Το Γάλα της Θλίψης
Ο πρωτότυπος τίτλος της ταινίας, La teta asustada, μεταφράζεται κυριολεκτικά ως "ο τρομοκρατημένος μαστός". Ο ελληνικός τίτλος, "Το γάλα της θλίψης", αναφέρεται σε μια σπάνια ασθένεια, μεταξύ θρύλου και πραγματικότητας, η οποία κληρονομείται στα νεογέννητα κορίτσια μέσω του θηλασμού, όταν η μαμά τους έχει κακοποιηθεί σεξουαλικά ή βιαστεί κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Τα νεαρά αυτά θήλεα εμφανίζουν έναν παράξενο όγκο στην περιοχή της μήτρας που τα κάνει δυσλειτουργικά και τα απομακρύνει από μια φυσιολογική σεξουαλική ή αισθηματική ζωή.
Μια τέτοια δύσκολη περίπτωση είναι και η Φάουστα που ζει σε συνθήκες μεγάλης φτώχιας στα προάστια της Λίμα, σε μια ιδιόμορφη φαβέλα. Οι συγγενείς και οι χωριανοί αναγκάστηκαν, 25 χρόνια πριν, να εγκαταλείψουν τα πατρογονικά τους και να αυτοεξοριστούν σε μια παραγκούπολη κοντά στην πρωτεύουσα υπό άθλιες συνθήκες, προκειμένου να αποφύγουν τις επιδρομές τρομοκρατών που μάστιζαν τότε την περουβιανή ύπαιθρο.
Η μαμά της Φάουστα δε μπόρεσε να αποφύγει τα χειρότερα. Παρά του ότι είναι μια δυνατή γυναίκα, το μαράζι και ο τρόμος του νεανικού της βιασμού την κατατρύχουν και την στοιχειώνουν σιωπηρά. Το τραγούδι είναι η μόνη της παρηγοριά κι η μόνη της κληρονομιά. Μεταφέρει στην κόρη της προφορικά τις αυτόχθονες και παμπάλαιες μουσικές παραδόσεις της ιδιαίτερης πατρίδας κληροδοτώντας την με το μόνο ίσως όπλο που μπορεί να απαλύνει τους φόβους και την δυσοίωνη μοίρα της.
Η αγνή κόρη είναι καλλικέλαδη και πανέμορφη. Η μαμά εγκαταλείπει με λύτρωση τα εγκόσμια και η κόρη θέλει να της εξασφαλίσει μια τιμητική κηδεία στα υψίπεδα των Άνδεων. Αναγκάζεται να ξενοδουλεύει ενώ η υπόλοιπη οικογένεια, εξίσου φτωχή, ασχολείται με το εθιμοτυπικά σπάταλο γάμο της εξαδέρφης της. Η μουμιοποιημένη μητέρα αναπαύεται υπομονετικά κάτω από το γαμήλιο κρεβάτι, ενώ επάνω του απλώνονται τα προικιά και τα δώρα.
Όπως καταλάβατε τίποτε απ' αυτά δεν μοιάζει φυσιολογικό στα δικά μας μάτια. Οι παραξενιές ξεκινούν από τα ανεπανάληπτα φυσικά τοπία και το οικιστικό περιβάλλον του προάστιου, επεκτείνονται στα πρόσωπα, όλοι τους ιθαγενείς και ερασιτέχνες πλην των δύο πρωταγωνιστών, στις συνήθειες, στις δοξασίες, στον τρόπο αφήγησης και στο ρυθμό της ταινίας. Οι υπομονετικοί και καρτερικοί θεατές θα ανταμειφθούν πλουσιοπάροχα στο τέλος αλλά θα πρέπει να πηγαίνουν με πρώτη ταχύτητα, ενίοτε και με νεκρά.
Η σκηνοθέτις Κλόντια Λιόσα εντόπισε την πρωταγωνίστριά της, Magaly Solier, ως πλανόδια μικροπωλήτρια στην περιοχή Πούκα των Άνδεων, όταν έψαχνε ηρωίδα για την πρώτη της ταινία [Madeinusa]. Αμέσως την ξεχώρισε για τα ιδιαίτερα φωνητικά και σωματικά της χαρίσματα. Για το γύρισμα της ταινίας ακολούθησε τη μέθοδο της ανεξάρτητης χρηματοδότησης, της αιματηρής οικονομίας και της εφευρετικότητας που απαιτεί ένας σχεδόν ανύπαρκτος προϋπολογισμός σε μια σχεδόν ανύπαρκτη κινηματογραφικά χώρα. Πρότυπά της ήταν "Ο κεντρικός σταθμός" [1998] και "Η πόλη του θεού" [2002].
Η πρωτότυπη φολκ μουσική της Selma Mutal με εκείνα τα σαγηνευτικά μουρμουράσματα της έδωσαν το μυστήριο και τη θαυματουργή ιδιότητα με τα οποία οι απλοϊκοί άνθρωποι ξεπερνούν τις δυσκολίες και πορεύονται προς το θαύμα. Ένα απόλυτο σινεφιλικό αντιπαράδειγμα έναντι του "Slamdog Millionaire" και του νεοπλουτίστικου παλιμπαιδισμού του.
Η αδιόρατη χημεία που αναπτύσσεται ανάμεσα στον επίμονο κηπουρό και την Φάουστα, η καταλυτική δράση της εύπορης γυναίκας που την απασχολεί και την "εκμεταλλεύεται", η μουσική -και πάλι- ως ένα τέλειο νυστέρι που λειτουργεί σαν απαλό χάδι... όλα δημιουργούν ένα πεδίο σύντηξης ψυχών, πολιτισμών, ιδεών και παραδόσεων (υπέρ ημών των θεατών που γινόμαστε κοινωνοί αυτής της θείας μετάληψης).
Η γλυκοπατάτα ανθίζει σπάνια αλλά άμα ανθίσει... ευωδιάζει.