Κεν Λόουτς: ο υπέρμαχος της ανθρωπιάς
Οι καλύτερες ταινίες του Ken Loach είναι σκληροπυρηνικά, κοινωνικά συνειδητά πορτραίτα των χαμηλών και μεσαίων τάξεων της Βρετανίας. Όμως αυτό που τον καθιστά αξιέπαινο και διεθνώς σεβαστό δεν είναι μόνο η πολιτική του ορθότητα και εντιμότητα, ακόμα κι αν η άνοδός του είναι απότομη και συμπίπτει με τη δύση των Τόρις. Ουσιαστικά έχει επηρεάσει όλους τους σύγχρονους βρετανούς σκηνοθέτες μένοντας πιστός στις ρίζες, συνδυάζοντας την άριστη τεχνική κατάρτιση με τη μαεστρία των θεατρικών παραστάσεων και μένοντας σταθερός στα πολιτικά του πιστεύω, ειδικά κατά την θατσερική δεκαετία του '80, όταν "τα ποντίκια βγήκαν στην επιφάνεια" όπως έχει πει χαρακτηριστικά ο ίδιος.
Οι New York Times πριν από χρόνια είχαν δημοσιεύσει ένα άρθρο με τίτλο "Αν δεν μπορείτε να ξεχωρίσετε τον Figgis απ' τον Newell". Παρουσίασαν εκεί σύντομα πορτραίτα βρετανών και ιρλανδών σκηνοθετών των οποίων "τα βιογραφικά στοιχεία παραμένουν συγκεχυμένα". Μεταξύ αυτών ήταν και ο Ken Loach. Συγκεχυμένος ο δημιουργός των κοινωνικοπολιτικών δραμάτων μιας εργατικής τάξης που τρίζει τα δόντια της; Αιχμηρός, ντόμπρος, στριγκός, προοδευτικός, μαχητικός, ουμανιστής, ντοκιμαντερικός, αριστερός, αντιθατσερικός, ίσως... αλλά συγκεχυμένος με τίποτε. Ούτε κατά διάνοια.
Ο Kenneth Loach γεννήθηκε στις 17 Ιουνίου 1936 στο Nuneaton της Αγγλίας. Σπούδασε νομικά και ηθοποιία στην Οξφόρδη, πριν παρακολουθήσει τα μαθήματα σκηνοθεσίας του BBC. Ξεκίνησε μια σκηνοθετική καριέρα στο μεγάλο κρατικό κανάλι πριν ακόμη κλείσει τα είκοσι. Το 1965 κέρδισε τον τίτλο του τηλεοπτικού σκηνοθέτη της χρονιάς και η τηλεταινία "Cathy Come Home" τον φόρτωσε με βραβεία. Τότε είναι που αρχίζει τη συνεργασία του με τον παραγωγό Tony Garnett σε μια σειρά πρωτότυπων 75-λεπτων τηλεταινιών. Καθορίζοντας εξ αρχής το στίγμα του, τα έργα αυτά ήταν συνήθως κοινωνικά δράματα, όπου συχνά πειραματίζεται σε μια μικτή τεχνική μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ. Οι επιτυχίες του διδύμου οδηγούν στο σχηματισμό της δικής τους εταιρίας παραγωγής, της Kestrel Films Ltd.
Η καυστική του εντιμότητα και η ανηλεής διερεύνηση πολιτικών θεμάτων συμπληρώνονται με το αυξανόμενο ενδιαφέρον του για την ψυχολογία των ηρώων. Με τηλεδράματα σαν την ιστορία ενός σχιζοφρενούς κοριτσιού "In Two Minds" και το προαναφερθέν βραβευμένο "Κάθι γύρνα σπίτι", ο Loach κάνει μια αποφασιστική ακτιβίστικη προσέγγιση στην κατασκευή ταινιών, χωρίς να αναπτύσσει κάποια συγκεκριμένη πολεμική. Πέρα από τον προφανή κίνδυνο να θεωρηθεί ακραίος (όπως οι Oliver Stone και Spike Lee), υποστηρίζει ιδέες που βρίσκονται αριστερότερα του ασφαλούς φιλελευθερισμού, μια νοοτροπία που δεν είναι η πλέον ενδεδειγμένη για να πετύχει κάποιος στο σινεμά ή στην τηλεόραση.
