Luchino Visconti: οι αισθήσεις τρέμουν
Ο Βισκόντι κατέχει μια ξεχωριστή θέση στο παγκόσμιο σινεμά. Είναι ο αριστοκρατικότερος από τους μαρξιστές, ο πιο οπερετικός από τους ρεαλιστές, και ο εθνικότερος των διεθνιστών. Αν και θεωρείται προπάτορας του νεορεαλισμού, η αγάπη του για τα θεάματα και η εμμονή του στο ιστορικό υπόβαθρο των ταινιών του, τον φέρνουν κοντύτερα στον Έριχ Φον Στρόχαϊμ και τον Όρσον Γουέλς, παρά στον Ροσελίνι και τον Ντε Σίκα. Η επιδραστικότητά του εξαπλώνεται σ' ένα ευρύ φάσμα νεότερων δημιουργών, από τον Μπερτολούτσι και τον Φασμπίντερ ως τον Κόπολα και τον Σκορτσέζε.
Γόνος αριστοκρατικής ιταλικής οικογενείας, ο κόμης δον Λουκίνο Βισκόντι Ντι Μοντρόνε, γεννήθηκε στο Μιλάνο το 1906 και γαλουχήθηκε με την όπερα, το θέατρο και την λογοτεχνία. Ως ανήσυχο νιάτο, τό 'σκασε αρκετές φορές απ' το σπίτι, αλλά και απ' το κολέγιο. Προπολεμικά βρέθηκε στο Παρίσι, τριαντάρης πια, να ρουφάει ακόρεστα επιρροές από την κουλτούρα και τον πολιτικό αναβρασμό στους κύκλους των διανοούμενων. Είδε πολύ ρωσικό και γαλλικό σινεμά. Η συνάφειά του με τον Ζαν Ρενουάρ τον οδήγησε στην απόφαση να γίνει σκηνοθέτης, αν και ουδέποτε παραμέλησε την όπερα και το θέατρο. Δηλωμένος αριστερός και ενεργός αντιφασίστας, κατάφερε να αποφύγει την δίωξή του από το καθεστώς Μουσολίνι για αρκετό καιρό, λόγω της αριστοκρατικής του καταγωγής.
Μετά τα πρώτα του βήματα ως βοηθός του Ρενουάρ, κι ένα σύντομο ταξιδάκι στο Χόλιγουντ, επιστρέφει στην Ιταλία με έναν ευρω-ιδεαλιστικό αέρα.
Πρώτη του ταινία το "Ossessione" (1942), γυρισμένο στα χρόνια του πολέμου. Μια ανορθόδοξη διασκευή της νουβέλας του J. M. Cain "Ο ταχυδρόμος χτυπάει πάντα δυο φορές", το φιλμ αποφεύγει τις οποιεσδήποτε πολιτικές αναφορές. Παρόλ' αυτά λογοκρίνεται απ' τους φασίστες ως άσεμνο, προφανώς λόγω της ωμής, νατουραλιστικής ματιάς του πάνω στην ερωτική ιστορία που πραγματεύεται. Ξεχωρίζει η ερμηνεία του Μάσιμο Τζιρότι, με τον οποίο γνωρίστηκε το προηγούμενο χρόνο, όταν δουλεύανε μαζί στην Τόσκα. Το "Ossessione" έμεινε απρόβλητο επί 30 χρόνια στην αμερική, εξαιτίας της μη εξουσιοδοτημένης διασκευής του σεναρίου του. Τελικά συνελήφθη από το καθεστώς το 1943 και παρέμεινε έγκλειστος ως την απελευθέρωση.
