Το MiC στις 24ες Νύχτες Πρεμιέρας
10 και μία νύχτες σινεμά στον ετήσιο παραδοσιακό απολογισμό του Αντώνη Ξαγά
Άντε και καλή προβολή!
Άλλη μία από τις νεόκοπες ευχές των τελευταίων χρόνων, μπορούμε να την βάλουμε δίπλα στην "καλή συνέχεια" και φυσικά στην κωμική και μάλλον υπερφίαλη "καλή απόλαυση" που ακούγεται πλέον σωρηδόν από τα γκουρμεδιάρικα "μπουκιά και 50ευρω" ρεστοράν μέχρι την πιο παρακμιακή και λιγδερή συνοικιακή ψησταριά. Αλλά ας μην γκρινιάζουμε σαν αρτηριοσκληρωτικοί μεσόκοποι, η κάθε εποχή έχει και τις εκφραστικές διατυπώσεις, ας μην το ψειρίζουμε, μια ευχή είναι εν τέλει, πες την κι ας πέσει χάμω... Που ενίοτε πέφτει...
Χριτς, χρατς, κρατς, κρουτς, μιαμ μιαμ, χριτς, χρατς, γκλουπ...
24η φορά ήταν η φετινή του Φεστιβάλ των Νυχτών Πρεμιέρας, αυτού του φεστιβάλ που σαν να δρα ως μετρητής του χρόνου που περνάει και των καβαφικών κεριών που σβήνουν, και λες "πότε πέρασε ο καιρός" και μπαίνεις σε μια δίνη αναμνήσεων, γυρίζεις στα πρώτα χρόνια του "χυμαδιού", με τον κόσμο τότε να πηγαίνει από ταινία σε ταινία, να κάθεται πολλές φορές σταυροπόδι στους διαδρόμους, στα χρόνια του Αττικού και του Απόλλωνα που στέκουν ακόμη θλιβερά κουφάρια στην Σταδίου, όλα αυτά πάντα σε φθινοπωρινό σκηνικό, το φεστιβάλ ανέκαθεν σηματοδοτούσε την έναρξη του φθινοπώρου και της νέας σαιζόν, μαζί με το ψάξιμο των ταινιών έρχονταν και τα πρώτα κρύα και οι πρώτες βροχές, κι ας ήταν ακόμη ...ανώνυμες, βλέπετε οι μετεωρολόγοι δεν είχαν ξυπνήσει να διεκδικήσουν ρόλους τηλεαστέρων και ξιπασμένης δημόσιας παρέμβασης, οι βροχούλες λέγονταν απλά πρωτοβρόχια και ουχί Ξενοφώντες και Ζορμπάδες και Πηνελόπες (ποιος είπε να μην γκρινιάζουμε;)
Ένα από τα ωραία του Φεστιβάλ, ειδικά αν σου αρέσει να κάνεις τον παρατηρητή ανθρώπων, είναι ο τρόπος με τον οποίο ανακατεύει τους διάφορους μικρόκοσμους της πόλης, οι οποίοι μπορεί κατά τα λοιπά να διαβιούν εντελώς παράλληλες πορείες, ενίοτε όμως μπορεί και να συναντούνται στις σκοτεινές κινηματογραφικές αίθουσες (ή έστω στην έξοδο και την είσοδο). Έτσι υπάρχει το indie κοινό, το queer κοινό, το "anything goes" κοινό, το κοινό που θέλει να είναι εκεί "που συμβαίνει", το σαββατιάτικο που θέλει να βγάλει τα σπασμένα της βδομάδας, ακόμη και πιο ειδικά κοινά, π.χ. το αθλητικό και το καλλιτεχνίζον, τα οποία π.