Το πρώτο θεατρικό του έργο, το "Poor Cow" (1968), βρήκε κάποιους θαυμαστές, αν και ο ίδιος δε συγκαταλέγεται σ' αυτούς. Εστιάζοντας τις ρομαντικές περιπλοκές μιας τριμελούς οικογένειας της εργατικής τάξης, αυτοκατηγορήθηκε ότι "έκανε όσα πιο πολλά λάθη μπορούσε να κάνει", επιλέγοντας λάθος παραγωγό, χρησιμοποιώντας "συνεργάτες παροπλισμένους" και "αφήνοντας τους ηθοποιούς να κάνουν ότι θέλουν". Η ταινία δεν ήταν καταστροφική, όπως πιστεύει ο Loach, κυρίως γιατί στηρίχτηκε στις στιβαρές ερμηνείες της Carol White και του Terence Stamp αλλά και στο γλυκό, χαρούμενο μουσικό θέμα του Donovan. Τρεις δεκαετίες (και βάλε) αργότερα ο Στίβεν Σόντερμπεργκ θα χρησιμοποιήσει υλικό από την ταινία για να κάνει το αριστουργηματικό νέο-νουάρ "The Limey".
Η αξία του σωστού παραγωγού και των καταλλήλων συνεργατών φάνηκε στην πρώτη παραγωγή της Kestrel, την "Kes" (1970), που έβαλε αμέσως τους δημιουργούς της στον παγκόσμιο κινηματογραφικό χάρτη. Ένας από τους πολλούς θαυμαστές της είναι ο Κριστόφ Κισλόφσκι (καλή του ώρα), που χρεώνει τον Loach με την ικανότητα "να δραπετεύει από τον υπαρκτό ρεαλισμό", κάτι που συμβαίνει "μία στις 10.000 φορές". Στο αυτοβιογραφικό του βιβλίο "Ο Kieslowski για τον Kieslowski", ο πολωνός δημιουργός λέει για την "Kes": "Πάντα πίστευα ότι ποτέ δε θα κατάφερνα να κάνω κάτι τέτοιο στη ζωή μου... όχι εξαιτίας χρημάτων ή επειδή δεν διέθετα φαντασία, εξυπνάδα... ταλέντο... Ποτέ δε θέλησα να είμαι βοηθός κάποιου αλλά... αν ποτέ... μου το ζητούσε ο Ken Loach, ευχαρίστως θα του έκανα καφέ... ώστε να βλέπω από κοντά πώς δουλεύει. Το ίδιο θα μπορούσα να κάνω για τον Welles, τον Fellini και μερικές φορές για τον Bergman".
Μετά το τηλεοπτικό έργο "In Black and White" (1970), άλλη μια παραγωγή που δεν τον αντιπροσωπεύει επάξια όπως λέει ο ίδιος, ο Loach κάνει τον δεύτερο κινηματογραφικό του σταθμό στα 1972, το "Family Life", και πάλι σε συνεργασία με τον Garnett. Εμπνευσμένη από την προαναφερθείσα παραγωγή του David Mercer "In Two Minds" (που είχε ανεβάσει για το θέατρο της Τετάρτης του BBC), η "Οικογενειακή ζωή" είναι μια ισχυρά συναισθηματική διείσδυση στις κοινωνικές ρίζες της τρέλας ενός νεαρού κοριτσιού. Ανάμεσα στις πολλές αρετές της, η ηθοποιός Sandy Ratcliffe δίνει μια αξέχαστη ερμηνεία ως μπερδεμένη νέα, παγιδευμένη ασφυκτικά σε μια δυσαρμονική οικογένεια, ώστε το μελαγχολικό αυτό δράμα να παραμείνει ως ένα σημείο αναφοράς για μια ολόκληρη γενιά σκηνοθετών. Η ντοκιμαντερίστικη αλήθεια και αυθεντικότητα της ταινίας την έκαναν γνωστή στους επαγγελματίες ψυχολόγους, με αποτέλεσμα η video έκδοσή της ν' αποτελέσει ένα πολύτιμο διδακτικό βοήθημα.