Με τη λήξη του πολέμου, συμμετέχει στο ντοκιμαντέρ για την ιταλική αντίσταση, "Giorni di gloria" (1945). Τα επόμενα χρόνια μένει στη Ρώμη και ασχολείται με την θεατρική σκηνοθεσία. Το 1948 κάνει την πιο μαρξιστική και πιο μπρεσονική του ταινία. "Η γη τρέμει" είναι μια διασκευή του κλασικού διηγήματος του ομοϊδεάτη Giovanni Verga, γυρισμένη εξολοκλήρου σ' ένα ψαράδικο χωριό της Σικελίας. Με ερασιτέχνες ηθοποιούς (όλους τους κατοίκους του χωριού) και διάλογους στην τοπική διάλεκτο. Οι αυτοσχεδιασμοί και ο αυθορμητισμός των ψαράδων, δίνουν μια απίστευτη ρεαλιστική δύναμη στον αγώνα τους ενάντια στην εκμετάλλευση των μεγαλεμπόρων και των ιδιοκτητών των καϊκιών. Βοηθοί του σκηνοθέτη, είναι ο Φράνκο Τζεφιρέλι και ο Φραντσέσκο Ρόσι. Κερδίζει το βραβείο σκηνοθεσίας στη βενετσιάνικη Μόστρα.
Το 1951 δοκιμάζει την σύγχρονη σάτιρα με την "Bellissima" ντόνα Άννα Μανιάνι. Ανάλαφρο χιούμορ και ατέλειωτες βόλτες στους διαδρόμους της Cinecitta, μια τραγικωμωδία που αποφεύγει αριστοτεχνικά το μελό. Μια πεισματάρα μάνα προσπαθεί να προωθήσει την κινηματογραφική καριέρα της κορούλας της. Ο δρόμος είναι δύσκολος και οι παγίδες πολλές. Η οδυνηρή ανακάλυψη της δυστυχίας πίσω από την βιτρίνα της κινηματογραφικής βιομηχανίας, είναι καθοριστική για το μέλλον της μικρής. Η Μανιάνι είναι απολαυστική σε όλες τις φάσεις της περιπέτειας: κλαίει, γελάει, νευριάζει, παθιάζεται, τσακώνεται, ονειροπολεί, απογοητεύεται, πελαγοδρομεί, αλλά πάντα βρίσκει διέξοδο. Η ταινία στηρίζεται αποκλειστικά επάνω της και η μεγάλη κυρία του ιταλικού σινεμά τα καταφέρνει περίφημα και με χαρακτηριστική άνεση. Η Μελίνα θα πρέπει να της χρωστάει πολλά.
Ακολουθεί άλλη μια στροφή πορείας με το ιστορικό "Senso" (1954), που διαδραματίζεται την εποχή της επανένωσης της Ιταλίας (1851). Μια οπερετική απεικόνιση της επανάστασης ενάντια στην καταρρέουσα αυστρο-ουγγρική κατοχή. Μια απαγορευμένη ιστορία αγάπης, μίσους και προδοσίας, που θεριεύει μέσα στην δίνη του πολέμου. Η μοιραία Αλίντα Βάλι και ο ματεριαλιστής Φάρλεϊ Γρέιντζερ, ο διχασμένος τους έρωτας, σε αντιπαραβολή με τον ανατροπέα Μάσιμο Τζιρότι και την πάλη για ανεξαρτησία. Βαριά, μπαρόκ χρώματα, υγρή και θολή, ατμοσφαιρική φωτογραφία, πλούσια νυχτερινά γυρίσματα. Κυκλοφορεί και μια αγγλική εκδοχή με διάλογους του Τένεσι Ουίλιαμς και του Πωλ Μπόουλς. Μουσικές αναφορές στον Βέρντι και αποσπάσματα από την όπερά του "Il Travatore".
Στα 1957 μας προσφέρει μια θεατρική εκδοχή για τις "Λευκές νύχτες" του Ντοστογιέφσκι. Μια δραματική ερωτική ιστορία, μεταφερμένη στο σήμερα, με τρεις σπουδαίους πρωταγωνιστές, τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, την Μαρία Σελ και τον Ζαν Μαραί. Από δω ξεκινάει η συνεργασία του με τον Νίνο Ρότα και τον φωτογράφο Τζιουζέπε Ροτούνο. Τρία χρόνια μετά, επιστρέφει στη Σικελία για να κάνει ένα δεύτερο δοκίμιο στην εργατική τάξη, τον "Ρόκκο και τ' αδέρφια του" (1960). Εδώ επιστρατεύει τον νεαρό Αλέν Ντελόν, για να παραστήσει τον ιδεαλιστή, αθώο Ρόκκο και την δική μας Κατίνα Παξινού για να γίνει "μελοδραματική, νευρική, αδιάκριτη, δεσποτική μάνα". Κι ακόμα την Κλαούντια Καρντινάλε και την Ανί Ζιραρντό. Ο Ροτούνο πετυχαίνει μια εξαίσια φωτογραφία και ο Ρότα σκοράρει ξανά.
