο "Σκαθαροζούμης" (Beetlejuice, 1988). Μια υπερφυσική κωμωδία, γεμάτη γοτθικά στοιχεία και ανασούμπαλα σκηνικά ήταν ότι έπρεπε στην κατάλληλη στιγμή. Η φαντασία του πήρε φωτιά και οι φίλοι της τορμωδίας έκαναν προσκύνημα στο νέο τους προφήτη. Ο Michael Keaton τα πήγε περίφημα κι ο Μπάρτον τον έντυσε Μπάτμαν στην ομώνυμη υπερπαραγωγή (Batman, 1989) που ήταν και η μεγαλύτερη εισπρακτική του επιτυχία. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο διορατικός Τζακ Νίκολσον που υποδύθηκε τον Τζόκερ, αξίωσε και πέτυχε να πληρωθεί με ένα μονοψήφιο ποσοστό (6, 7, 8%;) από τα κέρδη της ταινίας, ανεβάζοντας το κασέ του σε δυσθεόρατα ύψη και ανοίγοντας το δρόμο σε άλλους συναδέλφους (Άρνι, Ντέμι Μουρ και πάει λέγοντας).
Τώρα πια ο σκηνοθέτης μας είχε το αβάντζο να κάνει ελεύθερα το επόμενο βήμα. Ο Τζόνι Ντεπ "Ψαλιδοχέρης" (Edward Scissorhands, 1990) με πατέρα-δημιουργό τον Βίνσεντ Πράις, μπήκε στα σπίτια και στις καρδιές όλων μας, μικρών τε και μεγάλων. Οι πιτσιρίκες βρήκαν νέο ίνδαλμα και τα κομμωτήρια πούλησαν τρελά χτενίσματα με μπόλικη στερεωτική λακ και μους. Οι εναλλαγές από το κωμικό στο τρομαχτικό, από το γέλιο στο δάκρυ, από το ρεαλιστικό στο φαντασιακό, από το ηλιόλουστο φρεσκοκουρεμένο γρασίδι στο ζοφερό πύργο κι από το μια-φορά-κι-έναν-καιρό στο γήρας-ου-γαρ-έρχεται-μόνον, έγιναν σημεία αναφοράς και αναμασήθηκαν πολλάκις, στοιχειώνοντας αναμνήσεις και ονείρατα.
Ο άνθρωπος-νυχτερίδα επέστρεψε στα 1992 (Batman Returns) πιο σκοτεινός, πιο απόμακρος και πιο εκκεντρικός, με αντιπάλους τον πινγκουίνο Ντάνι Ντε Βίτο, την βιτσιόζα γάτα Μισέλ Φάιφερ και τον χθόνιο, νομοτελειακά κακό, Κρίστοφερ Γουώκεν. Παρόλο το γεγονός ότι οι δυο Μπάτμαν ήταν δουλειές κατά παραγγελία με αρκετούς περιορισμούς ως ελεγχόμενες υπερπαραγωγές, το ανήσυχο πνεύμα του δημιουργού τους έδρασε καταλυτικά και έδωσε υπέροχα τον ψυχισμό των ηρώων που ξεπέρασαν κατά πολύ τους χάρτινους εαυτούς τους. Η Γουέρνερ βέβαια δεν έκρυψε την δυσαρέσκειά της και προτίμησε τον Τζόελ Σουμάχερ για την τρίτη συνέχεια (Batman Forever, 1995), αλλά η μαγεία πήγε πια περίπατο κι ο Τιμ χάρηκε που απαλλάχτηκε από τον πειρασμό μιας ενδεχόμενης τυποποίησης.
