17ο ΔΦΚ της Αθήνας - Νύχτες Πρεμιέρας
Ένας χρόνος πέρασε φίλε, και τι νέα; Τα ίδια... Ξανά στο υπόστεγο της Σταδίου με τη βροχή να σταλάζει υπομονετικά, την πρώτη ζακέτα στο χέρι. Είναι χρόνια φθινοπωρινή συνήθεια τούτο το φεστιβάλ, δεν την κόβεις κι ας σε ξενερώνει η συνεχής προβολή από τα κρατικά κανάλια (ναι το MEGA εννοώ). Νομίζω έχει πλέον φτάσει σε αυτό το μεταίχμιο όπου οι παλιοί υποστηρικτές, εκείνοι που το στήριξαν τα πρώτα δύσκολα χρόνια, έχουν πια κάνει βήματα πίσω μπροστά στις ορδές των όχι πάντα σχετικών νεοφερμένων. Αλλά και οι κακές συνήθειες δεν κόβονται εύκολα, καμία ταινία δεν πρέπει να άρχισε στην ώρα της, αν δε είχε και καλεσμένους η αναμονή έφτασε και μισάωρο. Θα μου πεις, τι γκρινιάζεις, όλα τα υπόλοιπα λειτουργούν τέλεια σε αυτό το μπ...ο που ζούμε, αυτό σε μάρανε; Και θα έχεις δίκιο. Α, νέο είναι ότι ο Καμίνης (ο δήμαρχος ντε) βγήκε για λίγο από το μούσκιο και χαιρέτησε την έναρξη. Να που γίνονται και θαύματα, χρειάζονται όμως κι άλλα, πιο δραστικά... Τώρα είναι βράδυ προχωρημένο, τελευταία προβολή. Μ' αρέσει ο ήχος του λάστιχου στη βροχή. Δίπλα, τα βενζινάδικα της Καρύτση είναι γεμάτα. Θα μπορούσε να είναι και 2005. Ή 2000. Ψευδαίσθηση. Το σινεμά είναι ψευδαίσθηση. Αυτό τον άχαρο Σεπτέμβρη, με την αίσθηση μιας μιζέριας η οποία ακόμη δεν έχει αποκαλύψει ολόκληρο της το πρόσωπο, ίσως μας χρειάζονται οι ψευδαισθήσεις. Φτου, πάλι δεν έχει ταξί...
- Killing Bono (Σκοτώνοντας τον Μπόνο) - Nick Hamm
Ξέρω πολλούς που θα ανασκιρτούσαν στο άκουσμα αυτού του τίτλου (εννοώντας προφανώς τον ...μουσικό του θάνατο, για να παραφράσω τον οπλαρχηγό της "ταξικής" αρμάδας Λυμπερόπουλο - αν και θα υπερθεμάτιζα ότι αυτός έχει ήδη επέλθει εδώ και πάρα πολλά χρόνια). Αλλά το θέμα μας δεν είναι ο Bono. Η παρουσία του στην ταινία άλλωστε είναι έμμεση μόνο, καθώς αποτελεί την κακιά δυσοίωνη σκιά η οποία πέφτει πάνω στις απόπειρες του παλιού του συμμαθητή Neil McCormick να γίνει ροκ σταρ. Οι δυο τους ακολουθούν πορείες αντιπαράλληλες, ο Paul Hewson κατακτάει στάδια και πλήθη τη στιγμή που και ακόμη και οι λίγες συναυλίες που καταφέρνει να κλείσει ο γκαντεμόσαυρος Neil πέφτουν πάνω στην ...επίσκεψη του Πάπα ή το Live Aid.
Καλό το δόλωμα, τσιμπήσαμε, και κόσμος πολύς μαζεύτηκε στο "Αττικόν", για να δει μια ταινία της ...πλάκας. Με την καλή και με την κακή έννοια. Έργο ανάλαφρο, που δεν το παίρνεις στα σοβαρά ακόμη κι όταν προσπαθεί να αγγίξει θέματα σοβαρά, με καλούς ηθοποιούς όμως (αξίζει να σημειώσουμε ότι είναι η τελευταία του συμπαθέστατου Pete Postlethwaite). Το δε γεγονός ότι στην ταινία οι Dire Straits εμφανίζονται να υπάρχουν το ...1976, εποχή κατά την οποία μπορεί να ήταν μόνο μια ιδέα στο κεφάλι του Knopfler, ας το αντιμετωπίσουμε καλοδιάθετα ως ένα ετεροχρονιστικό χιούμορ τύπου ..."Flintstones. Αξιοπιστία πάντως δεν προσθέτει...