Αφού σκηνοθετήσει ένα επεισόδιο στον σπονδυλωτό "Βοκκάκιο '70" (1962), παραμένει στη σικελική γη, αλλά γυρίζει πάλι πίσω στην εποχή της ενοποίησης και διασκευάζει τον "Γατόπαρδο" (1963) του Giuseppe Tomasi da Lampedusa. Ο Ντελόν ξανασυναντά την Καρντινάλε, αλλά τώρα είναι παρών και ο Μπαρτ Λάγκαστερ. Ο βετεράνος πια Μπαρτ, μπαίνει θαυμάσια στο ρόλο του γατόπαρδου ευγενούς και παραδέχεται ότι εμπνεύστηκε την ερμηνεία του από τον ίδιο τον Βισκόντι και το αριστοκρατικό του παράστημα. Πάλι βαριά χρώματα, αριστοκρατία και πλέμπα, εποχή ανακατατάξεων, επικολυρικό στιλ, Νίνο Ρότα και ανέκδοτος Βέρντι, κι ένας χρυσός φοίνικας γίνεται δικός του στις Κάννες. Ο Πιέρ Κλεμεντί κάνει εδώ την πρώτη του εμφάνιση. Ο ατέλειωτος χορός που διαρκεί σχεδόν μια ώρα, είναι από τις κορυφαίες σεκάνς του ευρωπαϊκού σινεμά.
Στα "Μακρινά αστέρια της Άρκτου" (1965) έχουμε εκ νέου αλλαγή εποχής και κλίματος. Η Κλαούντια Καρντινάλε, αινιγματική και εκθαμβωτική όσο ποτέ, μυστηριώδης και σαγηνευτική στο πλευρό του Ζαν Σορέλ. Επιστρέφει στην γενέτειρά της, για να παραστεί σε μια τιμητική τελετή για τον πατέρα της που πέθανε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Τα φαντάσματα του παρελθόντος ξαναζωντανεύουν και την καταδιώκουν. Η πλοκή είναι ελλειπτική και αφήνει ανοικτές πολλές πόρτες. Οι απαντήσεις είναι ασαφείς ή οι ερωτήσεις; Οι επιρροές του Ρενουάρ είναι έντονες σ' αυτήν την "αβέβαιη συγκέντρωση ψυχών". Το χρυσό λιοντάρι στην Βενετία είναι πλέον δικό του.
Έπεται ένα ταξίδι στην Αλγερία του '30 και μια έξοχη μεταφορά του "Ξένου" (1967) του Αλμπέρ Καμύ. Ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι εξαίσιος, απλός, λιτός, πυκνός, γεμάτος σπιρτάδα. Πλαισιώνεται από τους Άννα Καρίνα, Μπερτράν Μπλιε και Μπρούνο Κρέμερ. Όπερα και πολιτική κυριαρχούν στους "Καταραμένους" (1969), μια βαγκνερική τομή στην πτώση της βιομηχανικής γερμανίας και την "συνθηκολόγησή" της με τον Χίτλερ. Πολυεθνικό και δυναμικό καστ από τους Χέλμουτ Μπέργκερ, Ίνγκριτ Τούλιν, Ντέρκ Μπόγκαρτ, Χέλμουτ Γκρίεμ, Σαρλότ Ράμπλινγκ, Φλορίντα Μπολκάν και Ουμπέρτο Ορσίνι. Μουσική του Μωρίς Ζαρ. Και οι επόμενες δύο δουλειές του αναφέρονται στην λεγόμενη "γερμανική παρακμή".
