Το MiC στις Νύχτες Πρεμιέρας
Ήταν κάποτε μια μικρή και ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρεία... Ένα ντοκυμαντέρ για την ιστορία αυτής (και ίσως πολλών άλλων ακόμη)
Υπάρχει μια ενδιαφέρουσα ιστορία για το making of του ντοκυμαντέρ αυτού, η οποία μπορεί να φέρει πολλές συνειρμικές σκέψεις κι ένα βασικό δίδαγμα: ότι οι άνθρωποι δεν μαθαίνουμε ποτέ από τα λάθη των άλλων (ενίοτε και από τα δικά μας). Και τα ξανα-ματα-επαναλαμβάνουμε, με αξιοσημείωτη ...επιτυχία μερικές φορές.
Το ντοκυμαντέρ λοιπό αυτό για την ιστορία της θρυλικής για τον χώρο του industrial και του EBM εταιρείας Wax Trax! γυρίστηκε ...δύο φορές. Όπως διηγείται η κόρη ενός από τους ιδρυτές της, η Julia Nash, η οποία είναι και το μάτι πίσω από την κάμερα και το όλο εγχείρημα, "προσλάβαμε μερικούς βασικούς συνεργάτες (...) χωρίς όμως να κάνουμε τα σωστά συμβόλαια, κάποια στιγμή οι άνθρωποι αυτοί ζήτησαν παραπάνω λεφτά, και κράτησαν το υλικό ως ...όμηρο (...) Έτσι αναγκαστήκαμε να ξεκινήσουμε πάλι από την αρχή και να ξαναπάρουμε πάλι όλες τις συνεντεύξεις. Μετά οι παλιοί συνεργάτες μας έκαναν και ασφαλιστικά μέτρα από πάνω για να μην κυκλοφορήσει η ταινία ".
Κάπως έτσι λοιπόν, τραβώντας του λιναριού τα πάθη, βγήκε επιτέλους στην δημοσιότητα η ταινία αυτή. Άξιζε όλη την φασαρία αυτή (αφήνοντας στην άκρη το προσωπικό μιας κόρης που θέλει να κάνει έναν φόρο τιμής στον πατέρα); Κατά βάση, ναι. Επιτελεί τον στόχο του, είναι (έως και ασφυκτικά) γεμάτη από πληροφορίες και υλικό, έχει και τις απαραίτητες διάσημες "ομιλούσες κεφαλές", τον Steve Albini, τον Jello Biafra, τον Trent Reznor, δίνει και τον λόγο και στους υπαλλήλους που έζησαν από τα μέσα και από τα κάτω όλη την ιστορία, και φυσικά στους μουσικούς που αναδείχθηκαν μέσα από τους κόλπους του label, τους Ministry, τους Front 242, τους Front Line Assembly, τους My Life With the Thrill Kill Kult. Και άλλους πολλούς.
Σκέφτομαι όμως από την άλλη ότι δύσκολα θα συγκινούσε κάποιον μη-ρέκτη του είδους. Εκτός ίσως εάν πιανόταν από την προσωπική ιστορία των δύο ιδρυτών της εταιρείας, του Jim Nash και του συντρόφου του Dannie Flesher, ενός γκέι ζευγαριού που τόλμησε να ζήσει ανοιχτά τον έρωτά του στην δύσκολη Αμερική των 70s. Μια ιστορία η οποία απαθανατίζεται ομολογουμένως με έναν γνήσια αμερικάνικο υπερβολικό μελοδραματισμό (που πάντα μου μοιάζει κάπως ψεύτικος και επιδεικτικός, αλλά ας είναι). Και πιάνει το νήμα από τη στιγμή που γνωρίστηκαν οι δυο τους, που άνοιξαν μετά μαζί ένα δισκάδικο στο επαρχιακά αστικό Denver, ένα δισκάδικο το οποίο φιλοδοξούσε να έχει στα ράφια του και διαφορετικά πράγματα, πέρα από το mainstream της εποχής (όπου για το δηλώσουν εμφατικά αυτό, είχαν βάλει στην είσοδο του μαγαζιού έναν δίσκο με τον John ...Denver στο εξώφυλλο με δύο καρφίτσες στα μάτια του και "αίμα" να τρέχει). Και που μετά μετακομίζει στην μεγάλη πόλη, στο Σικάγο, εκεί γίνεται στέκι, επίκεντρο σκηνής, βγάζει την πρώτη κυκλοφορία από τοπικό σχήμα, την δεύτερη, την τρίτη, και μετά η ιστορία παίρνει τον δρόμο της, μέχρι το προδιαγεγραμμένο τέλος (τόσο της εταιρείας, όσο και των ιδίων, αμφότερους θα τους θερίσει το AIDS).