Η ταινία βασίζεται στα απομνημονεύματα του ίδιου του Neil που εκδόθηκαν το 2003 με τίτλο "I was Bono's doppelganger" (δηλαδή, ήμουν ο σωσίας του Bono), ο οποίος Neil είναι σήμερα μουσικοκριτικός σε εφημερίδα (ποιος ακούει τώρα τους συνήθεις γραφικούς που υποστηρίζουν ότι οι κριτικοί είναι αποτυχημένοι δημιουργοί!). Αν μη τι άλλο κατάφερε να πουλήσει ευρηματικά την "αποτυχία" του. Τόσο μα τόσο αγγλοσαξονικό!
- Fix: Τhe Ministry Movie - Douglas Freel
Τώρα εγώ φταίω αν την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, μία εβδομάδα μετά την προβολή, η πρώτη εικόνα που μου έρχεται στο νου από το ντοκυμαντέρ προς τιμή του Al(i)en Jourgensen (δηλαδή των Ministry) είναι η σκηνή όπου ...βατεύει ένα άψητο ωμό κοτόπουλο; Δεν μ' αρέσει το στερεότυπο "μόνο για οπαδούς" αλλά νομίζω στο "Fix" βρίσκει την πλήρη του εφαρμογή...
Γυρισμένο ερασιτεχνικά χωρίς ιδιαίτερη έμπνευση, ακολουθεί την πεπατημένη τροχιά: εικόνες από λάιβ, καφρίλες από τα παρασκήνια, ο Al "σουτάρει", ο Al "σνιφάρει" (θυμάμαι σε μια παλιά κουβέντα με τον Καραμπεάζη λέγαμε ότι τα περισσότερα είδωλα μας είναι άνθρωποι τους οποίους πιθανότατα δεν θα θέλαμε με τίποτε να κάνουμε παρέα-ούτε σε ακτίνα 30 μέτρων). Και φυσικά οι αναπόφευκτες τιμητικές δηλώσεις συναδέλφων μουσικών. Αυτός πάντως που κλέβει την παράσταση είναι ο Trent Reznor, ο οποίος εμφανίζεται νουνεχής, ώριμος και κατασταλαγμένος, έχοντας ξεφύγει από τον εγκλωβισμό στη γραφικότητα και την εξυπηρέτηση ενός μύθου και μιας επιβεβλημένης εικόνας. Σε μετωπική αντίθεση δηλαδή με το τιμώμενο πρόσωπο του φιλμ...
Δεν ξέρω αν το ντοκυμαντέρ τελικά αδικεί ή δικαιώνει την όλη φάση, η οποία στην ακμή της έδωσε μια ώθηση και μια νέα αύρα στον μεταλλικό ήχο. Το δελτίο τύπου μας απειλεί με την "πιο τρομακτική μπάντα του πλανήτη" η οποία όμως συνάμα υπερηφανεύεται και για τις "6 υποψηφιότητες για Grammy". Έτσι για να μας υπενθυμίσει ότι αυτό το είδος industrial είναι εδώ και πολλά χρόνια αρμονικά ενταγμένο στο mainstream στις ΗΠΑ (και δεν το σημειώνω με αρνητική χροιά), ασχέτως εάν στα μέρη μας το εισάγουμε και το καταναλώνουμε ως underground.
Εν τω μεταξύ μαθαίνω ότι το συγκρότημα ήδη επανασυνδέθηκε επί σκηνής τον περασμένο Αύγουστο και επί ...δίσκω τον προσεχή Δεκέμβριο, παρά τις δηλώσεις ότι το "Cover up" θα ήταν ο αποχαιρετιστήριος δίσκος. Τελικά τέτοιου τύπου παρόλες έχουν την ίδια αξιοπιστία είτε σε λένε Jourgensen είτε ...Πλιάτσικα.
