Υφέρπων τρόμος για το καλοκαίρι του άστεως
Η εκπνοή του Ιουλίου, μία από τις δυσκολότερες φάσεις της χρονιάς, τα έχει όλα και δεν συμφέρει. Αποπνικτική ζέστη που κάνει την άσφαλτο να καίει, τζιτζίκια που τραγουδάνε με το λυκαυγές και δεν σ’ αφήνουν να κοιμηθείς (εμένα προσωπικά με νανουρίζουν, αλλά από όσο ξέρω, το ζήτημα εγείρει παλλαϊκή επανάσταση), διαολεμένη δουλειά, γιατί άλλο οι συνήθεις αστικοί ρυθμοί και άλλο ο αιωνίως ανεξήγητος στόχος να τελειώσουν όλοι τις δουλειές τους “πριν τις διακοπές”, λες και πατιέται stop στο κασετόφωνο της ύπαρξης. Δείτε λίγο καλύτερα ρε παιδιά, pause λέει το κουμπί.
Η εκπνοή του Ιουλίου είναι το τελευταίο μας σπριντ, πριν οι φωνές της τηλεόρασης των δίπλα δώσουν τη θέση τους στον υποσχόμενο ήχο του καραβιού που δένει στο λιμάνι. Η χειρότερη περίοδος να μην είσαι παραθεριστής, η καλύτερη να καταστρέψεις τη ραστώνη της πόλης με την αλάνθαστη συνταγή του Stephen King. Επινοώντας φανταστικούς τρόμους, για να ξεπεράσεις τους πραγματικούς.
Οι ταινίες που έχω διαλέξει έρχονται από πολύ παλιά, ανήκουν στο μέλλον και κάνουν ακριβώς αυτό. Ευφυή ψυχολογικά θρίλερ από τη δεκαετία του 1940 μέχρι τις αρχές των 1960s, πρωτοπόροι στην υφέρπουσα απειλή, που χειραγωγεί τη φαντασία πολύ περισσότερο από οτιδήποτε slasher ή gore, και όμως, δεν έχουν τύχει της προσοχής που τους αξίζει (πλην μίας – ορίστε, κλέβω κι από το δικό μου σκεπτικό ακόμα· τόσο δύσκολος μήνας αυτός ο παλιοϊούλιος). Τις είδα κι εγώ ξανά πρόσφατα, εξ ου και η ιδέα γι’ αυτό το κείμενο, γιατί τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με το χτίσιμο ενός νουάρ / γοτθικού / βικτωριανού / κλειστοφοβικού σασπένς που καταδυναστεύει και - ευτυχώς - νικά το καυτό καλοκαιρινό φως του άστεως.
(Σχεδόν τίποτα μάλλον, γιατί το ότι κατάφερα και έγραψα τρεις παραγράφους με θεματικό πυρήνα τον εξορκισμό της ιουλιανής εκπνοής χωρίς τη λέξη “Αύγουστος” μέσα, και χωρίς αυτό να είναι σκόπιμο, με τρομάζει οριακά περισσότερο).
Σημείωση: Κάποια βασικά στοιχεία σεναρίου εδώ κι εκεί αναφέρω είναι η αλήθεια, αλλά είμεθα πάντα spoiler free και απαρέγκλιτα υπέρ της εξής αρχής που υποστηρίζει και ο Roy στο IT Crowd (σίγουρα μία από τις αγαπημένες μου βρετανικές κωμικές σειρές): Προς όλους τους “ωραία ταινία, έχει και μια φοβερή ανατροπή στο τέλος” που πολλαπλασιάζεστε ανησυχητικά: Δεν θέλω να ξέρω καν πως η ταινία έχει ανατροπή. Γιατί θα κάθομαι να μαντεύω τι είναι. Μετράει για spoiler αυτό.
Θέλω να πω, δεν έχει τέτοια εδώ. Πιάστε ένα κουαντρό μία μπύρα και πλησιάστε άφοβα.
