Αναχωρήσεις
Ιαπωνία 2008, 130'
Ο θάνατος είναι δεμένος με πολλές προκαταλήψεις. Δεν τον δεχόμαστε ως μέρος της ζωής. Δεν πιστεύουμε καν ότι κάτι άλλο υπάρχει μετά απ' αυτόν. Αν το πιστεύαμε δε θα θρηνούσαμε αλλά θα χαιρόμασταν για λογαριασμό του εκλιπόντος [ίσως να κλαίμε για όλα όσα δεν προλάβαμε να πούμε/κάνουμε για τον άνθρωπό μας ενόσω ζούσε].
Ο νεκρός δεδικαίωται αλλά το κουφάρι του μοιάζει σιχαμερό, απόκοσμο [ίσως γιατί δε θα θέλαμε να είμαστε στη θέση του]. Το ψυχρό άψυχο σώμα προκαλεί φόβο και αποστροφή. Το ίδιο απορριπτέοι είναι κι όσοι ασχολούνται με τα της ταφής. Παρόλ' αυτά έχει στηθεί γύρω από το τελευταίο μας ταξίδι ένα απίστευτο εμπόριο και παραεμπόριο υπηρεσιών, ελπίδων και "υποχρεώσεων" έναντι του νεκρού.
Στην Ιαπωνία δεν είναι έτσι για όλους. Ο νεκρός συνήθως αποτεφρώνεται, ανεξαρτήτως θρησκείας. Το μόνο που "χαίρεται" είναι μερικά κεράκια, λίγο θυμίαμα και ο καλλωπισμός του πριν πάει στον κλίβανο. Έτσι, για να τον δουν όμορφο οι συγγενείς κι οι φίλοι και να τον θυμούνται ροδαλό όπως σε μια καλή του φωτογραφία [εδώ κάποτε φωτογραφίζονταν στην κηδεία όλοι μαζί με τον μακαρίτη και το φέρετρο, τώρα... από μακριά μην τυχόν και κολλήσουμε].
Κάπου εδώ ακουμπά και το σώμα αυτής της χαμηλότονης ταινίας. Ο νεαρός τσελίστας που μένει άνεργος μετά τη διάλυση της ορχήστρας στο Τόκιο, επιστρέφει στο άδειο πατρικό του και προσπαθεί να στεριώσει βρίσκοντας δουλειά που δε χρειάζεται κανένα προσόν ούτε συστάσεις. Πριν καλά-καλά καταλαβαίνει ότι οι "αναχωρήσεις" της αγγελίας δεν αναφέρονται σε τόπους αναψυχής αλλά σε τόπους χλοερούς, βρίσκεται βοηθός μακιγιέρ και περιποίησης αποθαμένων πλάι σε έναν επαγγελματία του είδους.
Το σοκ που τον περιμένουν είναι απανωτά αλλά σιγά-σιγά καταλαβαίνει τη σπουδαιότητα και τη σοβαρότητα του λειτουργήματος και αφοσιώνεται σε αυτό με πάθος, όπως όταν παίζει το αγαπημένο του τσέλο. Οι νεκροί "ζωντανεύουν" από τα έμπειρα πια δάκτυλά του, όπως ένα άψυχο όργανο αποκτά φωνή και συναισθήματα μέσα απ' το δικό του άγγιγμα.
Οι γύρω του [παλιοί γνώριμοι, η γυναίκα του αλλά και άγνωστοί του, ακόμη και οι συγγενείς του νεκρού, πριν δουν την τέχνη του] δε συμμερίζονται την οπτική του και την αναγκαιότητα σεβασμού της προετοιμασίας για την ύστατη αναχώρηση. Τον κοιτούν υποτιμητικά και τον δικαιώνουν [αν] κατόπιν τελετής, την οποία τελετή έχει ο εργοδότης του αναγάγει σε ανοιχτή ιεροτελεστία.
Ιδεοληψία και ταμπού δεν εξαντλούνται μόνο στο κυρίως θέμα και τον τίτλο της ταινίας. Οι σεξουαλικές, οι φυλετικές, οι ταξικές, οι εργασιακές, οι μαθησιακές, οι ρατσιστικές, οι τοπικιστικές, οι ηλικιακές και οι συγκινησιακές προκαταλήψεις υποβόσκουν σε διάφορα μικρά ή μεγάλα επεισόδια στον κύριο κορμό ή στο περιθώριο της αφήγησης. Κι όλα θίγονται με προσοχή και ταπεινότητα, χωρίς μελοδραματισμούς και φορτισμένες υπερβολές. [Η μόνη ίσως αμετροέπεια είναι η υπερβολική ομορφάδα των νεκρών πριν καν τους μακιγιάρει. Δε μοιάζουν ούτε άκαμπτοι ούτε καν ελαφρώς υποπράσινοι. Ίσως γιατί έτσι επιτυγχάνεται ταχύτερα η συμφιλίωση και η συναίνεσή μας].
Ακόμη και οι εκτροχιασμοί είναι καλλιτεχνικά ενορχηστρωμένοι και υπηρετούν το πνεύμα και το μετείκασμα, χωρίς να οδηγούν ντε και καλά σε κάποιο ηθικό δίδαγμα. Η μουσική του Joe Hisaishi ισορροπεί έξοχα ανάμεσα στο πιάνο και στο τσέλο και υπηρετεί το ίδιο πιστά τη ροή των εικόνων και ιδιαίτερα τις στιγμές που ο απογοητευμένος και επαναγοητευμένος τσελίστας θέλει να ξεφύγει από τον ασφυκτικό κλοιό των εφήμερων πραγμάτων γύρω του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η σκηνή που παίζει το τσέλο του εμπρός στα ρέοντα ύδατα [τα πάντα ρει] με φόντο το αιώνιο χιονισμένο Φουτζιγιάμα πίσω του.