- The Ballad of Genesis and Lady Jaye - Mary Losier
Η ιστορία της ...Yoko και John του industrial; Lady Jaye και Genesis P-Orridge; Γιατί όχι, αν αρέσκεστε σε αναλογίες (οι οποίες τελειώνουν εδώ). Ο Genesis P-Orridge έχει πίσω του μια μακρά και ιλιγγιώδη διαδρομή. Από μικρός ανακατεύτηκε με τη μαγεία και τον αποκρυφισμό, έμπλεξε με τους beat, προκάλεσε με τη δράση της εικαστικής ομάδας COUM και τις βιομηχανικές ακρότητες των Throbbing Gristle ενώ με τους Psychic TV, το γνήσιο παιδί του, κάλυψε είδη φαινομενικά τόσο άσχετα μεταξύ τους όπως η folk ή το house.
Αυτή η πορεία διαγράφεται με αδρές γραμμές σε τούτο το ντοκυμαντέρ, του οποίου όμως ο σκοπός είναι σαφώς άλλος: η απαθανάτιση ενός έρωτα. Του έρωτα του Genesis και της Lady Jaye. Τις αρσενικές και θηλυκές μορφές των άρθρων μην τι πάρετε όμως τοις μετρητοίς! Γιατί ο έρωτας αυτός εκδηλώθηκε με έναν τρόπο ιδιόμορφο, γκροτέσκο ίσως και νοσηρό για κάποιους (σάμπως όμως κι ο έρωτας να μην είναι και αυτός μία νόσος από την οποία ελάχιστοι θέλουν να γιατρευτούν;). Έναν τρόπο ο οποίος ήθελε το ζευγάρι να πλησιάσει όχι με τον συνήθη τρόπο, αλλά με το να μοιάσουν (καλύτερα να μεταμορφωθούν) ο ένας στον άλλο, και να δημιουργήσουν το φανταστικό υπεράνω φύλων "πανδρόγυνο" (το οποίο απέκτησε και όνομα: Breyer P-Orridge). Όσοι είχαν βρεθεί στη συναυλία των PTV πριν από αρκετά χρόνια είχαν διαπιστώσει ιδίοις όμμασι με ποιο σιλικονούχο τρόπο πραγματοποιήθηκε αυτή η προσέγγιση.
Το ντοκυμαντέρ είναι εξόφθαλμα ερασιτεχνικό, κατά στιγμές κουραστικό και φλύαρο, με την ενοχλητική αίσθηση ότι σε τοποθετεί στη θέση της κλειδαρότρυπας. Παρολ' αυτά, κάπου εκεί στο τέλος, βλέποντας σε κουνημένα πλάνα από σπιτική βιντεοκάμερα, τους δυο τους να περπατούν χέρι-χέρι στο δρόμο όπως ένα οποιοδήποτε "μέσο" καθημερινό ζευγαράκι, να, εκεί δα, νιώθεις μια συγκίνηση... Και μια κατανόηση για αυτό το θαυμαστό-τρομερό πλάσμα που λέγεται άνθρωπος...
- Ανοιχτά Μικρόφωνα - Νίκος Σκαρέντζος
Έχω ένα θέμα με το πολιτικό τραγούδι, όσον αφορά κυρίως τον τρόπο προσέγγισης του (γενικά έχω ένα θέμα με τις μουσικές οι οποίες καθορίζονται από τη χρήση και τη στόχευσή τους). Εν προκειμένω, που βασίζεις την κριτική σου; Σε πολιτικά κριτήρια; Σε μουσικά; Και σε ποια παραχωρείς προτεραιότητα;
Το ντοκυμαντέρ του Νίκου Σκαρέντζου δεν αφήνει πάντως πολλά περιθώρια. Η οπτική του ιδίου αλλά και της πλειονότητας των σχημάτων που παρουσιάζονται είναι σαφής και ξεκάθαρη. Είμαστε εδώ για τα πούμε, είμαστε νέοι, αγανακτισμένοι, θυμωμένοι, φοβισμένοι, συγχωρέστε μας την έπαρση, δεν έχουμε δουλειά και το φως στο τούνελ που βλέπουμε είναι το τραίνο που έρχεται.