Τα επόμενα τέσσερα φιλμ του Loach αποτελούν τη μέση περίοδό του, έχοντας ως κοινό χαρακτηριστικό την ασταμάτητη έρευνά του για ανεύρεση χρημάτων. Το "Black Jack" (1979), κέρδισε το βραβείο κριτικών στις Κάνες και την καθολική αποδοχή τους, αλλά παρόλ' αυτά βρίσκεται κι αυτή χαμηλά στην προσωπική του λίστα. Μοιάζει πιο πολύ ικανοποιημένος με το "Looks and Smiles" (1981), ένα αστικό δράμα όπου οι νέοι ήρωες έρχονται αντιμέτωποι με τα αδιέξοδα της ζωής. Η ταινία (όπως και οι άλλες τρεις της περιόδου) είναι ασπρόμαυρα φωτογραφημένη από τον Chris Menges. Σ' αυτόν οφείλεται ο λυρισμός και η ισχυρή δραματικότητά τους, καθώς και η πορεία της τέχνης του Loach και της Kestrel. Το "Fatherland" (1986) απορρίπτεται από τον ίδιο, γιατί "θάπρεπε νάχε γίνει καλύτερα". Δίστασε ν' ανακατευτεί με την πολιτική ανατολής-δύσης και φοβήθηκε ότι η περίπλοκη αφήγηση "δεν θα λειτουργούσε" στην τελική φόρμα, ένας φόβος που "επιβεβαιώθηκε" όπως λέει.
Η "Μυστική ατζέντα" (Hidden Agenda, 1990) ήταν κάτι παραπάνω από ένα παραδοσιακό θρίλερ και αποδείχθηκε η καθοριστική ταινία του σκηνοθέτη, αφού με αυτό το καυστικό δράμα με θέμα τον IRA, κέρδισε το βραβείο της κριτικής επιτροπής των Κανών και ταυτόχρονα μία νέα γενιά θεατών. Μια καυτή αστυνομική ιστορία κινηματογραφημένη στους δρόμους της Βόρειας Ιρλανδίας, με σπουδαίες ερμηνείες από τους Bryan Cox, Brad Dourif, Frances Mc Dormand και Mai Zetterling. Σε πολλούς μικρούς ρόλους συμμετέχουν κάτοικοι του Μπέλφαστ. Η ταινία προκάλεσε τεράστιο σάλο στην γηραιά αλβιόνα για τους υπαινιγμούς που αφήνει για την άνοδο της Θάτσερ στην εξουσία.
Με το "Riff-Raff" στα 1991, ο Loach εγκαινιάζει την πιο ώριμη και αποδοτική περίοδο της καριέρας του. Η ταινία που κέρδισε το βραβείο καλύτερης ευρωπαϊκής δημιουργίας της χρονιάς, είναι μια βραχνή, ζωντανή σπουδή στη ζωή μιας ομάδας εργατών που αρνούνται τα δικαιώματά τους. Όσο μεγαλώνει η οργή της εργατιάς τόσο αυτοί αποβάλλουν τους φόβους τους και στο τέλος στασιάζουν. Το φιλμ επαναπροσδιορίζει τους δεσμούς του σκηνοθέτη με την εργατική τάξη της χώρας και διακηρύσσει ότι οι πολιτικές του πεποιθήσεις δεν αμβλύνθηκαν ούτε θόλωσαν, απλώς ωρίμασαν με την πάροδο του χρόνου. Κάπου εδώ ανατέλλει και το άστρο του Ρόμπερτ Κάρλαϊλ.
Το 1993 κερδίζει το μεγάλο βραβείο της επιτροπής του φεστιβάλ Κανών με την ταινία "Βροχή από πέτρες" (Raining Stones), ένα πραγματικό παραβολικό αριστούργημα. Περιγράφει τους αγώνες ενός άνεργου πατέρα που κάνει το παν για να εξασφαλίσει το φόρεμα της πρώτης μετάληψης στην κορούλα του. Η ιστορία αναπτύσσεται με απλότητα και λεπτότητα τέτοια που μόνο στον De Sica ξανασυναντήσαμε. Ο ήρωας εμφανίζεται άτυχος και αποτυχημένος (η ατυχία του χαρίζει γέλιο και δάκρυ). Όμως παρά τη δύσκολη θέση του, η μοίρα του δεν είναι γραμμένη. Γι' αυτό και παλεύει με νύχια και με δόντια ως την τελική ανατροπή της. Η δύναμη του χαρακτήρα του είναι απίστευτη και εύκολα μεταγγίζεται στους θεατές, όταν αυτός κατορθώνει να ελίσσεται εκεί όπου δεν υπάρχει χώρος. Η εργατική τάξη μοιάζει να παίρνει τη ρεβάνς από την κάστα που την εκμεταλλεύεται και την απομυζά.