χ. διασταυρώθηκαν στην διαδοχική προβολή ενός ντοκιμαντέρ για τον Τζον Μακενρόου ("L' empire de la perfection" του Julien Faraut), και της "Τιμής των πάντων" (ή "The price of everything", ο σκηνοθέτης Nathaniel Kahn δεν συμφώνησε πολύ με την ελληνική απόδοση), με γνωστούς και ημι-γνωστούς να περιφέρονται μετά με ένα αυτάρεσκο χαμογελάκι κοιτώντας σε στα μάτια με νόημα μπας και τους αναγνωρίσεις (σε τιλτ δε γραφικότητας εμφανίστηκε και ο τύπος που φώναξε "μπράβο" λίγο πριν πέσουν οι τίτλοι τέλους της ταινίας). Ενδιαφέρον είχε πάντως η γαλλική ταινία, με την εμμονική εστίαση της κάμερας (στην αισθητική γραμμή μιας Λένι Ρίφενσταλ) στον θρυλικό (;) Αμερικανό τενίστα (δεύτερη ταινία φέτος που τον αφορά, σαν να υπάρχει μια προσπάθεια αποκατάστασης του ιδιόρρυθμου τενίστα στην ιστορία του αθλήματος), το εξαντλούσε όμως γρήγορα με την περιορισμένη και κάπως ψευδο-καλλιτεχνίζουσα οπτική της. Από την άλλη, το "The price of everything", είναι μια αμερικανικής μεν νοοτροπίας και αισθητικής, σπιντάτη δε, πνευματώδης και αποκαλυπτική (σχεδόν ...ξεβρακωτική) "in your face" απεικόνιση του καλλιτεχνικού σιναφιού, στις κορφές του όμως, εκεί όπου η έννοια "εμπορική τέχνη" έχει πάει σε άλλες οικονομικές στρατόσφαιρες, στις τάξεις των εκατομμυρίων δολαρίων, όπου οι αγορές παίζουν και η τέχνη χορεύει ...πεντοζάλη (γιατί είναι ο καπιταλισμός βρε ηλίθιε), εκεί όπου η εκκεντρικότητα συναντά την απληστία και τον πόθο για την υστεροφημία σε έναν σχεδόν αδύνατο συμβιβασμό (μουσείο ή ταπετσαρία σε τοίχο έπαυλης συλλέκτη κινέζου μεγιστάνα;)
Ένα όμως κοινό έχουν όλα τα κοινά: Χριτς, χρατς, κρατς, κρουτς, μιαμ μιαμ, χριτς, χρατς, γκλουπ...
Ένα από τα άλλα (και πιο βασικά ίσως) ωραία του φεστιβάλ είναι η εστίαση και η φροντίδα που δείχνει στα ντοκυμαντέρ, ένα έτσι κι αλλιώς μη-εμπορικό είδος (αν και όλοι ισχυρίζονται ότι τα βλέπουν) και σε ταινίες οι οποίες είτε δεν θα δουν ποτέ το φως μιας ελλαδικής κινηματογραφικής προβολής, είτε θα εμφανιστούν για καμιά βδομάδα για να χαθούν άδοξα άκλαυτες την επομένη.
Απ' όλα είχε λοιπόν και φέτος ο μπαχτσές, για κάποια μουσικά τα γράψαμε ήδη ξεχωριστά (για τον Conny Plank και την Wax Trax! Records), την ταινία για την M.I.A. δεν βόλεψε το προσωπικό πρόγραμμα για να την δω, αντίθετα δεν μου διέφυγε η ταινία του Matt Tyrnauer για το "Studio 54", το θρυλικό (;) ντίσκο κλαμπ της Νέας Υόρκης. (Ξανα)βάζω το επίθετο "θρυλικός" με ερωτηματικό, σαν μια τύπου αντίδραση στην διογκούμενη τάση υπερβολής