Μπορεί λοιπόν ο χώρος (αυτού!) του χιπ-χοπ να είναι επιθετικά περίκλειστος στον εαυτό του, αλλά καταφέρνει να αποτυπώσει μια ευρύτερη πολιτική πραγματικότητα την οποία βιώνει ο καθένας μας στο πετσί του είτε μπαίνει στο τρόλεϊ είτε στο καφενείο είτε κατεβαίνει στη διαδήλωση. Μια πολιτική πραγματικότητα, γλυκοπικρόξινη σαλάτα, μια ζαλιστική τρικυμία εν κρανίω, όπου αριστερές, αριστερίστικες, αναρχικές απόψεις μπολιάζονται με αγνές αν-αδόλφιες απόψεις, μηδενιστικούς αφορισμούς και συνωμοσιολογία λιακοπουλικής γραφικότητας (η οποία, ας το συνειδητοποιήσουμε, έχει πολύ μεγαλύτερη απήχηση απ' όση φανταζόμαστε!). Σύμπτωμα μιας εποχής ζαλισμένης, αμήχανης κι αποπροσανατολισμένης (και ...ψεκασμένης αν πιστέψουμε τον σκηνοθέτη).
Μέσα σε όλα αυτά η μουσική μοιάζει με πτωχή θεραπαινίδα, εξαναγκασμένη σε μια ...λευκή σχέση, έναν με το ζόρι επιβληθέντα αταίριαστο γάμο. Τα πατήματα του στίχου την αγνοούν παντελώς, χρησιμοποιώντας την ως μια πρόφαση για να "τα χώσουν" (λεκτικές βόμβες ή βεγγαλικά δυναμιτάκια του επιταφίου;). Οι λίγες εξαιρέσεις λάμπουν δια της ...παρουσίας τους όπως π.χ. ο Ραψωδός Φιλόλογος (για την ιστορία, παρελαύνουν μεταξύ άλλων οι Razastarr, Στίχοιμα, Νέα Τάξη Πραγμάτων, MC Yinka, και Αιρετικός.
Γενικά η ταινία έχει το ενδιαφέρον της, ειδικά αν δεν έχεις κάποια επαφή με αυτή τη σκηνή, αλλά χάνει πόντους στην οικονομία του χρόνου (από ένα σημείο και μετά επαναλαμβάνεται αφόρητα) και σε μια τηλεοπτική αντίληψη η οποία επιστρατεύει σχολιαστές από το mainstream καλάθι (Τσακνής, Νικολακοπούλου, Καραμπέτη, Πανούσης κ.α.) για να φέρουν στα μέτρα τους ένα νεανικό υπόγειο φαινόμενο το οποίο κατ' ουσία τους ξεπερνά.
- The trial (H δίκη) - Orson Welles
Οι δημιουργοί έχουν συχνά μια ιδιαίτερη άποψη για το έργο τους, η οποία τις περισσότερες φορές μάλιστα απέχει πολύ από εκείνη του κοινού. Ασφαλώς και κάτι θα ξέρουν παραπάνω, αλλά πιστεύω ότι το κίνητρο είναι μια ασυνείδητη τάση προστασίας και υπεράσπισης ενός "αδικημένου" δημιουργήματος. Δεν είναι λοιπόν περίεργο που ο Orson Welles αγνοεί τον "Πολίτη Κέιν", το ..."Sgt Pepper's" της κινηματογραφίας, την ταινία την οποία κάθε λίστα "οφείλει" να έχει στο Νο1 ως καλύτερη όλων των εποχών, και θεωρεί ως καλύτερη ταινία του τη "Δίκη". Μια ταινία η οποία δίχασε τους κριτικούς στην εποχή της (1962) και για χρόνια ήταν ένα αποπαίδι στη φιλμογραφία του Ουέλς (καθώς δεν καλυπτόταν από copyright) όντας διαθέσιμη μόνο σε ελεεινές DVD κόπιες.