The Uninvited (1944)
Σκηνοθεσία: Lewis Allen
Από τις αγαπημένες ταινίες του Martin Scorsese και ο μπαμπάς όλων των κινηματογραφικών ιστοριών φαντασμάτων, το “The Uninvited” είναι μία από τις πρώτες χολιγουντιανές απόπειρες να τιμηθούν επιτέλους τα (έως τότε κατασυκοφαντημένα από την κάθε φάρσα και κωμωδία) αερικά ως αυθεντικά υπερφυσικά φαινόμενα που έχουν ανοιχτούς λογαριασμούς με τα εγκόσμια.
Δυο χρόνια πριν ξεσπάσει ο πόλεμος, ένας μουσικός με την αδερφή του εγκαταλείπουν το Λονδίνο για χάρη ενός αρχοντικού στις ειδυλλιακές (νομίζουν!) ακτές της Κορνουάλης, το οποίο αγοράζουν σε σκανδαλώδη τιμή οκαζιόν, διότι εννοείται ότι είναι στοιχειωμένο και δεν πατάει άνθρωπος. Το σενάριο πάντως, που βασίζεται στο μυθιστόρημα “Uneasy Freehold” της Dorothy Macardle, δεν είναι καθόλου αναμενόμενο και το αίσθημα του φόβου σε καταβάλει ύπουλα, μέσα σε ένα φαινομενικά γαλήνιο κλίμα ρομαντισμού και διακριτικού χιούμορ.
Η αλήθεια είναι πως ο τρόμος εδώ κρύβεται σε σημειακές, αλλά καίριες δημιουργικές παρεμβάσεις. Οι πόρτες που τρίζουν, τα χλωμά κεριά που τρεμοπαίζουν, οι ανεπαίσθητοι σχεδόν ψίθυροι μέσα στη νύχτα, τα παράθυρα που χτυπούν μανιασμένα από τον άνεμο, το χείλος του κοντινού γκρεμού που προσκαλεί στην καταστροφή, όλα υφαίνουν μια ατμόσφαιρα κινδύνου με υποβόσκουσα ένταση και ανατριχιαστική φυσικότητα. Ακόμα και το κλασικό μουσικό θέμα του Victor Young “Stella By Starlight”, που έχουν διασκευάσει μεγαθήρια της τζαζ, από τον Charlie Parker και τον Miles Davis μέχρι τον Art Blakey (για να αναφερθώ σε κάποιες προσωπικές αδυναμίες μόνο, γιατί είναι μακρύς ο κατάλογος), συμπυκνώνει γερές δόσεις μοχθηρίας κάτω από την φαινομενικά άκακη επιφάνεια ομορφιάς.
Σαν ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα, που αίφνης μαραίνονται από το άγγιγμα ενός κακόβουλου άυλου χεριού.
Dead Of Night (1945)
Σκηνοθεσία: Alberto Cavalcanti, Charles Crichton, Basil Dearden, Robert Hamer
Λίγες μέρες μετά την άνευ όρων παράδοση των Ιαπώνων στους Συμμάχους άνοιξε στο Λονδίνο μία συγκλονιστική, δαιμόνια έξυπνη και πρωτοποριακή ταινία τρόμου από τα θρυλικά Ealing Studios, σε μια περίοδο μάλιστα που το horror ιδίωμα υφίστατο εκτεταμένη λογοκρισία στη Βρετανία, τουλάχιστον καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου.
Μια αριστουργηματική ανθολογία τρόμου, μακράν η ωραιότερη που έχω δει, που παραμένει αξεπέραστη χάρη στο εκπληκτικό σενάριο και την α λα μπάμπουσκα αφήγηση, το ιδιοφυές μοντάζ και εν τέλει, το ότι το ταλέντο των δημιουργών ξεχειλίζει κάθε δευτερόλεπτο, το βλέπεις σε κάθε πλάνο.