"Ο θάνατος στη Βενετία" (1971) είναι η αποθέωσή του μεγάλου δημιουργού. Μια σπουδή πάνω σ' έναν γνήσιο καλλιτέχνη, στη ζωή του και τους έρωτές του, στην ομοφυλοφιλία του, και στην αέναη αναζήτηση της ομορφιάς. (Ενέχει πιθανώς και κάποιες αυτοβιογραφικές πινελιές). Η απομάκρυνση του Λουκίνο από το πνεύμα του Τόμας Μαν που έγραψε την νουβέλα, του δίνει τη δυνατότητα να εκφραστεί αριστουργηματικά μέσα από μια σειρά φλασμπάκ. Ο Ντέρκ Μπόγκαρτ υποδύεται έναν από τους καλύτερους ρόλους της καριέρας του (ο έτερος είναι φυσικά ο "Θυρωρός της νύχτας") και η φιγούρα του πλησιάζει αρκετά αυτή του Γουστάβ Μάλερ, η μουσική του οποίου ντύνει τις εικόνες. Μαρίζα Μπέρενσον, Σιλβάνα Μάγκανο και Κάρολ Αντρε δίνουν επίσης ρεσιτάλ ερμηνείας.
Τρίτο παρακμιακό φιλμ, μελέτη για την αλληλεπίδραση της τέχνης και της ζωής, είναι ο "Ludwig: το λυκόφως των θεών" (1973). Μια πολυχρωματική απόδοση της ζωής και του έργου του "τρελού" βασιλιά Λουδοβίκου της Βαυαρίας. Που αρχίζει να χάνει τα δόντια του απ' τα πολλά γλυκά. Η φιλοδοξία του να γίνει μαικήνας της όπερας και η μετάκληση του Βάγκνερ στην αυλή του, ξεσκεπάζουν αργά αλλά σταθερά, έναν κόσμο γεμάτο χρεοκοπημένες αξίες. Πολυεθνές και πολυσήμαντο πάλι το επιτελείο των ηθοποιών: Χέλμουτ Μπέργκερ, Ρόμι Σνάιντερ, Τρέβορ Χάουαρντ, Σιλβάνα Μάγκανο και Χέλμουτ Γκρίεμ. Έξοχες ερμηνείες αλλά πολύ αργοί ρυθμοί και διάρκεια 246 λεπτά.
Προτελευταία του δουλειά είναι "Η γοητεία της αμαρτίας" (1977), εν μέρει αυτοβιογραφική, η ιστορία ενός μεσήλικα διανοούμενου που περιχαρακώνεται από την νέα Ιταλία. Των αστών, μιας απεγνωσμένης αποξένωσης και ενός άκρατου υλισμού, αλλά και μιας απρόκλητα επιθετικής νεολαίας. Κύκνειο άσμα του είναι "Ο αθώος" που βασίζεται στον Γκαμπριέλε Ντ' Ανούντσιο. Μια υπόθεση μοιχείας στα υψηλά κοινωνικά στρώματα. Και οι δυο αυτές ταινίες εμφανίζουν σημάδια κοπώσεως. Αποδεικνύουν όμως για άλλη μια φορά την αφοσίωση του δημιουργού τους στην τέχνη, την ομορφιά, την κοινωνική δικαιοσύνη και τις ανθρώπινες αξίες.
Όλες οι κόπιες είναι νέες, αναπαλαιωμένες και ήρθαν από την Ιταλία, εκτός από το "Bellissima" και το "Θάνατο στη Βενετία", στις οποίες θα πρέπει να δείξετε αρκετή κατανόηση. Μοναδική μου ένσταση είναι το αναγκαστικό ντουμπλάζ των σχεδόν μόνιμα ετερόγλωσσων πρωταγωνιστών του (που δεν είναι πάντα ενοχλητικό). Και για να πω την αλήθεια, προτιμώ περισσότερο τις μαυρόασπρές του (Bellissima, Η γη τρέμει, Ρόκκο, Μακρινά αστέρια) από τις μπαρόκ έγχρωμες. Είναι εκεί που ο ιστορικός ιστός υποχωρεί στο βάθος πεδίου, για να αναδυθεί μια χάρη και μια λεπτή ηδονή. Είναι εκεί που έχουμε να διαλέξουμε την καθαρή απόλαυση ή τον παράλληλο προβληματισμό. Ή και τα δυο. Ενώ στις αυστηρές ιστορικές του έγχρωμες δημιουργίες, ο κοινωνικός και πολιτικός προβληματισμός είναι πάντα σε πρώτο πλάνο. Οι φίλοι της όπερας θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα περιχαρείς και πανευτυχείς, διότι θα βρουν όλα όσα ζητούν. Καλή θέαση.