και στην ανάδειξη των πάντων σε "θρύλο" με μια επίστρωση μυθολογικής/μυθοποιητικής διάστασης, ακόμη και αν πρόκειται για μια ντισκοτέκ, γιατί αυτό υπήρξε το Στούντιο 54, κι ας έμπαινε εκεί η Bianca Jagger (η ποιά;) καβάλα στο άλογο (ότι πιο κοντινό στα ανέκδοτα του τύπου "μπαίνει ένα άλογο σε ένα μπαρ") κι ένα σωρό άλλοι σταρ και στάρλετ και μαζί πλήθος κοινών πληβείων που παρακάλαγαν την σκληρή πόρτα μπας και πάρουν κι αυτοί ένα ψίχουλο, έστω μια "χημική" παραίσθηση από την "μεγάλη ζωή" των πατρικίων. Και γιατί εν τέλει να μας ενδιαφέρουν όλα αυτά; Θα μου πείτε υπήρχε η ντίσκο, η μουσική, οι δημιουργοί, ο ρόλος της στο κοινωνικό outing της καταπιεσμένης ομοφυλοφιλικής κοινότητας. Ναι, ελάχιστα όμως από αυτά περνάνε στην ταινία, η οποία εστιάζει περισσότερο στους δύο ιδιοκτήτες, τον Ian Schrager και τον Steve Rubell, με τον ένα να πεθαίνει νωρίς από AIDS, και τον δεύτερο, σε μια σχεδόν ιδεατή αναπαράσταση του αμερικάνικου ονείρου, να αναγεννάται μετά των πτώχευση και την φυλακή όπου τον έκλεισε (όπως και το κλαμπ του) το αμερικάνικο ΣΔΟΕ (γιατί ως γνωστόν στις ΗΠΑ η φοροδιαφυγή είναι το έγκλημα καθοσιώσεως) και σήμερα είναι ιδιοκτήτης επιτυχημένης αλυσίδας μπουτίκ χοτέλ, να 'ναι καλά ο άνθρωπος να τα χαίρεται, την ταινία πιστεύω θα την έβλεπα μόνο στην τιβί στο σπίτι ένα βράδυ, κουρασμένος και βαριεστημένος κι έξω να ρίχνει καρέκλες...
Χριτς, χρατς, κρατς, κρουτς, μιαμ μιαμ, χριτς, χρατς, γκλουπ... (για να μην ξεχνιόμαστε)
Σαν γενική παρατήρηση αξίζει στο σημείο αυτό να σημειώσουμε την τάση των κινηματογραφιστών να πηγαίνουν σε όλο πιο ειδικά (και προσωπικά ενίοτε) θέματα, σε υποσημειώσεις και αστερίσκους της Ιστορίας που ήρθε η ώρα τους να απαθανατιστούν, κάτι το οποίο δεν είναι ασφαλώς εξ ορισμού κακό, άλλωστε η αξία ενός ντοκιμαντέρ δεν έγκειται τόσο στο θέμα όσο στην ματιά και την άποψη, ένας μάγκας ντοκιμαντερίστας μπορεί να σε καθηλώσει και να σε κάνει να ενδιαφερθείς ακόμη και για τον κύκλο αναπαραγωγής του αφρικάνικου ρινόκερου. Easier said than done που λένε και στο χωριό μου όμως, τούτη η ματιά και η άποψη παραμένουν ακριβοθώρητα ζητούμενα μέσα στην σύγχρονη πλημμυρίδα των ταινιών (το αναπόφευκτο παρελκόμενο της πρωτοφανούς ευκολίας πρόσβασης στα μέσα παραγωγής) και τις ευκολίες τύπου "στήσε μια κάμερα, βρες πέντε ομιλούσες κεφαλές να τα λένε και κάμποσο αρχειακό υλικό και έξω από την πόρτα").
