Tony Gatlif, αλά μοντ
Ο Τονί Γκατλίφ (γεν. το 1948) είναι παθιασμένος και οργισμένος δημιουργός. Στις αρχές του '60, όπως και πολλοί συμπατριώτες του αλγερινοί, έρχεται να βρει την τύχη του στην αποικιοκρατική Γαλλία. Η κινηματογραφική του παιδεία ξεκινάει από το δημοτικό σχολείο όταν ένας δάσκαλος έφερνε στο μάθημα μια 16άρα μηχανή και τους έδειχνε Κάρολο Chaplin, Γιάννη Vigo, Γιάννη Renoir και Γιάννη Ford. Άφραγκος και πλάνητας φτάνει στο Παρίσι και τρυπώνει στις αίθουσες της συνοικίας των μεγάλων λεωφόρων για να κοιμηθεί στη ζεστασιά τους.
Ένα σούρουπο του 1966 πλησιάζει με θάρρος το ίνδαλμά του, τον σπουδαίο ηθοποιό Michel Simon, στο καμαρίνι του μετά το τέλος μιας παράστασης. Αυτός βλέπει τη λάμψη στα μάτια του και του δίνει ένα μπιλιετάκι που τον στέλνει να μαθητεύσει σε μια σχολή στο προάστιο Saint-Germain-en-Laye. Πέντε χρόνια μετά ο Tony βρίσκεται ηθοποιός σε ένα θεατρικό έργο του Edward Bond, μαζί με κάποιον άλλον αρχάριο συνάδελφο ονόματι Gerard Depardieu.
Το πρώτο του σενάριο, Οργισμένες Γροθιές, θα το κάνει ταινία [La rage au poing, 1975] ο βιετναμέζος Eric Le Hung. Στα γυρίσματα ο ηθοποιός Gatlif θέλει πια να γίνει σκηνοθέτης και γίνεται αυτόκλητα, με την ορμή και τη φόρα του πρωτόβγαλτου. Μετά από μια μικρού και δυο μεγαλυτέρου μήκους, ξυπνάει πια μέσα του το τσιγγάνικο αίμα και γυρίζει τα Corre Gitano και Canta Gitano [1981]. Ακολουθεί η διάσημη τσιγγάνικη τριλογία και η πορεία μέχρι και το Vengo [2000] για τα οποία μπορείτε να εντρυφήσετε εδώ.
Ενδιάμεσος σταθμός τα Παιδιά του Πελαργού [Je suis ne d'une cigogne, 1999] όπου αναμοχλεύονται ζητήματα καπιταλισμού, εθνικισμού, καταστολής και ελευθερίας. Στο Swing [2001] ένας πιτσιρικάς θέλει να μάθει τσιγγάνικη κιθάρα με το στιλ του Django Reinhardt. Ο Romain Duris [Gadjo Dilo, Je suis n? d'une cigogne] επιστρέφει με τους Εξόριστους [Exils, 2004] αλλά ντουετάρει με την Lubna Azabal κι όχι πια με την Rona Hartner. Οι Εξόριστοι του χαρίζουν το βραβείο σκηνοθεσίας στις Κάνες. Άλλο ένα τσιγγάνικο πανηγύρι στήνεται στην μακρινή Transylvania [2006] του Τσέπες με εξωτικές χορεύτριες τις Asia Argento και Amira Casar. Ο κύκλος κλείνει με το Korkoro [Liberte, 2009] και μια οικογένεια νομάδων αθίγγανων που περιπλανιέται στα σύνορα του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου.
Όπως διαπιστώνουμε το θέμα της μετανάστευσης δεν έπαψε ποτέ να τον απασχολεί. Αλλά και το θέμα της ανεργίας είναι τόσο παλιό που κρύβεται πίσω από την φιλία των Gaspard et Robinson [1990]. Συχνά πυκνά δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε τι είναι ντοκιμαντέρ και τι μυθοπλασία στις ιστορίες που αφηγείται ή παρακολουθεί. Κάπως έτσι αισθανόμαστε και σ' αυτό το ας πούμε "καταγραφικό οδοιπορικό" της "αχαρτογράφητης" αφρικάνας Μπέτι [Mamebetty Honore Diallo] που έρχεται ως λαθρομετανάστρια στην Ελλάδα αλλά εξιτάρεται και παρασέρνεται από το κύμα των Αγαναχτισμένων [Indignados, 2012] κάνοντας τουρνέ σε όλα τα κινήματα της μεσογειακής Ευρώπης.
Η χαλαρή αφηγηματική δομή, η κατακερματισμένη, σχεδόν ρεπορταζιακή, καταγραφή, η παράθεση τσιτάτων από το μανιφέστο "Αγανακτήστε!" [Indignez-vous!, 2010] του Stephane Hessel του και αποκαλούμενου "πρεσβευτή της ζωής", το αλαλούμ της Betty που αλλού πατά κι αλλού βρίσκεται... όλα αυτά αποπροσανατολίζουν εντέλει και αποδυναμώνουν το μήνυμα που χάνεται βυθιζόμενο σε μια ιδιόμορφη παραληρηματική φιέστα. Η δίνη των εικόνων διαλύει τις προθέσεις, το κίνημα Αγα.Πο. φαίνεται μοδάτο, τα μέσα αποκαθηλώνουν τελετουργικά τον σκοπό.
Αποσπασματικά διακρίνω τη σκηνή όπου απολαμβάνουμε ηδονοβλεπτικά ένα τσιγγάνικο φλαμένκο στο ρωμαϊκό αίθριο μιας αυλής. Και τη σκηνή του τέλους όπου το χτύπημα των λαμαρινών περίφραξης γίνεται ρυθμικό και παράγει μεταλλική μουσική υποδηλώνοντας την αλληλεγγύη, την ιδεολογική θωράκιση των διαδηλωτών και τη συνέχεια του αγώνα για κοινωνική δικαίωση.