Εμάς δεν μας πέφτει ιδιαίτερος λόγος, άλλωστε τέτοιες συγκριτικές λίστες τις θεωρώ περισσότερο διασκεδαστικές παρά ουσιαστικές. Αυτό που είναι το ουσιαστικό είναι ότι η "Δίκη" είναι μια εξαιρετική απόδοση της διαχρονικής παραβολής του Κάφκα, μια μοναδική μεταφορά στον κόσμο των εικόνων της αδυναμίας του "μικρού" ανθρώπου μπροστά στην επιβλητική απρόσωπη δικαιοσύνη (είναι νομίζετε τυχαίο είναι ότι τα μέγαρα δικαιοσύνης είναι έτσι φτιαγμένα ώστε ο άνθρωπος να φαίνεται όσο το δυνατόν μικρότερος μπροστά στην επιβολή του νόμου;)
Πολλοί συμβολισμοί, δυστοπική "κιαροσκούρο" φωτογραφία, υποβλητικά σκηνικά, γερμανικός εξπρεσιονισμός (μην ξεχνάμε ότι ο Κάφκα ήταν γερμανικής παιδείας), εξαιρετικοί ηθοποιοί (ο Anthony Perkins και η αδικημένη "πριγκίπισσα Σίσσυ" Romy Schneider) και 5 τελευταία λεπτά για ανθολογία. Κάποιες σεναριακές εκσυγχρονιστικές παρεμβάσεις δεν απομακρύνονται από το όλο πνεύμα της αλληγορίας, σε ένα φιλμ το οποίο, αν και όλοι γνωρίζουν το τέλος, βλέπεται με την ίδια ένταση και προσήλωση.
- Sykt Lykkelig (Happy Happy) - Anne Sewitsky
Happy, happy, αλλά το χρειάζεσαι το χάπι. Όχι για να ...αντέξεις την ταινία, αλλά την ανία και τις ατέλειωτες άξενες λευκές εκτάσεις. Ωραίο το ξύλινο σπιτάκι στην εξοχή αλλά πόσο να αντέξεις (η φύση είναι βαρετή για μας τα παιδιά της πόλης). Πόσο μάλλον εάν έχεις στερηθεί κιόλας το βασικό δικαίωμα στον οργασμό, παρόλο που έχεις δίπλα σου έναν δυναμικό άντρα ο οποίος είναι ικανός να βγαίνει για πολυήμερο κυνήγι ταράνδων, αλλά στο κρεβάτι αποδεικνύεται ...πάγος. Και όταν στο διπλανό σπιτάκι μετακομίζει το τέλειο ζευγάρι...
Στα αποσιωπητικά κρύβεται η συνέχεια της γλυκόπικρης αυτής δραματικής κωμωδίας (ή κωμικού δράματος, αν θέλετε, όπως και η ζωή η ίδια). Μπορείτε ασφαλώς να φανταστείτε ότι ο εξωτερικός παράγοντας θα αναστατώσει τη ρουτίνα της ζωής της ήσυχης νοικοκυράς Kaja, αλλά και ότι η ίδια τελειότητα δεν πρόκειται να μείνει αλώβητη (πολύ κλασικό μοτίβο αυτό στον κινηματογράφο). Η ιστορία διαδραματίζεται κάπου στην λευκή νορβηγική εξοχή, αν και θα μπορούσε άνετα να τη φανταστούμε σε μια ανιαρή κωμόπολη των μεσοδυτικών πολιτειών (άλλωστε το soundtrack περιλαμβάνει άφθονο ...παραδοσιακό νορβηγικό μπάντζο και τραγούδια του Howe Gelb). Ταινία φεστιβαλική, χαμηλών τόνων, δεν είναι για τις υψηλές κορυφές ούτε θα κάνει τα ταμεία να κουδουνίσουν χαρμόσυνα, αλλά βλέπεται ευχάριστα.