Ως αντι-παράδειγμα, υποδειγματικό ντοκυμαντέρ είναι το "Chris the Swiss" της ελβετίδας Anja Kofmel, στο οποίο η σκηνοθέτρια αναζητά τα κίνητρα (την πετριά καλύτερα) που ώθησαν τον μεγάλο της ξάδερφο της, τον παιδικό της ήρωα, τον δημοσιογράφο Christian Wurtenberg να πάει στο εμπόλεμο Ζάγκρεμπ στο ξέσπασμα του γιουγκοσλαβικού εμφυλίου, όπου δεν αρκέστηκε στο έργο του αλλά ανακατεύτηκε και με τα γιουγκοσλαβικά πίτουρα, κατετάγη σε μια ύποπτη παραστρατιωτική (διάβαζε ακροδεξιά-φασιστική) οργάνωση υπό την ηγεσία ενός αμφιλεγόμενου τυχοδιώκτη δημοσιογράφου, του διαβόητου Rozsa-Flores (κάτι σαν τον Συνταγματάρχη Kurtz του Κόνραντ) και στο τέλος το έφαγε το κεφάλι του. Για να συμπληρώσει ένα παζλ στο οποίο λείπουν τα περισσότερο κομμάτια, η Kofmel έχοντας στα χέρια της το ημερολόγιο του μακαρίτη, ακολουθεί τα χνάρια του, συναντά ανθρώπους που μπορεί να ήταν και οι δολοφόνοι του, εμπλουτίζει την ταινία και με ένα εξαιρετικό ασπρόμαυρο animation (στα χνάρια ενός "Persepolis" ή του "Βαλς με τον Μπασίρ"), προσπαθεί να καταλάβει, αλλά εύκολο δεν είναι να βγάλεις άκρη έτσι κι αλλιώς σε έναν από τους πιο βρώμικους πολέμους της σύγχρονης ιστορίας, δύο βήματα, 1-2 ώρες με το τραίνο από την καρδιά της "πολιτισμένης" Ευρώπης (θα είχε πάντως ενδιαφέρον αν ανέφερε και την μακραίωνη παράδοση που έχουν οι Ελβετοί στον μισθοφορικό πόλεμο -ναι, δεν έχουμε να κάνουμε μόνο με απλά φιλήσυχους κατασκευαστές κούκων και σοκολάτων- κατάλοιπο π.χ. αυτής είναι το γεγονός ότι Ελβετοί αποτελούν κατ' αποκλειστικότητα την μόνιμη φρουρά του Πάπα στην Ρώμη).
Μαζί με τα ντοκυμαντέρ πληθαίνουν γενικότερα και οι ταινίες οι οποίες αναζητούν έμπνευση από πραγματικά περιστατικά, και που μάλιστα το δηλώνουν κιόλας από την αρχή-αρχή, ίσως και σε μια προσπάθεια προσθετικής (αμφίβολης για μένα) βιωματικής αξίας, και ακόμη και αν λέγεται ότι το σινεμά απεικονίζει την ζωή (για άλλους προηγείται, αλλά ας μην ανοίξουμε ένα ακόμη άλυτο ζήτημα κότας και αυγού) δεν χρειάζεται όμως να καταλήγει και δέσμια μιας φαντασιακής πιστότητας.
Όπως στην ταινία "Der Läufer" ("Ο Δρομέας του Μεσονυκτίου") του Hannes Baumgartner, όπου μένουμε ...Ελβετία, στην Βέρνη συγκεκριμένα, και ο πρωταγωνιστής τρέχει-τρέχει-τρέχει, ουχί όμως σαν τον Βέγγο ή σαν την Λόλα, εδώ ο ήρωας ονόματι Jonas τρέχει-τρέχει-τρέχει όχι μόνο επειδή θέλει να νικήσει το χρονόμετρο και να κερδίσει αγώνες, αλλά τρέχει-τρέχει-τρέχει για να ξεφύγει από τους δαίμονες του, από τα παιδικά του τραύματα, από τον ίδιο του τον εαυτό. Λιτό το σενάριο το οποίο κουβαλάει στις ...αθλητικές του πλάτες ο καταπληκτικός Max Hubacher, ο οποίος ενσαρκώνει την ιστορία του αθλητή-δολοφόνου Mischa Ebner ιστορία του οποίου είχε κάνει πάταγο στην Ελβετία στις αρχές των 00s, και καταφέρνει να αναδείξει και μόνο με εκφράσεις προσώπου και βλέμματα την άβυσσο ενός ανθρώπου και την παρανοϊκή του κάθοδο σε μια σπείρα ολοένα κλιμακούμενης βίας.