Τα προσωπικά σχέδια αναδύθηκαν και πάλι, ακόμη πιο κυρίαρχα και επιτακτικά. Ο μπι-μουβάς Έντουαρντ Ντ. Γουντ τζούνιορ, ο χειρότερος σκηνοθέτης όλων των εποχών (χωρίς εισαγωγικά γιατί ο ίδιος το θεωρούσε κομπλιμέντο) και μια αμφιλεγόμενη περσόνα των '60ς, αξιώθηκε μια ταινία (Ed Wood, 1994) αφιερωμένη στην τρέλα και το μεγαλείο της παραφροσύνης του. Η σχέση του με τον Μπέλα Λουγκόζι, που ο Γουντ τον ξαναανάστησε στα τελευταία του και τον έκανε βασιλιά του παλπ-τρόμου, περνάει εκπληκτικά μέσα από το δίδυμο Johnny Depp - Matrin Landau, με τον τελευταίο να κερδίζει επάξια το επίχρυσο αγαλμάτιο της ακαδημίας των όσκαρ.
Ενώ δούλευε για την επιστροφή του Μπάτμαν είχε χριστεί παραγωγός, κουκλοφτιάχτης και κουκλοπαίχτης (κάτι μεταξύ Τζεπέτο και Σπαθάρη) για χάρη του παλιόφιλου και πρώην συναδέρφου Henry Selick. Ο "Χριστουγεννιάτικος εφιάλτης" (The Nightmare Before Christmas, 1993) είναι ένα μουσικό κουκλο-καρτούν, ο προσωπικός ονειρόκοσμός του, πολύ εντυπωσιακός, φαντασμαγορικά λιτός και απρόσμενα ανατροφοδοτούμενος. Οι φιγούρες, τα σκηνικά και μέρος της ιστορίας είναι παρμένα από τα νεανικά γραπτά και σχέδια του αστείρευτου παραμυθά μας. Σίγουρα δεν έχει καμιά σχέση με τα παραδοσιακά προϊόντα του ντισνεϊκού σύμπαντος αλλά ήταν μια απίστευτη έκπληξη και ταυτόχρονα μια δεύτερη ευκαιρία του στούντιο προς τον ατίθασο μαθητή του.
Σειρά είχε τώρα άλλη μια υπερπαραγωγή, πιο εξωφρενική από κάθε προηγούμενη. "Οι αρειανοί επιτίθενται" (Mars Attacks!, 1996) και παρά το υπέρλαμπρο και υπερμέγεθες επιτελείο ηθοποιών που παρελαύνει (από Jack Nicholson και Glenn Close μέχρι Pierce Brosnan και Michael J. Fox) οι κριτικές είναι μέτριες και το αποτέλεσμα θεωρείται μια πανάκριβη ιδιοτροπία. Κάθε ευφάνταστος δημιουργός έχει δικαίωμα στην υπερβολή κι όλοι χρειάζονται αποστάσεις από τον κακό τους εαυτό ή μάλλον καλύτερα όλοι θέλουν να ξορκίσουν τον κακό τους εαυτό με τις ελάχιστες δυνατές απώλειες.
"Ο μύθος του ακέφαλου καβαλάρη" (Sleepy Hollow, 1999) με αρκετή απόσταση από την προηγούμενη, ήρθε σαν συναρπαστική επιστροφή στο παλιό καλό του εαυτό. Χιτσοκοκική πλοκή, μυστηριώδεις χαρακτήρες, σκοτεινές πλευρές, καλλιτεχνικές ανησυχίες, παγερά πεταρίσματα της καρδιάς, κι ένας Τζόνι Ντεπ στα πρόθυρα τρομώδους παραληρήματος. Η Κριστίνα Ρίτσι πιο ώριμη και πιο αινιγματική απ' ότι στην "Οικογένεια Άνταμς". Το κεφάλι του Christopher Walken σε μεγάλα κέφια ως φορέας πεισιθάνατου χιούμορ κι ένα κάρο μικρά περάσματα από διάφορους μεγάλους ή μη αστέρες (συνήθως διάττοντες με βάση το σενάριο). Η στόφα του μεγάλου διασκεδαστή, η ικανότητα να αφηγείται υπερφυσικές φανταστικές μυθιστορίες, η απαράμιλλη καλλιτεχνική αρτιότητα και η ιδιοφυής χρήση των ψηφιακών εφέ, συνέβαλαν σ' ένα άψογο, αισθητικά και οπτικά, αποτέλεσμα.