- El Bulli: Cooking in progress - Gereon Wetzel
Για να ξεκινήσω ανάποδα, τούτη η ταινία νομίζω ότι θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμη για πολλούς μουσικούς (και καλλιτέχνες γενικότερα). Ειδικά για όσους αβίαστα δηλώνουν "πειραματικοί". Θα βοηθούσε ίσως στη συνειδητοποίηση ότι "πειραματίζομαι" δεν σημαίνει ανακατεύω στην τύχη μπουκαλάκια με χρώματα, ότι ο πειραματισμός είναι μια διαδικασία η οποία απαιτεί στρατιωτική πειθαρχία, υπομονή και προσήλωση στον στόχο. Αλά αυτό είναι ένα θέμα που αξίζει ιδιαίτερης ανάπτυξης. Αλλού...
Τώρα λοιπόν που ξεφουσκώνουν σιγά-σιγά οι αφροί (όχι στην Ελλάδα, εδώ το κύμα έρχεται πάντα με υστέρηση), ίσως αυτό το ντοκυμαντέρ βοηθήσει να μπουν μερικά πράγματα στη θέση τους όσον αφορά τη "μοριακή γαστρονομία", για την οποία τόσες και τόσες κουταμάρες έχουν ειπωθεί. Αδόκιμος όρος κατά βάση. Γιατί έτσι κι αλλιώς τα πάντα στη μαγειρική είναι Χημεία, ακόμα και οι παραδοσιακές συνταγές της γιαγιάς. Έτσι όταν φτιάχνεις μαγιονέζα εκτελείς στην πράξη μια γαλακτωματοποίηση, όταν τσιγαρίζεις καραμελώνεις τα σάκχαρα, όταν σοτάρεις πραγματοποιείς τις περίφημες (και νοστιμότατες) αντιδράσεις Maillard. Τώρα το γιατί θεωρείται κακό να μαθαίνεις και να μελετάς τη χημεία η οποία κρύβεται πίσω από τα πιάτα και να χρησιμοποιείς τις εφαρμογές της, να πάτε να ρωτήσετε διάφορες κυριακάτικες αρθρογράφους οι οποίες θεωρούν ξιπασμένους τους αφρούς αλλά όχι το να μαγειρεύεις με το ...μονόπετρο και να τρως σε χρυσοκέντητα τραπεζομάντιλα.
Το El Bulli υπήρξε για χρόνια το μαγικό κάστρο του Ferran Adria, κάπου στην ακτή της Κόστα Μπράβα στην Καταλονία. Μια φωλιά των αισθητικών συγκινήσεων, ένας ναός στην τέχνη (ω ναι!) της γαστρονομίας, μια παιδική χαρά ανατροπών και αναδομήσεων (γιατί η τέχνη είναι κατά βάθος ένα παιχνίδι!). Το καλύτερο εστιατόριο του κόσμου σύμφωνα με τους ειδικούς.
Δεν τα κατάφερα ποτέ να βιώσω αυτή την εμπειρία, περισσότερο λόγω ταξιδιωτικής τεμπελίτιδας παρά γιατί τα 150 Ευρώ που κόστιζε το γεύμα φαίνονταν πολλά. Δεν θα τα λυπόμουν (κατ' αναλογία, αν αγαπάς πραγματικά την κλασική μουσική δεν θα λυπηθείς καθόλου να δώσεις και 200 Ευρώ για να βρεθείς π.χ. στην πρωτοχρονιάτικη συναυλία της Φιλαρμονικής της Βιέννης).
Έτσι το ντοκυμαντέρ του Γερμανού Gereon Wetzel κατά κάποιον τρόπο χρησιμεύει και ως ένα υποκατάστατο μιας χαμένης ευκαιρίας. Και τα καταφέρνει υιοθετώντας μια αντισυμβατική στάση, χωρίς αφήγηση και επεξηγήσεις, με μετρημένη χρήση μουσικής και λοιπών μέσων εντυπωσιασμού. Μια διεισδυτική υπομονετική (ίσως κουραστική για τον αμύητο ή αδιάφορο θεατή) ματιά στην πραγματικότητα μιας τολμηρής κουζίνας, μακριά από ..."mistress chef" και άλλες συναφείς μοδάτες φούσκες. Γιατί τελικά η πραγματικότητα (κι ας διαφωνεί η μετάφραση) δεν είναι reality...