Το "Ladybird, Ladybird" (1994), που κέρδισε ένα βραβείο στο Βερολίνο, είναι το εξαίσιο μελαγχολικό ταίρι του λιγότερο τραγικού "Raining Stones". Μια σκληρή και άκαμπτη απεικόνιση συζυγικής κακοποίησης και μοναχικής μητρότητας, δηλώνει την επιστροφή του Loach σε μια δραματουργική που σου σφίγγει το στομάχι, όπως μας είχε προαναγγείλει στο "Family Life" πριν από 22 χρόνια. Μια γυναίκα επιμένει να γεννάει παιδιά και ν' αντιστέκεται σ' ένα αρτηριοσκληρωτικό σύστημα που θέλει σώνει και καλά να της τα στερεί. Η 'κρατική μέριμνα' όμως δεν μπορεί να σταματήσει το ρυθμό της ζωής, ούτε να φιμώσει το ισχυρό μητρικό φίλτρο της ηρωίδας. Η Crissy Rock δίνει ένα ρεσιτάλ ερμηνείας που υπερβαίνει κατά πολύ ότι ανάλογο έχουμε δει μέχρι σήμερα. Η μαεστρία του σκηνοθέτη εξαργυρώνεται και πάλι στην απλότητα και την τρομακτική αλήθεια του θέματος. Η τηλεοπτική του εμπειρία του επιτρέπει να βαδίζει άνετα σε τεντωμένο σχοινί χωρίς ούτε τον παραμικρό κλυδωνισμό.
Στα μέσα της δεκαετίας του '90 ο Ken Loach παραμένει ο "πιο κρυφός σκηνοθέτης της Βρετανίας", όπως εύστοχα τον χαρακτήρισε το Film Comment. Κι αυτό γιατί, παρά τα τέσσερα βραβεία των κριτικών στις Κάνες, ποτέ δεν κατάφερε να έχει μια τρανταχτή εμπορική επιτυχία στην χώρα του, ούτε καν σε επίπεδο τηλεόρασης. Ωστόσο με τις δύο τελευταίες αυτές ταινίες έγινε πλατιά γνωστός και καταξιώθηκε στα μάτια των θεατών της υπόλοιπης Ευρώπης, καταφέρνοντας μάλιστα να εισβάλει και στο αμερικάνικο box-office.
Η προετοιμασία της νέας του παραγωγής "Γη και ελευθερία" (Land and Freedom, 1995), υπήρξε σαφώς πιο εύκολη, αφού οι χρηματοδότες είναι πολλοί και πλούσιοι. Ο βετεράνος σκηνοθέτης δεν έχει χάσει τον οίστρο του, ούτε τη φρεσκάδα του, απλώς έγινε λιγότερο 'κρυφός'. Η εργατική του συνείδηση δε θα μπορούσε να ησυχάσει αν δεν έκανε αυτήν την ταινία. Είναι φανερό ότι περίμενε πολλά χρόνια μέχρι να είναι ώριμος - κι αυτός και το κοινό - για μια τόσο μεγάλη και φιλόδοξη παραγωγή. Ο ισπανικός εμφύλιος με τις άγνωστες πτυχές του. Οι αμαρτίες των κομμουνιστών ηγετών και οι ενοχές των σημερινών διαδόχων τους. Οι ανώνυμοι εθελοντές απ' όλη την Ευρώπη που στήριξαν με τη φλόγα τους την επανάσταση και οι ανώνυμοι ισπανοί που καταθέτουν τις δικές τους μνήμες κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων. Η κολεκτιβοποίηση ως πρότυπο λαϊκής πρωτοβουλίας και η κατάντια των σημερινών υδροκέφαλων κρατών. Αλλά και η πίκρα, η απογοήτευση, το ξεπούλημα και η προδοσία, έτσι όπως τα θυμούνται οι αγνοημένοι πολεμίσαντες.