Ένας αρχιτέκτονας βιώνει φρικτό déjà vu (deja rêvé μάλλον) σε μια εξοχική έπαυλη, όπου οι υπόλοιποι καλεσμένοι συνθέτουν το παζλ ενός ονείρου με εφιαλτική εξέλιξη. Οι επιμέρους βινιέτες – ιστορίες είναι ένα ταξίδι στο μεταφυσικό, ένα συνεχές φλερτ με τον θάνατο που σε κρατάει σε διαρκή ένταση, γιατί πραγματικά το κακό είναι εν δυνάμει παντού και δεν ξέρεις από πού να προφυλαχτείς (ο ορισμός του πέναλτ.. του καλού θρίλερ κυρία μου). Ο οδηγός της νεκροφόρας, το στοιχειωμένο παιδικό δωμάτιο, μια παρτίδα γκολφ με επιπτώσεις, ο καταραμένος καθρέφτης που απλώνει τον ζόφο σε ανησυχητικό βαθμό (εγώ για μια μέρα πάντως απέφευγα να κοιταχτώ στον δικό μου καλού κακού), ο εγγαστρίμυθος με την άτακτη κούκλα, βασανιστικές μαρτυρίες για τον φόβο του θνητού μπροστά στο ανεξήγητο, που υφολογικά κυμαίνονται από το κυριολεκτικά αστείο και το κωμικοτραγικό μέχρι το γνήσια τρομακτικό.
Οι αφηγήσεις είναι βγαλμένες από τις σελίδες συγγραφέων όπως ο H.G. Wells και ο E.F. Benson, αλλά και σεναριογράφων όπως ο Angus MacPhail (συνεργάτης του Hitchcock) και ο John Baines και δεν θέλω να τις χαρακτηρίσω ως ανατρεπτικές, πρωτοποριακές ή οτιδήποτε, γιατί αυτές οι λέξεις δεν επαρκούν για να περιγράψουν την γκραν γκινιόλ εμπειρία του “Dead Of Night”.
Θα πως μόνο ότι το σκεπτικό “μαζευόμαστε σε ένα ερημικό σπίτι / στο δάσος / γύρω από μια φωτιά και λέμε τρομακτικές ιστορίες” έχει τιμηθεί πολλές φορές στο σινεμά, αλλά ο τρόπος που συμβαίνει σε αυτή την ταινία είναι για ΣΕ-ΜΙ-ΝΑ-ΡΙ-Ο.
Rear Window (1954)
Σκηνοθεσία: Alfred Hitchcock
Αυτή είναι προφανώς η εξαίρεση στο σκεπτικό του παραγνωρισμένου σινεμά που ανέφερα νωρίτερα, γιατί ποιος δεν έχει δει τον “Σιωπηλό Μάρτυρα” εδώ που τα λέμε; (όλο και κάποιοι πλάκα πλάκα, εικάζω). Είναι όμως μια από τις πλέον αγαπημένες μου ταινίες και δεν μπορούσα να αντισταθώ. Είναι επίσης μοναδική ευκαιρία να δηλώσω εδώ πως, χωρίς να θέλω να πριονίσω τον σινε - θρόνο όπου έχουν εγκατασταθεί για τα καλά το “Ψυχώ” και τα “Πουλιά”, κατά τη γνώμη μου ο Χίτσκοκ μεγαλουργεί περισσότερο με τον υπαινιγμό παρά με την απεικόνιση του τρόμου. (Υπό την έννοια αυτή, ένα μίνι πριόνισμα στα “Πουλιά” θα το έριχνα τελικά).
