Βάκχες του Ευριπίδη από το Εθνικό Θέατρο
στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου.
Μετάφραση: Κ.Χ. Μύρης
Σκηνοθεσία: Σωτήρης Χατζάκης
Σκηνικά: Γιώργος Πάτσας
Κοστούμια: Έρση Δρίνη
Μουσική: Σαββίνα Γιαννάτου
Χορογραφίες: Ομάδα χορού Sinequanon
Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος
Διανομή ρόλων:
Διόνυσος: Λάζαρος Γεωργακόπουλος
Τειρεσίας: Μανώλης Μαυροματάκης
Κάδμος: Θεμιστοκλής Πάνου
Πενθέας: Ιερώνυμος Καλετσάνος
Θεράπων: Δημήτρης Αγαρτζίδης
Άγγελος α΄: Μανώλης Σειραγάκης
Άγγελος β΄: Βασίλης Χαραλαμπόπουλος
Αγαύη: Λυδία Φωτοπούλου
Χορός:
Κορυφαία: Σαββίνα Γιαννάτου
Γεωργία Τσαγκαράκη, Ζαχαρούλα Οικονόμου, Κόρα Καρβούνη, Δέσποινα Αναστασόγλου, Χριστίνα Μαξούρη, Δήμητρα Σιγάλα, Δημητρα Λαρετζάκη, Ανδρομήχη Δαυλού, Δημήτρης Σωτηρίου, Ερμής Μαλκότσης, Κική Μπάκα, Έλενα Τοπαλίδου, Δέσποινα Δραμισιώτη, Σταυρούλα Σιάμου, Δημήτρης Αγαρζίδης, Μανώλης Σειραγάκης.
Οι Βάκχες γράφτηκαν από τον Ευριπίδη λίγο πριν το θάνατο του. Η τραγωδία όμως αυτή δεν παρουσιάστηκε στα Μεγάλα Διονύσια με τη δική του συμμετοχή αλλά μετά το θάνατο του, πιθανολογείται πως η συμμετοχή δόθηκε από το γιο του, τον Ευριπίδη το νεότερο, ο οποίος και απέσπασε το πρώτο βραβείο.
Το έργο διαδραματίζεται στη Θήβα. Ο Διόνυσος εγκαθίσταται στην πόλη αυτή, με σκοπό να τιμωρήσει τον Πενθέα (βασιλιά της Θήβας) για την απαγόρευση της λατρείας του που έχει κηρύξει και τη δίωξη των μαινάδων. Ο Διόνυσος εκμεταλλευόμενος τη δυαδικότητα της φύσης του θα παρασύρει τον Πενθέα να μεταμφιεστεί σε γυναίκα για να παρακολουθήσει την τελετουργία των Βακχών. Οι γυναίκες μαινάδες με ιέρεια τη μητέρα του Αγαύη βρισκόμενες σε κατάσταση έκστασης θα κατασπαράξουν τον Πενθέα νομίζοντας πως είναι λιοντάρι. Η Αγαύη, επιστρέφοντας στο παλάτι με το κεφάλι του Πενθέα, θα βρεθεί σε κατάσταση τρέλας, όταν θα σταματήσει να την κυριεύει η μανία της βακχείας και διαπιστώσει, πως κρατά στα χέρια της το κεφάλι του γιου της.
Οι Βάκχες κατά την κρίση μου, είναι το σημαντικότερο έργο από τις τραγωδίες του Ευριπίδη. Το ανέβασμα αυτής της τραγωδίας είναι σπάνιο, ίσως γιατί είναι το πιο θεοκρατικό έργο και είναι εκπληκτικά δύσκολο να κατανοηθεί σύμφωνα με τα σημερινά πολιτιστικά δεδομένα, παίρνοντας ως αναφορά την έννοια της θρησκείας που δίνουμε σήμερα. Πέρα από την αναφορά που κάνει σε ένα αρχέγονο θεό όπου φαίνεται τιμωρός απέναντι στην ύβρη του Πενθέα (πράγμα που μπορούμε να συναντήσουμε και σε άλλες τραγωδίες) είναι τιμωρός και ως προς τη γυναίκα που συμμετάσχει στην λατρεία του. Απόδειξη ότι την ωθεί να κατασπαράξει τον ίδιο της το γιο. Αυτές οι καταστάσεις "θεϊκής επαρσιακής παράνοιας" ασύλληπτες στον ανθρώπινο νου, σε συνδυασμό με παγανιστικές τελετές ωμοφαγίας, είναι δύσκολο να κατανοηθούν από το σημερινό θεατή και εξίσου δύσκολο να αναπαρασταθούν από το σημερινό υποκριτή.