- Δεμένη Κόκκινη Κλωστή - Κώστας Χαραλάμπους
"Δεμένη κόκκινη κλωστή". Δώσε κλότσο να γυρίσει, παραμύθι ν' αρχινήσει. Όπου παραμύθι είναι μια ιστορία από τον ελληνικό εμφύλιο, τοποθετημένη χρονικά το 1946, την εποχή της λευκής τρομοκρατίας, λίγο πριν από τις μοιραίες εκλογές. Αν αναφωνήσετε απελπισμένοι "όχι άλλο κάρβουνο", θα σας δώσω ένα δίκιο μιας που το θέμα του εμφυλίου (το ελληνικό Βιετνάμ;) έχει απασχολήσει πολλάκις (και ενίοτε ταλανίσει) τον ελληνικό κινηματογράφο. Να παρατηρήσω βέβαια ότι παρά την εξαντλητική αυτή πληθώρα, δεν υπάρχει μια αντίστοιχη ποικιλία στις απόψεις. Μία ταινία αποπειράθηκε κάποτε να εκφράσει τη δεξιά αφήγηση, η "Ελένη" του Γκατζογιάννη, και ξεσηκώθηκαν λαύρες αντι-διαδηλώσεις (διόλου περίεργο πάντως σε μια χώρα όπου ελευθερία έκφρασης σημαίνει ελευθερία ...συμφωνίας με την κατεστημένη άποψη). "Η ιδεολογία είναι ο θάνατος της σκέψης" όπως λέει και ο κορυφαίος κριτικός Harold Bloom.
Τι νέο λοιπόν έχει να κομίσει σε αυτόν τον συσσωρευμένο όγκο η ταινία του σχετικά φρέσκου στο κουρμπέτι Κώστα Χαραλάμπους (τούτη είναι η δεύτερή του); Πέρυσι η "Ψυχή βαθιά" του Βούλγαρη προσπάθησε να επιφέρει τον ιστορικό συμβιβασμό μέσα από το ιδεολόγημα ότι και τα δύο στρατόπεδα ήταν αθώα θύματα παρασυρμένα από τον "κακό" ξένο δάκτυλο, στην ταινία του Χαραλάμπους σε αντίθεση, οι δύο πλευρές συναγωνίζονται σε έναν αιματηρό κύκλο εκδίκησης και αντεκδίκησης ο οποίος υπερβαίνει τις πολιτικές διαφορές (ένα σωρό προσωπικές-κτηματικές-οικογενειακές διαφορές λύθηκαν εκείνη την εποχή με πρόσχημα την πολιτική), κάτι που φρονώ τον φέρνει και πιο κοντά στην πραγματικότητα των σκοτεινών εκείνων χρόνων. Μια βία τόσο ακραία και τόσο απεχθής κι αρρωστημένη ώστε το όποιο ηθικό πλεονέκτημα να εξανεμίζεται μέσα στη βαρβαρότητα των ίδιων των πράξεων.
Και η φύση να παρακολουθεί, σχεδόν αφόρητα πανέμορφη, σε πλήρη αντίστιξη με την περιρρέουσα ανθρώπινη ασχήμια. Η ταινία γυρίστηκε στα μέρη όπου διαδραματίστηκαν τα γεγονότα, εγκαταλελειμμένα χωριά-φαντάσματα τα οποία ακόμη και σήμερα φέρουν τα ίχνη της σύγκρουσης, γεγονός που προφανώς συμβάλει στην πιστότητα της ανάπλασης.
Φευ, όμως η σκηνοθεσία δεν αποφεύγει τις παγίδες και την πεπατημένη η οποία έχει κατοχυρωθεί στην ελληνική κινηματογραφία ως "ποιότητα". Τα χρώματα είναι σκούρα και μουντά, οι ήρωες (χωριάτες, μην ξεχνιόμαστε) μιλάνε στυλιζαρισμένα, αφύσικα και αργά (α ρε Αγγελόπουλε), στις δραματικές στιγμές κοιτάζονται σιωπηλοί (σαν να "βλέπω το Νησί στον εμφύλιο" όπως υπέκλεψα μια διπλανή συνομιλία).
Το σίγουρο πάντως είναι ότι θα προκαλέσει συζητήσεις. Μόνο εκείνη την (επερχόμενη) κριτική του Ριζοσπάστη φοβάμαι...
_____