Από την άλλη, η καυτή "πατάτα" των καιρών, το μεταναστευτικό-προσφυγικό ζήτημα που έχει ξεκουνήσει τον ευρωπαϊκό πολιτισμό από την αυτάρεσκη ηθική του ανωτερότητα και τον έχει εκθέσει έμπροσθεν ενός παρελθόντος το οποίο θεωρούσε ότι είχε ξορκίσει, δεν θα μπορούσε να μην επηρεάσει και την φιλμογραφική παραγωγή. Στα πλαίσια αυτά εντάσσεται και η ταινία της ισλανδέζας Ísold Uggadóttir "And Breathe Normally" ("Ανάσα Ελευθερίας") όπου οι ζωές μιας ελέγκτριας διαβατηρίων με μάλλον τσακισμένη προσωπική ζωή και μιας παράνομης μετανάστριας από την Γουινέα-Μπισάου διασταυρώνονται με απρόβλεπτες συνέπειες για αμφότερες. Έχει πολλά καλά η ταινία, δυο εξαιρετικές συμπρωταγωνίστριες (Kristín Thóra Haraldsdóttir και Babetida Sadjo), θαυμάσια φωτογραφία η οποία κάνει την γραφική κι εξωτική στο νου μας Ισλανδία μια σύγχρονη δυστοπία (κι ένα ακόμη απάνθρωπο όριο του Δυτικού Κόσμου, ακόμη κι εδώ στην άκρη της γεωγραφίας με την καθαρή παγωμένη ατμόσφαιρα), βαδίζει στις τροχιές του σινεμά του κοινωνικού ρεαλισμού που έθεσαν ο Ken Loach ή οι αδερφοί Dardenne, εν τούτοις χάνει αρκετά από την επιθυμία να κουβαλήσει πολλά "καρπούζια" (και ναρκωτικά και identity politics που είναι και της μόδας κλπ) αλλά και από μια δόση αν-αληθοφάνειας και αναπόδραστης φαίνεται happy end έλξης.
Χριτς, χρατς, κρατς, μιαμ μιαμ, χριτς, χρατς, γκλουπ (ναι, ακόμη!)
Τέτοια θέματα δεν έχει η ταινία του ιδιοσυγκρασιακού Christian Petzold (θυμάστε την "Barbara";), ο οποίος με μια κάπως εργαλειακή χρήση του παρελθόντος προσπαθεί να μιλήσει για το Σήμερα, για τους ανθρώπους που βρίσκονται σε μια αιωρούμενη και δραματικά αβέβαιη μεταβατική κατάσταση. "Transit" λέγεται άλλωστε το φιλμ, το οποίο βασίζεται σε ένα βιβλίο της Anna Seghers και μια ιστορία η οποία διαδραματίζεται στην Μασσαλία, στην ακόμη "ελεύθερη" γαλλική ζώνη, το 1942, κάτω από την σκιά των Γερμανών που έρχονται, με μια κινηματογραφική ...αδεία όμως, καθώς όλο το σκηνικό μεταφέρεται στο Σήμερα. Πρωτότυπη και έξυπνη η ιδέα, στην προσπάθεια προφανώς να καταδείξει πόσο λίγα πράγματα έχουν αλλάξει στα χρόνια που πέρασαν, εν τούτοις στην εφαρμογή ξενίζει, βγαίνει κάπως ακαδημαϊκά φορμαλιστική και ...αποστειρωμένη να πούμε, χάνοντας αρκετά σε συγκινησιακή δύναμη.