Κι όλα ωραία όλα καλά, αλλά... Το τίμημα της ελευθερίας είναι πολύ βαρύ. Η ανακατασκευή του "Πλανήτη των πιθήκων" (Planet of the Apes, 2001) μοιάζει με ένα υπερφιλόδοξο και εύκολα προβλέψιμο Βατερλό. Οι εμμονές όμως δεν ξεριζώνεται μόνο καυτηριάζονται, εκ του ασφαλούς κρίνοντες το αποτέλεσμα. Το μόνο ίσως θετικό στο παρασκήνιο των γυρισμάτων είναι η γνωριμία του Μπάρτον με την Ελένα-Μπόναμ Κάρτερ που είχε ως αποτέλεσμα ένα χαριτωμένο αγοράκι μερικών μηνών. Λίγη τρέλα να ξεκλέψει απ' τον καθένα τους, θα γίνει σωστό διαβολάκι ο Μπίλι δη κιντ.
Το παιχνίδι μία και μία (υπερταινία-μυθοταινία) συνεχίζεται κανονικά με τις "Απίθανες ιστορίες" (Big Fish, 2003), μια ταινία που ήρθε στην χώρα μας στην πιο επίκαιρη εποχή. Ο μπαμπάς, αθεράπευτος παραμυθάς, φεύγει απ' τον μάταιο κόσμο μας κι ο γιος ψάχνει απεγνωσμένα να βρει τι απ' αυτά που του 'λεγε είναι αλήθεια. Κι όλο ζητώ να μάθω την αλήθεια κι όλο μου λένε παραμύθια. Οι περιπέτειες ενός πλασιέ στη χώρα των θαυμάτων. Ο γέρο-Άλμπερτ Φίνεϊ κάνει συνεχείς πάσες στον πάλαι-ποτέ Γιούαν Μακ Γκρέγκορ. Κι ο Ντάνι Έλφμαν ντύνει μουσικά άλλη μια δουλειά του Μπάρτον.
Η δικαίωση του μπαμπά έρχεται μέσα από μια ανατροπή: όλοι έχουν ακούσει τόσες πολλές φορές τις ιστορίες του, που όλοι τις έχουν πια ταυτίσει μ' αυτόν. Ο μπαμπάς-υπερήρωας εξιλεώνεται. Μ' ενοχλεί αυτή η μονοδιάστατη 'εξήγηση' του ανύπαρκτου μυστηρίου. Δεν καταλαβαίνω που το πάει βέβαια. Χωρίς διπλές όψεις και άγριες κατόψεις; Ξεχνάει τη σκοτεινή πλευρά των χαρακτήρων του; Δεν υπάρχει, σαν να μην υπήρξε ποτέ; Τώρα που έγινε πατέρας θέλει να δώσει 'καλή ανατροφή' στο γιο του; Μετά βίας και πολλών ελιγμών αποφεύγει το σκόπελο του διδακτισμού. Πάντως το 'τσίρκο των τεράτων' του είναι υπερβολικά συμπαθές.
Για να δούμε τι θα κάνει με τον Johnny Depp στον "Charlie and the Chocolate Factory" (2005). Μας υπόσχεται πως θα 'ναι το πιο παραξενιάρικο φιλμ του. Άντε να σε δούμε δάσκαλε που δίδασκες!
Μπέκα και τήρα
Ο Τιμ υφαίνει τον ιστό του
Ψέματα ψηλά σαν δέντρα
Το φαν κλαμπ του Στρειδάκη
Sweeney Todd
Trailers of mystery and imagination
ΥΓ: Ανάμεσα στα σήματα κατατεθέντα του Burton συγκαταλέγονται ακρωτηριασμένα σκυλιά, κλόουν, σκιάχτρα, ήσυχες χιονισμένες νύχτες πριν απ' τα Χριστούγεννα, κολοκύθες του Χάλογουϊν και παρεξηγημένοι, τρόπον τινά παρείσακτοι, χαρακτήρες.
ΥΓ2: "Ο μελαγχολικός θάνατος του Στρειδάκη" κυκλοφορεί εδώ και καιρό στα ελληνικά βιβλιοπωλεία.