Το ατίθασο άτι Robert Altman και ο κος κομψός Philippe Noiret
Στις 20 Νοεμβρίου μας άφησε ο ανένταχτος αμερικανός Ρόμπερτ Άλτμαν [γεν. στις 20 Φεβρουαρίου 1925]. Η τηλεόραση τον έθρεψε μέσα από ουκ ολίγες θρυλικές παραγωγές. Ο Χίτσκοκ του εμπιστεύτηκε το μυστήριο και τον τρόμο της σειράς Alfred Hitchcock Presents [1955]. Ακολούθησαν ο Maverick [1957], ο Peter Gunn και ο U.S. Marshal [1958], η Bonanza [1959] και φυσικά η "Μάχη" [Combat!, 1962] του λοχία Σόντερς και του μεγαλόσωμου Little John.
Το κινηματογραφικό του ξέσπασμα έγινε με την αντιπολεμική σάτιρα M*A*S*H [1970], που ήταν ταυτόχρονα εισπρακτική και καλλιτεχνική επιτυχία. Οι κριτικοί χαιρέτησαν το ταλέντο του και οι Κάνες του πρόσφεραν τον Χρυσό τους Φοίνικα. Για τους συμπατριώτες του όμως παρέμεινε πάντα ένα κακό παιδί που αρνείται να συμμορφωθεί με τις νόρμες των παραγωγών. Οι νεότεροι τον γνώρισαν μέσα από την τριπλέτα The Player [Ο παίχτης, 1992], Short Cuts [Στιγμιότυπα, 1993] και Pret-a-Porter [1994], ταινίες απ' τις οποίες παρέλασαν δεκάδες διάσημοι σε μικρούς ή μεγάλους ρόλους.
Με το Kansas City [1996] θέλησε να τιμήσει τη γενέτειρα ενώ με την βρετανική παραγωγή Gosford Park [2001] ξαναμπήκε στο μάτι του Χόλιγουντ και των όσκαρ. Η μουσική ήταν πάντα ένας σημαντικός παράγων και μια αφετηρία για τις ταινίες του, ιδιαίτερα για το περίφημο Nashville [1975] όσο και για το κύκνειο A Prairie Home Companion [2006]. Οι ταινίες του είναι πάντα πολύβουες και βρίθουν χαρακτήρων που αναπτύσσονται και διασταυρώνονται το ίδιο καταιγιστικά όπως και στη ζωή.
Τρεις μέρες αργότερα έφυγε ένας κολοσσός του ευρωπαϊκού σινεμά, ο monsieur l'elegant Φιλίπ Νουαρέ [γεν. στις 1 Οκτωβρίου 1930 στην Λιλ της βόρειας Γαλλίας]. Από την πρώτη του εμφάνιση στη Gigi [1949] της Colette μέχρι τους ατελείωτους ακόμη Tres Amis [2007] μετράει γύρω στις 150 συμμετοχές σε κινηματογράφο και τηλεόραση, χωρίς να έχει υποκύψει ποτέ στους πειρασμούς του Χόλιγουντ. Πρωταγωνίστησε για πρώτη φορά στο La Pointe-courte [1956] το σκηνοθετικό ντεμπούτο της Agnes Varda, το οποίο και θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα της νουβέλ βαγκ [κατά πολλούς ισάξιο των "Χωρίς ανάσα" του Godard, "400 χτυπήματα" του Truffaut και "Χιροσίμα, αγάπη μου" του Alain Resnais].
Η μεγάλη αναγνώριση ήρθε σχετικά γρήγορα με την απολαυστική "Ζαζί στο μετρό" [Zazie dans le metro, 1960] του τρομερού Louis Malle. Οι πόρτες για διεθνείς συμπαραγωγές άνοιξαν με τις "Μασέρ" [Le Massaggiatrici, 1962] του Lucio Fulci και συνεχίστηκαν με τη "Νύχτα των στρατηγών" [The Night of the Generals, 1967] του Anatole Litvak και το σπονδυλωτό και ξεκαρδιστικό "Επτά φορές γυναίκα" [Sette volte donna, 1967] του Vittorio De Sica. Η ερμηνεία του στην παραβολή Alexandre le bienheureux [1968] του Yves Robert του χάρισε την αίγλη του σταρ.
Μετά φάνηκε να τον κερδίζει προσωρινά το θρίλερ. Topaz [1969] του Alfred Hitchcock, L' Attentat [1972] του Yves Boisset και Le Serpent [1973] του Henri Verneuil. Με το "Μεγάλο φαγοπότι" [La Grande bouffe, 1973] του Marco Ferreri επέστρεψε θριαμβευτικά στη σάτιρα, πλάι στους Marcello Mastroianni, Michel Piccoli, Ugo Tognazzi και την Andrea Ferreol. Για να συνεχίσει το ίδιο καλά με τις δύο φάρσες "Οι εντιμότατοι φίλοι μου" [το πρώτο του 1975 και το δεύτερο του 1982] του Mario Monicelli και το Tendre Poulet [1978] του Philippe de Broca.
Η διεθνής καταξίωση ήρθε μέσα από τον Αλφρέδο στο "Σινεμά ο Παράδεισος" [Nuovo cinema Paradiso, 1988] του Giuseppe Tornatore και τον Πάμπλο Νερούδα στο "Ταχυδρόμο" [Il Postino, 1994] του Michael Radford, σιγοντάροντας υπέροχα τον Μάσιμο Τροϊζι..Ο Patrice Leconte τον έχρισε "κύριο κομψό" στο υπερρεαλιστικό Tango [1993] και "αρχιδούκα του γέλιου" στους σουρεαλιστικούς Les Grands Ducs [1996], μαζί με τους Ζαν Ροσφόρ και Ζαν-Πιέρ Μαριέλ. Στη γοητεία του υπέκυψαν προηγουμένως οι Andre Techine [J'embrasse pas / Δε φιλώ στο στόμα, 1991] και Michel Blanc [με το αυτοαναφορικό Grosse fatigue, 1994].
Αυτός όμως που τον αξιοποίησε πλήρως και σε αρκετά διαφορετικά είδη ήταν ο μεγάλος του φίλος Bertrand Tavernier. Συνεργάστηκε μαζί του σε οκτώ ταινίες, με πλέον γνώριμές μας το τζαζ άνθεμ 'Round Midnight [Μεσάνυχτα και κάτι, 1986], το αντιπολεμικό δράμα La Vie et rien d'autre, [Η ζωή και τίποτ' άλλο, 1989] και το αστυνομικό θρίλερ Le Juge et l'assassin [Ο δικαστής κι ο δολοφόνος, 1976].
Η κομψότητα, η λεπτότητα και η φινέτσα του, η λατρεία του για τα σκυλιά και τις ηδονές, η αγάπη του για τις τέχνες, τα άλογα, την καλή κουζίνα, τους οίνους και τα πούρα, τον κράτησαν 30 χρόνια σ' ένα αγροτόσπιτο της κρασομάνας Carcassonne. Η πατρίδα πρόλαβε και τον τίμησε με τον τίτλο του Ιππότη της Λεγεώνας της Τιμής.
Altman Park: Gosford maverick
Πατρίκιοι, Ταγκό και Αρχιδούκες