Δεν θα μπω στον πειρασμό να κάνω δραματολογική ανάλυση, την αναφορά την παρεμβάλω, για να τονίσω την επιτυχή προσπάθεια του Σ. Χατζάκη να υποστηρίξει αυτόν τον "άθλο" και να σταθεί με ευσέβεια στο έργο του Ευριπίδη. Ανέδειξε και στήριξε με τελετουργικούς τρόπους τη βακχεία, κοιτώντας κατά πρόσωπο την υπερβολή που ξεχειλίζει στο έργο και αποφεύγοντας την συνηθισμένη παγίδα διάφορων πεσόντων σκηνοθετικών απόψεων να καλλωπίσουν τη βακχεία με τερτίπια αισθητικής εκμαίευσης, πράγμα περιττό μια και η "βακχεία" όπως και η "υπερβολή" έχουν από μόνα τους τη δική τους αισθητική.
Η σκηνοθετική καθοδήγηση έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στο χορό, ο οποίος και κατέπληξε μέσα από μία κίνηση αθέατου λόγου και ουσιαστικού ερμηνευτικού περιεχομένου. Δεμένα και εναρμονισμένα με την παράσταση τα οπτικοακουστικά μέσα που χρησιμοποιήθηκαν. Πολύτιμη η συμμετοχή της Σαββίνας Γιαννάτου στη μουσική και στους υποβλητικούς ήχους που εναρμονίζονται απόλυτα με την αρχέγονη θεολογία.
Εύστοχη η επιλογή των υποκριτών. Έκπληξη προκάλεσε η ερμηνεία του Βασίλη Χαραλαμπόπουλου, ο οποίος αφηγούμενος τα συμβάντα στον Κιθαιρώνα, χειρίσθηκε με περισσή απλότητα την μορφή του Αγγέλου. Η Λυδία Φωτοπούλου έδωσε μία ασυνήθιστη πλην όμως "νόμιμη" μορφή Αγαύης. Ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος ο οποίος έπεισε ως Διόνυσος αλλά και ως δυαδική υπόσταση παρουσιάζοντας ένα θεό άλλοτε θελκτικό και άλλοτε τιμωρό. Ο Θεμιστοκλής Πάνου, ο οποίος αναβίωσε την τραγικότατη φιγούρα του Κάδμου, μέσα από ένα εσωτερικό σπαραγμό απαλλαγμένο από διάφορα στοιχεία υπερβολής. Βέβαια δεν έλειψαν και στιγμές αμηχανίας από την ερμηνεία του Ιερώνυμου Καλετσάνου ο οποίος σε κάποια σημεία άφησε μετέωρο το ρόλο του Πενθέα κράζοντας ακατάσχετα με νευρωτικές κινήσεις, σε κάποια άλλα όμως κατάφερε να τον περισώσει...
Το σκηνικό του Γ. Πάτσα παρέπεμψε σε απόηχο Διονυσιακού θιάσου, από γιορτές που τελούνταν προς τιμήν του "οργιαστικού Διόνυσου" τα λεγόμενα "Λήναια". Άλλωστε η λέξη "ληναί" σημαίνει "Βάκχες".
Ούτε τεράστια σκηνικά ούτε ρεαλιστικές απεικονίσεις και αναφορές σε παλάτια του Πενθέα και διάφορες άλλες διακοσμητικές φλυαρίες, μόνο λειτουργικά εργαλεία υπήρχαν. Πάνω σε μία λευκή επιφάνεια, ήταν στερεωμένο όλο το σκηνικό αποτελούμενο από εκατοντάδες θύρσους, περιτυλιγμένους από φύλλα κισσού ως Διονυσιακό έμβλημα. Ημισφαιρικά δοχεία με νερό που χρησιμοποιούνται για την αναπαράσταση της αρχέγονης θεολογίας. Μέσα από το στοιχείο του νερού θα αναπαρασταθεί στην αρχή η γέννηση του Θεού Διόνυσου.
Επίτευγμα λοιπόν αποτέλεσε η παράσταση του Εθνικού, που ναι μεν υπήρχε η "άποψη" αλλά ήταν τόσο αρμονικά δεμένα όλα μεταξύ τους που δικαιολογούσαν μία παράσταση "ουσίας"!