Ο Loach μας δείχνει ακόμα μια φορά ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται (τα Βαλκάνια μπορεί να είναι μια παραλλαγή στο ίδιο θέμα), όμως η ελπίδα για κάτι καλύτερο θάρθει από μας τους ίδιους και θα υψωθεί σα γροθιά στον αέρα. Το πνεύμα ελευθερίας του λαού στέκεται πάνω από τα σύνορα και τα κινήματα, πολιτικά τε και μη. Η δύναμη του απλού κοσμάκη μπορεί πάντα να αιφνιδιάσει και τους πιο προφητικούς αναλυτές που βρίσκονται κοντά ή μέσα στα μαγειρέματα των ισχυρών. Άλλωστε η συμμετοχή τον ντόπιων κατοίκων στην πραγματοποίηση της ταινίας ήταν καθοριστική για τη διαμόρφωση του κλίματος της εποχής. Οι αλήθειες που ξεστομίζονται αυθόρμητα και εν πλήρη επίγνωση, πληγώνουν σίγουρα κάποιους, αλλά αφυπνίζουν το ίδιο σίγουρα τους υπόλοιπους.
Ακολουθεί το "Τραγούδι της Κάρλα" (Carla ,1996), που για πολλούς θεωρείται μια αριστουργηματική ταινία, εμού συνηγορούντος. Μας μεταφέρει με απίστευτη μαεστρία και παραστατικότητα στην καρδιά της Νικαράγουας, βρισκόμαστε ανάμεσα στους Κόντρας και τους Σαντινίστας, συμπάσχουμε με την ηρωίδα, με τις δραματικές, τραγικές καταστάσεις και την τρομοκρατία ενός λαού μέσα στην ίδια του τη χώρα. Ο Robert Carlyle είναι καταπληκτικός. Τα συναισθήματα του είναι αγνά, γεμάτα ουμανισμό, ανυπόκριτη αγάπη και πάθος για ελευθερία. Ο κοινωνικός ρεαλισμός θριαμβεύει ξανά. Εξάλλου, αν αγαπάς κάποιον πραγματικά, τον αφήνεις ελεύθερο ακόμη κι αν αυτό σε πονάει προσωπικά.
Επιστρέφει στα πάτρια με το στρατευμένο ντοκιμαντέρ "The flickering flame" (1997) που πραγματεύεται την μεγάλη απεργία των λιμενεργατών του Λίβερπουλ. Εκτός από την πολιτική διάσταση του θέματος, διαθέτει μια σπάνια κοινωνική ευαισθησία και ανθρωπιά. Η ανθρώπινη προσέγγισή του και η αλληλεγγύη του για τους εργάτες υπερβαίνουν τους όποιους πολιτικούς και συντεχνιακούς σκοπέλους, καταδεικνύοντας την αξιοπρέπεια και το πείσμα των απλών ανθρώπων που βλέπουν τη ζωή τους και τα δικαιώματά τους να περιχαρακώνονται αυθαίρετα. "Το όνομά μου είναι Τζο" (My Name is Joe, 1998) συνεχίζει μυθοπλαστικά σε παράλληλο μήκος κύματος. Ο ήρωας (Πίτερ Μούλαν), πρώην αλκοολικός και άνεργος, ζει στις σκληρές συνοικίες της Γλασκόβης, και θέλει να ξεπεράσει την δύσκολη θέση του μέσα από μια ερωτική σχέση. Το 'κοινωνικό κράτος' αντί να του συμπαρασταθεί, φαίνεται να τον εμποδίζει στην προσπάθειά του να σηκωθεί. Άλλο ένα έξοχο δείγμα αλληλεγγύης, μάθημα αξιοπρέπειας κι ανθρωπιάς, ένα κουράγιο στους δοκιμαζόμενους αυτής της χώρας, χωρίς μελοδραματισμούς και εύκολες συγκινήσεις. Ο Peter Mullan κέρδισε με το πινέλο... εεε με το σπαθί του το βραβείο καλύτερης ερμηνείας στις Κάνες.