Ο Πόλεμος εκείνος φαίνεται ότι ρίχνει ακόμη και σήμερα βαριά την σκιά του, κι ας έχουν περάσει πια κοντά 80 χρόνια και οι επιζώντες-μάρτυρες λιγοστεύουν κάθε μέρα που περνά. Εν τούτοις η κληρονομιά του είναι πανταχού παρούσα, και είναι μια αστείρευτη δεξαμενή ιστοριών, όπως π.χ. για την σλοβακική ταινία του Martin Sulik "Ο διερμηνέας" ("Tlmocnik"), όπου ο γιος ενός δολοφονημένου από τους ναζί Εβραίου "ξεναγεί" τον γιο ενός παλιού SS αξιωματικού στα μέρη όπου ...μεγαλούργησε ο πατέρας του. Το δίδυμο ενσαρκώνουν στην οθόνη ο Peter Simonischek (ο μπαμπάς του αγαπητού στα μέρη μας Toni Erdmann) και ο σπουδαίος παλιός σκηνοθέτης Jiri Menzel, σε ένα road movie το οποίο παίζει με το διαχρονικό κινηματογραφικό κλισέ των αταίριαστα διαφορετικών χαρακτήρων, εισάγοντας έτσι κάμποσα κωμικά στοιχεία και μια τουριστική πινελιά στο εκ φύσεως βαρύ θέμα. Διαβάζω στο πρόγραμμα ότι η ταινία ήταν η επίσημη υποβολή της Σλοβακίας για τα Όσκαρ, κάτι που της δίνει και μια "καθεστωτική" καθαρότητα, και πράγματι, στο σκάλισμα του παρελθόντος ο σκηνοθέτης δεν λερώνει τα χέρια του στις μελανές σελίδες της εθνικής ιστορίας (που είναι και πολλές και λίαν βρώμικες), αρκείται στην πάντα εύκολη και ασφαλή καταγγελία των εγκλημάτων των Άλλων (και αυτά δεν ήταν λίγα, η Σλοβακία πέρασε από τις πιο σκληρές και βάναυσες κατοχές). Κρατώ σαν ενδιαφέρουσα την (ωστόσο προβλέψιμη) προσέγγιση στο θέμα κατά πόσον υπάρχει οικογενειακή ευθύνη και αν αυτή μεταβιβάζεται από τους γονείς στα παιδιά (για μένα μεταβιβάζεται αλλά ας μην το πιάσουμε τώρα εδώ).
Το παρελθόν και η χρήση του στην αναζήτηση για τις ρίζες των αιτιών του Σήμερα βρίσκεται στον πυρήνα και δύο ταινιών πιο ...κοντινών στα δικά μας, όπως το "Rojo" ("Κόκκινη έκλειψη") του Αργεντινού Benjamin Naishtat (κι αν κανείς ρωτάει, πόσες φορές δεν έχει χρησιμοποιηθεί η Αργεντινή σαν πρότυπο και σαν σκιάχτρο σε κατά βάση άτοπους και ανόητες ένθεν κακείθεν συγκρίσεις και αναλογίες;) και το "Anons" ("Το διάγγελμα") του Mahmut Fazil Coşkun. Με αρκετές (έως πολλές) νότες υπερρεαλισμού (όχι δεν θα πω μαγικού ρεαλισμού) το αργεντίνικο φιλμ με την ιστορία ενός ευυπόληπτου δικηγόρου -και κατ' επέκταση μιας ολόκληρης κοινωνίας- που έχει πολλά να κρύψει, το δε τούρκικο είναι ουσιαστικά ένα ανατολίτικο νουάρ, σκοτεινό και κλειστοφοβικό, μια παράξενη κωμικοτραγική σάτιρα (γράφουνε και έχουν δίκιο για τον Kaurismaki που συναντά τους Coen), τοποθετημένη χρονικά στα 1963, όπου ένα ακόμη πραξικόπημα γίνεται και μια ομάδα τεσσάρων αξιωματικών αναλαμβάνει να καταλάβει το Istanbul Radio και να κάνει την ανακοίνωση. Τα πράγματα εννοείται ότι δεν πάνε με βάση το συνωμοτικό πρόγραμμα, "δεν με ειδοποιήσατε ότι θα γίνει πραξικόπημα" λέει ο διευθυντής της ραδιοφωνίας σε μια γκροτέσκα σκηνή (και αλήθεια, τα πραξικοπήματα δεν έχουν και κάτι το εγγενώς γελοίο μέσα στην τους;), σε μια ταινία η οποία θα μπορούσε να έχει και εναλλακτικό τίτλο "This is Turkey" κατά το αμφιλεγόμενο βίντεο-κλιπ και τραγούδι (με αυτή τη σειρά) του Childish Gambino.
