Το Βιολί και ο Πλουτάρχου βίος παράλληλος
[El violin, Μεξικό 2006, 98'] του Francisco Vargas
Τα λαϊκά δράματα, οι άνθρωποι του μόχθου, οι καταπιεστές και οι επαναστάσεις ήταν πάντοτε δημοφιλή θέματα των απανταχού κινηματογραφιστών γιατί συγκινούν το ευρύ κοινό, αλλά και γιατί απαιτούν ιδιαίτερη μαεστρία στο χειρισμό ενός αρκετά μεγάλου πλήθους κομπάρσων. Η ταχεία και ευρεία αστικοποίηση πολλών δυτικών κοινωνιών έθεσε στο περιθώριο ή στο χρονοντούλαπο τέτοιου είδους ταινίες. Αφού μπουχτίσαμε αστικά δράματα κι οι ζωές μας έγιναν άσφαλτος και μπετόν αρμέ, αρχίσαμε δειλά-δειλά να επανεκτιμούμε τη μεξικάνικη περίοδο του Μπονιουέλ, την απλότητα και την αμεσότητα του ιρανικού σινεμά και τις πρωτόλειες κινηματογραφίες εξωτικών χωρών όπου οι Φιλιππίνες, η Ταϊλάνδη και η Σρι Λάνκα.
Βέβαια, το Μεξικό δεν είναι μια κινηματογραφικά υποβαθμισμένη χώρα. Έχει δυο τουλάχιστον πανεπιστήμια κινηματογράφου, έχει παράδοση, βρίσκεται δίπλα στο Χόλιγουντ κι έχει δυο τρία πολύ προχωρημένα φεστιβάλ για νέους δημιουργούς. Συγκρινόμενοι μαζί τους είμαστε πολύ πολύ πολύ πίσω, κυρίως όσον αφορά την παιδεία αλλά και ως προς τη διάθεση από την πλευρά των κρατούντων για νέα ανοίγματα. Απόδειξη ότι εισάγουμε και σαπουνόπερες ευρείας κατανάλωσης και προϊόντα πολιτισμού και υψηλής ποιότητας λαϊκά θεάματα που προάγουν παγκόσμιες αξίες και πανανθρώπινες ιδέες. Εμείς τι τους δίνουμε άραγε; Μα "εμείς" τους δώσαμε τα φώτα του αρχαίου μας πολιτισμού όπως και σε όλον τον υπόλοιπο κόσμο θα μου πείτε, "όταν αυτοί τρώγανε βαλανίδια".
Αρκετά όμως με τη γενικόλογη εισαγωγή. Το θέμα εδώ είναι μια ταπεινή και καταφρονεμένη δραματική και δραματοποιημένη ιστορία από τα χρόνια του λαϊκού ξεσηκωμού της δεκαετίας του '70. Ήρωας ένας ανάπηρος γηραιός βιολιστής ονόματι Πλούταρχος, ο οποίος δαμάζει με τη δύναμη της μουσικής τα θεριά του πολέμου και της βίας. Ο οποίος προσφέρει απλόχερα και μεγαλόθυμα την τέχνη και το χάρισμά του στην υπηρεσία των συνανθρώπων και των συχωριανών του. Ο οποίος σηκώνει το σταυρό του και ανεβοκατεβαίνει γολγοθάδες με μια ασυνήθιστη λάμψη στα μάτια, μέχρι τελικής πτώσεως που λέμε. Ο οποίος πέφτει και ξανασηκώνεται βρίσκοντας υπεράνθρωπο κουράγιο.
Κι όλ' αυτά σε μια πρώτη μεγάλου μήκους ταινία από κάποιον άγνωστο Φρανθίθσκο Βάργκας που ξεπετάχτηκε από το πουθενά. Εντάξει, τίποτε δεν είναι τυχαίο. Ο Don Angel Tavira που βαφτίζεται εδώ Πλούταρχος είναι ένας πραγματικός πλανόδιος cuauhtemoc ιθαγενής μουσικός. Ο Βάργκας τον επέλεξε αφού είχε κάνει ένα 50λεπτο ντοκιμαντέρ γι' αυτόν [Tierra caliente... Se mueren los que la mueven, 2004] και είχε εντυπωσιαστεί από τον τρόπο παιξίματος και την αύρα της προσωπικότητάς του. Αυτό το ίδιο ντοκιμαντέρ τον βοήθησε να πλησιάσει τα εκπληκτικά φυσικά τοπία της μεξικάνικης υπαίθρου, να τα αιχμαλωτίσει ασπρόμαυρα με το φακό του Martin Boege Pare και να τ' αφήσει να υποβάλλουν και να σαγηνεύσουν τα μάτια εκατομμυρίων θεατών σε όλη την υφήλιο; Πιθανόν.
Πώς του κατέβηκε η ιδέα αυτής της φαινομενικά ξεκάρφωτης πρώτης βίαιης σκηνής και η τελική της αιτιολόγηση μέσα από μια κλιμακούμενη πλοκή, μια αδιάκοπη υπερένταση και μια κορυφούμενη αγωνία; Κι αυτός ο λυρισμός, αυτή η ποίηση των εικόνων που συνοδεύουν ιδανικά τη θεσπέσια μουσική του μονόχειρα βιολιστή; Πώς βρήκε μια τόσο ιδιαίτερη ισορροπία και πώς κατάφερε αυτήν τη μαγική φυσικότητα και τον τέλειο συνδυασμό ερασιτεχνών και επαγγελματιών ηθοποιών; Αυτή η αίσθηση του χώματος, της γης, του ουρανού και του πανδαμάτορος ήλιου κι αυτά τα μεταφυσικά νοούμενα και υπονοούμενα πώς βρήκαν τρύπες και βλάστησαν τόσο ευφορικά σ' αυτόν τον "άνυδρο" κρανίου τόπο;
Τι οικονομία! Τι λιτότητα! Τι βλέμματα ματωμένα! Τι σοφές παραλογές! Τι δέος και τι πάθος! Με φόρα [όχι και τόση] από το προ-προηγούμενο 47ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.