Από της άλλη πλευρά της Γλασκόβης μας μεταφέρει στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, στην άλλη πλευρά του Λος Άντζελες. Το "Ψωμί και τριαντάφυλλα" (Bread and Roses, 2000) μιλάει για τους μεξικάνους λαθρομετανάστες, που βρίσκονται μοιραία στο έλεος κάποιων επιτήδειων επιστατών. Οι εντυπώσεις του Λόουτς από την αμερική ήταν μάλλον κακές. Παρόλο που η παραγωγή του ήταν φτηνή (5 εκατομμύρια δολάρια), δυσκολεύτηκε τρομερά, διότι οι ντόπιοι χρηματοδότες "θέλησαν να φουσκώσουν τον προϋπολογισμό, να κάνουν περικοπές στο σενάριο, και να μας υποδείξουν τους ηθοποιούς". Επίσης ενοχλήθηκε ιδιαίτερα διότι "έχουν θέσει πολύ αυστηρές νόρμες δουλειάς και υψηλές ταχύτητες, με αποτέλεσμα να έχουν απολέσει οριστικά την αθωότητά τους στην κατασκευή μιας ταινίας".
Έτσι προτίμησε να ξαναγυρίσει στην πατρίδα. Τώρα σειρά έχουν οι εργάτες των σιδηροδρόμων, "Ο Πωλ, ο Μικ και οι άλλοι" (The Navigators, 2001). Αυτοί οι ανώνυμοι και ασήμαντοι σκαπανείς των σιδηροτροχιών, που είδαν την κρατική εταιρία να ιδιωτικοποιείται (να μοιράζεται σαν πίτα στα τρία) και τους εαυτούς τους να απολύονται ή να 'παραιτούνται οικειοθελώς'. Που είδαν το συνδικάτο τους να διαλύεται, τους συναδέλφους να πατάνε επί των άλλων για να επιβιώσουν, το κέρδος και το τέρας της παγκοσμιοποίησης να τσακίζει τους κόπους και τη σύνταξή τους να πηγαίνει περίπατο. Ο παράδεισος όμως τους περιμένει. Τραγικότερο όλων είναι ότι ο σεναριογράφος της ταινίας είναι πρώην εργάτης των τρένων, που στάθηκε όχι μόνο αυτόπτης μάρτυς των θλιβερών εξελίξεων, αλλά υπήρξε και μάρτυς στην κυριολεξία. Απεδήμησε εις κύριον πριν καλά καλά ολοκληρωθεί η ταινία αυτή, έχοντας προσβληθεί από καρκίνο λόγω της ανθυγιεινής του εργασίας.
Στην Γλασκόβη είναι γυρισμένη και η επόμενη ταινία του Λόουτς. Λέγεται "Sweet Sixteen" (2002) και προβάλλεται (που αλλού) στις Κάνες. Το σενάριο υπογράφει ο Paul Laverty, υπεύθυνος και για τα "Carla's Song", "Bread and Roses" και "My Name is Joe". Ο Λάβερτι γνώρισε τον Λόουτς όταν εργαζόταν ως δικηγόρος ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Νικαράγουα. Είχε μια ιδέα για κάποιο σενάριο, την έστειλε στον Λόουτς κι έτσι προέκυψε το "Τραγούδι της Κάρλα". Όλοι οι ήρωές του προέρχονται από μια πολύ σκληρή παιδική ηλικία, ζουν σ' έναν κόσμο ανελέητο και παλεύουν να ξεφύγουν απ' την κακή τους μοίρα, χωρίς ποτέ να αποποιούνται την ταυτότητά τους. Κάπως έτσι είναι όλοι οι ήρωες του Κεν Λόουτς. Κάπως έτσι εξηγείται το γεγονός ότι οι ταινίες του είναι πιο δημοφιλείς στο εξωτερικό παρά στην Αγγλία. Η υπόμνηση οικείων δεινών δεν αρέσει σε κανέναν λαό. Πόσο μάλλον σε κάποιο πρώην ηνωμένο βασίλειο.
Παρασπονδίες
Ψωμί και ρόδα στο Κανάλι 4
Οι Navigators Insideout
Οι Navigators αλά γαλλικά
Οι Navigators στο Βρετανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου
Η Sweet 16 στο BBC
ΥΓ: Στις σημειώσεις του για το φεστιβάλ του Λονδίνου του 1969, ο John Gillet συγκρίνει την "Kes" με τα "400 Χτυπήματα" του Truffaut, χαρακτηρίζοντάς την "πανέξυπνα λυπητερή, αστεία και ενοχλητική", ενώ υπογραμμίζει την "αληθοφάνεια" και τον "εσωτερικό ρεαλισμό" της.