Και ο έρωτας; Που βρίσκεται ο έρωτας σε όλα αυτά; Δύσκολα τα πράγματα. Πόσο μάλλον όταν το αντικείμενο του πόθου είναι παντρεμένο. Προσπαθεί όμως και ανθεί παντού, ακόμη στους διαδρόμους ενός τεράστιου άχαρου σουπερ-μάρκετ κάπου άχαρη στην γερμανική επαρχία στο "In den Gängen" ("Στους Διαδρόμους") του Thomas Stuber. Καταπιεσμένες επιθυμίες ανάμεσα σε γάλατα και κατεψυγμένα, ένας έρωτας που μοιάζει σαν σανίδι σωτηρίας, σαν διέξοδος σε μια ζωή χωρίς προοπτική (υπόρρητα περνάει και το μεταπολεμικό τραύμα της DDR, με τις ουλές της ραφής να φαίνονται και να πονάνε ακόμη και σήμερα, 30 χρόνια μετά). Μια εκπληκτική αναπαράσταση των σωθικών ενός σουπερμάρκετ, των σύγχρονων ναών της κατανάλωσης (αξέχαστη η εναρκτήρια σκηνή με τις χορογραφημένες κινήσεις των κλαρκ υπό τους ήχους Στράους), μια τομή στον μικρόκοσμο των αόρατων ανθρώπων πίσω από τα καρτελάκια με τα ονόματα και "πως μπορώ να σας εξυπηρετήσω, σε ένα χαμηλών τόνων μεν φορτισμένο δε δράμα το οποίο δεν ξεσπά και δεν λυτρώνεται, αφήνοντας στο τέλος μια μάλλον πικρή γεύση. Μολαταύτα (ίσως και γι' αυτό) είναι η ωραιότερη ταινία που είδα στο φεστιβάλ, μαθαίνω δε ότι πήρε και βραβείο (του Σεναρίου και της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου).
Τα κυριότερα υπόλοιπα βραβεία, έτσι για την ιστορία (άλλωστε αναρωτιέμαι αν έχουν και καμιά ουσιαστική βαρύτητα και αντίκρισμα) ήταν:
Χρυσή Αθηνά Καλύτερης Ταινίας: «Οι Κληρονόμοι» του Marcelo Martinesi
Βραβείο Σκηνοθεσίας της Πόλης των Αθηνών: «Ληστεία στο Μουσείο» του Alonso Ruizpalacios,
Χρυσή Αθηνά Καλύτερου Ντοκιμαντέρ: «Μια Γυναίκα Αιχμάλωτη» της Bernadett Tuza-Ritter
Βραβείο Κοινού: «Ανάσα Ελευθερίας» της Ísold Uggadóttir
Χριτς, χρατς, κρατς, μιαμ μιαμ, χριτς, χρατς, γκλουπ
Σας έχουν σπάσει τα νεύρα με το χριτς χρατς; Δεν έχετε και άδικο. Είναι γαρ το μόνιμο soundtrack που παίζει στο υπόβαθρο κάθε ταινίας, σε κάθε στιγμή, είτε αστεία είτε αγωνιώδη είτε συγκινητική. Είναι ο τύπος μπροστά σας που προσπαθεί να ανοίξει το σακουλάκι με τα τσιπς, είναι η τύπισσα πίσω σας που μασουλάει σαν μηρυκαστικό (που επειδή τις έχω ζήσει, οι κατσικούλες είναι πολύ πιο διακριτικές και συμπαθητικές), κάπου πάντως θα βρίσκεται κάποιος που θα τρώει και θα τρώει, σαν σε σύνδρομο στέρησης. Ήθελα να 'ξερα από που ξεκίνησε τούτο το έθιμο με το ροκάνισμα στα σινεμά (υποπτεύομαι αμερικάνικο δάκτυλο).
Δεν είπαμε όμως όχι γκρίνια; Εντάξει... Και του χρόνου να 'μαστε καλά όπως και 'χει. Και να ξαναπούμε καλή όρεξη... εεε προβολή ήθελα να πω...