Βλέποντας την ταινία, και βυθισμένος στους σκληροπυρηνικούς τραχείς κιθαριστικούς και ηλεκτρονικούς ήχους της (αυτούς που ουσιαστικά έθεσαν τα θεμέλια και για τον crossover industrial ήχο ο οποίος θα κυριαρχούσε και εμπορικά μετέπειτα, στα 90s), ο νους μου έτρεχε μάλλον αλλού. Αναλογιζόμουν πόσες φορές δεν έχει επαναληφθεί η ίδια αυτή ιστορία, με παραλλαγές μεν, αλλά στον πυρήνα της πανομοιότυπη; Ένα μαγαζάκι (του ...τρόμου) στήνεται, με την ανάγκη του βιοπορισμού αλλά και κάτι παραπάνω από αυτή, υπάρχει αγάπη και μεράκι για την μουσική, και όνειρα, δεν αισθάνεσαι ένας απλός έμπορας με αριθμό μητρώου στο επιμελητήριο, κι ας πληρώνεις ίκα, σίκα και τα μύρια συμπαρομαρτούντα. Η δε αγάπη σου σχεδόν σε ωθεί να περάσεις στην επόμενη πίστα, δεν σου αρκεί να πουλάς δίσκους, θέλεις και να συμμετάσχεις στην διαδικασία με την οποία φτιάχνονται, η οποία σου φαντάζει μαγική και ρομαντική, άλλωστε τι ωραιότερο και ευγενέστερο από το να βοηθήσεις μουσικούς που τους πιστεύεις να ακουστούν λίγο παραέξω; Και ξεκινάς, και έχεις περισσότερο ενθουσιασμό παρά χρήματα, αλλά αυτό σου αρκεί σαν καύσιμο. Και βγάζεις τον πρώτο δίσκο, και τον κρατάς περήφανος σαν μωρό στο χέρι, μετά τον δεύτερο, τον τρίτο, και ο λόγος σου είναι συμβόλαιο, δεν θες να μπλέκεις και με δικηγόρους, σε αποτρέπει και η γνωστή λαϊκή ρήση, άλλωστε φίλοι είναι τα παιδιά, δεν είναι απλά και μόνο συνεργάτες. Και σιγά-σιγά, δίσκο το δίσκο φτιάχνεις ένα ονοματάκι στην πιάτσα, αρχίζει να σε αναζητάει κόσμος, μουσικοί φερέλπιδες και μη αποθέτουν demos με άλλα όνειρα στα χέρια σου. Ίσως μάλιστα και κάποια από τις κυκλοφορίες κάνει κι ένα μεγαλύτερο σουξέ, που μπορεί να σου φέρει κάμποσα έσοδα παραπάνω, αλλά που θα αυξήσει και τα έξοδα. Και οι απαιτήσεις ολοένα και θα μεγαλώνουν, οι μουσικοί θέλουν αυτό, θέλουν εκείνο, και παραγωγή και προώθηση και ότι άλλο δεν φαντάζεσαι, μαζί και το Κράτος που περιμένει στη γωνιά, όλα πρέπει να πληρωθούν σε ρευστό, τα έσοδα όμως είναι περισσότερο δυνητικά και φαντασιακά και "θα δούμε".
Και κάπου χάνεις την μπάλα ανάμεσα στα ταμεία, κι εκεί θα εμφανιστεί και το μεγαλύτερο ψάρι, η δισκογραφική η σωστή η οργανωμένη με τους δικηγόρους τους σωστούς, τους πρόστυχους, και φυσικά ο καλλιτέχνης που ανδρώθηκε μουσικά σε σένα, ο φίλος θα σε χτυπήσει στον ώμο, ξέρεις, σε καταλαβαίνω, αλλά, κι εγώ στενοχωριέμαι, αλλά... Και κάποια στιγμή μαζεύονται πολλά, κούραση, χρέη και αχαριστία, και μια μέρα, μπαϊλντίζεις, λες δεν πάνε να γ...ν όλοι και ρίχνεις τους τίτλους Τέλους.
Και ίσως μετά από μερικά χρόνια, μπορεί να έρθει κι ένας μερακλής σκηνοθέτης, να γυρίσει προς τιμήν σου ένα ντοκυμαντέρ, με λιβάνια και συγκίνηση και δάκρυα, με νοσταλγικές ελεγείες για τον ρομαντισμό μιας εποχής που έχει χαθεί, για τις μικρές ανεξάρτητες που είναι το ζωντανό κύτταρο της μουσικής, μπορεί να μιλήσουν και αυτοί που σου γύρισαν την πλάτη τότε (όπως το κάνουν στο εν λόγω φιλμ οι Front 242 ή ο Al Jourgensen, ο οποίος μάλιστα αφού μετακόμισε στην μεγάλη Sire/Warner, μετά παραπονιόταν στον Ian Mc Kaye για το πόσο χάλια περνάει εκεί, κι έτσι λέει γράφτηκε και το κομμάτι "I will refuse").
Αν πάντως είσαι ...τυχερός μπορεί και να έχεις αποδημήσει νωρίτερα...