Ο James Stewart είναι καθηλωμένος στην καρέκλα με σπασμένο πόδι, είναι καλοκαίρι, κάνει ζέστη, τα παράθυρα είναι ανοιχτά (δηλαδή πόσο πιο ταιριαστό για την περίσταση - αν εξαιρέσεις το σπασμένο πόδι βέβαια) και η καθημερινότητα των άλλων μέσα από τα κιάλια και τη φωτογραφική του μηχανή παρηγοριά (εντάξει, ίσως να μην ταυτιζόμαστε απόλυτα με τον Stewart τελικά). Η όμορφη χορεύτρια με το σουτιέν, ο πιανίστας, το νιόπαντρο ζευγάρι, οι κυρίες που κάνουν ηλιοθεραπεία, οι εικόνες ρουτίνας, αλλά και τα προβλήματα του έρωτα και της μοναξιάς είναι από ένα μικρό - μικρό κομμάτι στο παζλ - ψυχαναλυτικό βλέμμα του Χίτσκοκ στην οφθαλμολαγνεία. Ο ήρωας παρακολουθεί εμμονικά τις ζωές των γειτόνων για να αποφύγει την ενδοσκοπική ματιά στη δική του. Όταν του καρφώνεται η ιδέα πως ο πωλητής του απέναντι διαμερίσματος έχει σκοτώσει την γυναίκα του, δεν τον πιστεύει κανείς, όμως αυτός προσπαθεί να εξιχνιάσει αυτό που θεωρεί δολοφονία μαζί με την (εκ-θαμ-βω-τι-κή) Grace Kelly.
Εδώ έγκειται και το μεγαλείο της ταινίας. Χωρίς σκηνή φόνου, χωρίς αίμα, χωρίς το παραμικρό horror κλισέ, μέσα σε ένα ασφυκτικό πλάνο που ανοίγει μόνο στη θέαση των μικρών καρέ που συμβολίζουν τα παράθυρα του απέναντι κτηρίου, η ταινία σε βυθίζει στην αγωνία. Το σασπένς είναι αμείωτο και ενώ δεν είναι σίγουρο πως υπάρχει λόγος ανησυχίας, η απειλή είναι διάχυτη. Υφέρπων τρόμος σε ένα αδιανόητο διαχρονικό αριστούργημα, που μόνο ο Άλφρεντ Χίτσκοκ ξέρει να δώσει.
The Innocents (1961)
Σκηνοθεσία: Jack Clayton
Η Deborah Kerr είναι η νέα γκουβερνάντα της Flora και του Miles, δύο γλυκύτατων μικρών παιδιών που μένουν στην ονειρεμένη (και εννοείται απομονωμένη) έπαυλη δίπλα στη λίμνη στη βικτωριανή Αγγλία, αλλά έχουμε ένα θεματάκι, καθώς υποψιάζεται πως τα αδερφάκια και το σπίτι έχουν καταληφθεί από τα μοχθηρά φαντάσματα των προκατόχων. Ουπς.
Ο Jack Clayton δίνει ρεσιτάλ στη σκηνοθεσία με ένα εκπληκτικό σενάριο του Truman Capote, διασκευή στο “Στρίψιμο της Βίδας” του Henry James, σε μια κυριολεκτικά τρομακτική ταινία, με ασήκωτη gothic, doom ατμόσφαιρα, που δεν περιμένεις από παραγωγή του 1961. Μιλάμε για ασύλληπτη νταρκίλα.
Μορφές εμφανίζονται μέσα στη νύχτα και χάνονται σαν να λιώνουν στο σκοτάδι, μια μαυροφορεμένη γυναικεία φιγούρα στέκεται στη βροχή, στα άδεια δωμάτια ακούγονται φωνές, λυγμοί, ένα νανούρισμα που ανατριχιάζει, ένας άντρας με δόλιο βλέμμα προβάλλει ψηλά και μια παράξενη φωτογραφία βρίσκεται στη σοφίτα. Η νύχτα χάνεται στην ομίχλη και το κερί σβήνει. “It was only the wind, my dear” καθησυχάζει ο Miles. Που λέει ο λόγος καθησυχάζει, γιατί είπαμε ότι πίσω από το γαλήνιο βλέμμα των παιδιών, ίσως κρύβονται πνεύματα που ακόμα δεν έχουν ξεκινήσει για τον κόσμο των νεκρών.