Εργογραφία
Une partie de campagne (Μια μέρα στην εξοχή, 1936) βοηθός του Ρενουάρ
La Tosca (1941) και πάλι βοηθός του Ζαν Ρενουάρ
Ossessione (1942)
Giorni di gloria (1945) (Caruso trial scenes)
La Terra trema (Η γη τρέμει, 1948)
Bellissima (1951)
Appunti su un fatto di cronaca (1951)
"Anna Magnani" επισόδειο από την ταινία Siamo donne (Εμείς οι γυναίκες, 1953)
Senso (1954)
Le Notti bianche (Λευκές νύχτες, 1957)
Rocco e i suoi fratelli (Ο Ρόκκο και τ' αδέρφια, 1960)
"Il Lavoro" (Η δουλειά) επισόδειο από την ταινία Boccaccio '70 (1962)
Il Gattopardo (Ο γατόπαρδος, 1963)
Vaghe stelle dell' Orsa (Μακρινά αστέρια της Άρκτου, 1965)
"La Strega bruciata viva" (Η μάγισσα στην πυρά) επισόδειο από την ταινία Le Streghe (Οι μάγισσες, 1966)
Lo Straniero (Ο ξένος, 1967)
La Caduta degli dei (Οι καταραμένοι, 1969)
Alla ricerca di Tadzio (1970)
Morte a Venezia (Θάνατος στη Βενετία, 1971)
Ludwig (Το λυκόφως των θεών, 1972)
Gruppo di famiglia in un interno (Η γοητεία της αμαρτίας, 1974)
L' Innocente (Ο αθώος, 1976)
Πηγές
Luchino Visconti by Carlo Lizzani
Γιαπωνέζικο site
Site seeing is believing
Αφιερωμένο
Επι-δράσεις
Giorni di gloria
Για το Rocco και τ' αδέρφια του
ΥΓ1: "Η γη τρέμει" μου φέρνει στο μυαλό "Τα δίχτυα της ντροπής" του Ερρίκου Θαλασσινού. Στην ίδια ταινία αναφέρεται τραγελαφικά και το "Caccia alla volpe" (Πιάστε την αλεπού, 1956) του Βιτόριο Ντε Σίκα. Ο Ντε Σίκα βέβαια δεν χαρίζεται ούτε στο ίδιο του τον εαυτό. Αν δεν την έχετε δει, δεν έχετε καταλάβει τι μπορεί να κάνει ο Πήτερ Σέλερς ως Φεντερίκο Φαμπρίτσι.
ΥΓ2: Ο Τίντο Μπρας (Καλιγούλας) αποφάσισε ν' αφήσει τα σοφτ πορνό και ετοιμάζει μια σύγχρονη μεταγραφή του Senso, που φέρει τον τίτλο "Angelo nero" (μαύρος άγγελος). Πρωταγωνίστρια θα είναι η πληθωρική Άννα Γκαλιένα (O εραστής της κομμώτριας). "Την διάλεξα για τα πλούσια στήθια της και τα πολλά της κάλλη" μας εξηγείται ο αειθαλής Τίντο. Το μυαλό του ανθρώπου δύσκολα αλλάζει... Τώρα ψάχνει για τον διάδοχο του Φάρλεϊ Γκρέιντζερ. "Ήθελα τον Μπραντ Πιτ αλλά δεν πλησιάζεται" λέει και αναζητεί άλλον, κάπου στην Βρετανία.
ΥΓ3: Ο Carlo Lizzani έκανε το 1999 μια ταινία-αφιέρωμα στον Λουκίνο Βισκόντι. Μίλησαν γι' αυτόν οι Claudia Cardinale, Alain Delon, Vittorio Gassman, Massimo Girotti, Burt Lancaster, Jean Marais, Marcello Mastroianni, Francesco Rosi και Franco Zeffirelli.
ΥΓ4: "Κάθε μου ταινία, κρύβει μιαν άλλη: την πραγματική μου ταινία, που δε γύρισα ποτέ, αυτήν για τους Βισκόντι του χθες και του σήμερα". L.V. Ο γνήσιος δημιουργός ζει χωρίς να υπάρχει αύριο.