Και αυτό είναι για μένα το πιο τρομακτικό στοιχείο της ταινίας. Καθ’ όλη τη διάρκειά της, ο Miles και η Flora έχουν τα αγγελικά πρόσωπα των παιδιών στο εξώφυλλο του αλφαβητάριου των 50s. Αθωότητα, αγαλλίαση και χριστιανική καλοσύνη μεν, αλλά σε ένα πλαίσιο ύπουλης ανοικειότητας. Δεν έχω ξαναδεί τόσο άρτια ισορροπία αγγέλου και δαίμονα στο σινεμά όσο στα μάτια του κοριτσιού που το τραγούδισμά του ανακατεύεται με το φύσημα του ανέμου, ή του καλοχτενισμένου αγοριού που ταϊζει τα πουλιά.
Το “The Innocents” είναι μια ταινία ανοιχτή σε ερμηνείες, που προκαλεί τη φαντασία ρίχνοντας ένα πέπλο διαστροφής παντού. Στο παλιό δωμάτιο με τα παιχνίδια, το κουνιστό αλογάκι, το μουσικό κουτί, τα παράθυρα δίπλα στη λίμνη, παντού, ακόμα και στα γέλια μικρών παιδιών μπορεί να κρύβεται το κακό. Do they ever return to possess the living?
Carnival Of Souls (1962)
Σκηνοθεσία: Herk Harvey
Στον καπιταλισμό (σας) ό,τι πληρώνεις παίρνεις βέβαια, αλλά να που καμιά φορά άμα έχεις τόσο ταλέντο που δεν ξέρεις πού να το βάλεις, φτιάχνεις κομψοτεχνήματα με το τίποτα. Τόσο πενιχρό ήταν το budget αυτής της ταινίας, που ο σκηνοθέτης έκανε τα γυρίσματα χωρίς να παίρνει τις κατά τόπους απαραίτητες άδειες. Παρόλα αυτά, έχει επηρεάσει ολόκληρο David Lynch και αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τη “Νύχτα Των Ζωντανών Νεκρών” του George Romero.
Η πρωτοεμφανιζόμενη Candace Hilligoss επιβιώνει ανέλπιστα από φρικτό αυτοκινητιστικό δυστύχημα, αλλά με την επαναφορά της στην καθημερινότητα αρχίζει να βιώνει ανησυχητική αποξένωση από το περιβάλλον της, βλέπει παράξενα οράματα και στοιχειώνεται από μια απόκοσμη ανδρική φιγούρα.
Μπορεί το concept της ακροβασίας ανάμεσα σε νεκρούς και ζωντανούς να μην συνιστά και απαύγασμα πρωτοτυπίας πια στο σινεμά, αλλά πρώτον τότε συνιστούσε και δεύτερον και μόνο ο τρόπος που κάνει hommage η ταινία στον βουβό γερμανικό εξπρεσιονισμό των 1920s, την τοποθετεί σε τελείως άλλη δημιουργική σφαίρα από οτιδήποτε αναμενόμενο. Η φωτογραφία είναι απλώς εκπληκτική, οι σκιές χορεύουν σχεδόν προσπαθώντας να καταλάβουν κάθε πλάνο και με τη χρήση του εκκλησιαστικού οργάνου χτίζεται μια ατμόσφαιρα μυστηρίου και απέραντης απελπισίας, χωρίς εφέ, φιοριτούρες και φλυαρίες.
Από τα πλάνα στο εγκαταλειμμένο καρουζέλ, τον έρημο δρόμο όπου η πρωταγωνίστρια οδηγεί τη νύχτα ακούγοντας στο ραδιόφωνο τον επιβλητικό ήχο του οργάνου, τα αποκρουστικά, βαμμένα πρόσωπα των άλλων, μέχρι τον τρόπο που οι σκιές διαγράφονται στο τρομαγμένο πρόσωπο και το φόρεμα της Hilligoss, το “Carnival Of Souls” είναι η επιτομή του ίδιου του τρόμου και ένα από τα πιο συγκλονιστικά θρίλερ που μπορεί να δει κανείς μια ζεστή καλοκαιρινή νύχτα.