Μυστικός δείπνος - Sinequanon στο Θέατρο Αμαλία
Η Θεατρική Άνοιξη επανήρθε μαγικά μέσα στον Μάη ως εκ των ων ουκ άνευ. Η Έφη Σταμούλη μας ζήτησε συγνώμη για την απουσία και για τις συνέπειες.
Η παράσταση ξεκινά μ' ένα φως στο μαύρο σκοτάδι που κατεβαίνει σαν επιφοίτηση από τον ουρανό. Η σιωπή βασιλεύει και όλοι μαγνητίζονται από την εκτυφλωτική του λάμψη. Κατόπιν μια αλογόμυγα πετάει απ' το βιολί του Φώτη Σιώτα. Είναι ο οίστρος που επικαλούνται από αρχαιοτάτων χρόνων οι ραψωδοί, οι μελωδοί, οι χορωδοί, οι τραγωδοί, οι κιθαρωδοί αλλά και οι συντελεστές ετούτης εδώ.
Οι μουσικοί στέκονται στα πλαϊνά της σκηνής, σα να θέλουν να αποδώσουν στερεοφωνικά τη ζωντανή τους μουσική χωρίς ενίσχυση. Λέμε σαν... Κρουστά, κιθάρα εξ αριστερών, κιθάρα, βιολί, πλήκτρα και ήχος εκ δεξιών. Μια ομάδα οκτώ ανθρώπων, φυλετικά μοιρασμένων, ετοιμάζονται να χορέψουν γύρω απ' το δικό τους τραπέζι. Ετοιμάζονται να φαγωθούν γι' αυτό και αρχικά τοποθετούνται επί της ορθογώνιας μακρόστενης τράπεζας σαν κορμιά λαχταριστά σπαρταριστά, έτοιμα προς βρώσιν.
Οι θεατές ανακάθονται, λόγω της άβολης διάταξης και της υπερπληρότητας πλατείας και εξώστη, και τους τρώνε με τα μάτια. Η πείνα, πνευματική τε και των αισθήσεων, είναι στην αρχή μια περιέργεια δοκιμαστική. Τρώγοντας όμως η όρεξη θεριεύει. Η δίψα για νέο δημιουργικό αίμα, νέο μιναμαλεικαστικό βλέμμα, νέο μουσικοκινητικό θέμα, για νέο εμπνεύμα αεράτο κι αέρινο - γιγαντώνεται όσο ανεβαίνει η αδρεναλίνη επί του χορού.
Το τραπέζι οργιάζει. Γίνεται διάδρομος απογείωσης και προσγείωσης παρά το ύψος του από το έδαφος. Μα τι λέω; Ποιο ύψος; Ο χώρος είναι ημιυπόγειος και underground με τα όλα του. Η εξέδρα της σκηνής και τα τέσσερα πόδια του τραπεζιού φέρνουν την ξύλινη επιφάνειά του στο ύψος του εδάφους που συμπίπτει με τη στάθμη της επιφάνειας του Θερμαϊκού. Αποκάλυψις. Οκ η φαντασία μου οργιάζει επίσης. Γειώνομαι πάραυτα.
Πάνω στο τραπέζι αυτό, το ένα με τη θάλασσα, οκτώ ζεύγη πόδια στραμμένα στην οροφή στέλνουν στον απέναντι θεατρότοιχο μια σκιά ενός πελώριου διπλού χταποδιού. Κάτω απ' το τραπέζι τα σώματα των ποδιών αυτών συντρώγουν φέρνοντας τα πάνω-κάτω. Για μια στιγμή, σαν αναλαμπή φευγαλέα, νομίζω πως εγώ κρέμομαι απ' τη θέση μου κι αυτοί κάθονται κανονικά. Η φυσικότητα και η ελαφράδα των κινήσεων με ξεγελούν. Τα μάτια μου μεταφέρουν αντεστραμμένα είδωλα ή μήπως οι αμφιβληστροειδείς μου έπαψαν να λειτουργούν; Ο εγκέφαλός μου ανταποκρίνεται στα οπτικά ερεθίσματα ή βυθίζομαι στην παράνοια;
Ευτυχώς όλα επέστρεψαν στα ίσα τους. Μια γκάιντα παίζει ρυθμούς της τάβλας κι όλοι ψάχνουν να βρουν τον κρυμμένο οργανοπαίχτη που είναι ένα "δυναμικό βιβλίο" γεμάτο τρελές ιδέες. Πιο πριν ένας πλανόδιος μανάβης διαλαλούσε την πραμάτεια του με τον τηλεβόα του μες απ' αυτό το "μαγικό βιβλίο". Παρακάτω μια βραζιλιάνα μεταγλωττισμένη σαπουνόπερα κλαυθμηρίζει περί θανάτου που σκόρπισε γύρω της. Μία εκ των χορευτριών σταυρώνεται κρεμάμενη ψηλά [τι ψηλά δηλαδή, λίγο πάνω απ' την επιφάνεια] από το σταυρόσωμα ενός συγχορευτή κι ακροβάτη της.
Τα κοφτερά κορμιά μαζεύονται εκ νέου και συνεδράζονται απ' την αρχή. Κάθε αρχή είναι κι ένα νέο τραπέζωμα. Τώρα συμπλέκονται όπως ο Λαοκόων και τα παιδιά του που τρώγονται απ' τα φίδια που τους ζώνουν ζωντανούς και τους σφίγγουν. Εδώ απλώς συσφίγγονται μεταξύ των. Τίποτε το περιττό, όλα τους άρτια. Το επιτραπέζιο ανθρωπογλυπτό πάλλεται και σπαράσσεται από τους ρυθμούς της δειπνομουσικής μαγειρικής του Θανάση Παπακωνσταντίνου.
Σε προηγούμενη συνέδρασή τους, είχαν μεταστοιχειωθεί σε περιστρεφόμενους δερβίσηδες. Μόνο που αντί να περνούν μπροστά απ' τον πνευματικό τους πατέρα και να τον ασπάζονται, περνάει αυτός -ο αρχιδερβίσης- και του φυλάει έναν-έναν κι έπειτα ασπάζονται ανά δύο αναμεταξύ τους. Βλέπω τον δάσκαλό τους, τον Merce Cunningham, να κρυφοκαμαρώνει, να υπομειδιά γατογουργουρίζοντας τρισευτυχισμένος. Το φως χαμηλώνει και πάλι το ίδιο σοφό και προαιώνιο.
Μετά από μια ώρα, που πέρασε σαν αύρα φουριόζα και εξοχική, σαν "βροχή από κάτω", η γαστριμαργική πανδαισία έλαβε τέλος. Ακολούθησε τότε ένα παρατεταμένο χειροκρότημα ενθουσιασμού που ξέσπασε σε τέσσερα αλλεπάλληλα και διακριτά κύματα και υποχρέωσε βαθιά τους συντελεστές του συμποσίου. Εμάς εννοώ, τους θεατές και συνδαιτυμόνες, που παρακαθίσαμε σε μια αυτοκρατορική "γιορτή της Μπαμπέτ" και γευτήκαμε μοναδικές γκουρμεδιές, με άψογο σερβίρισμα, άψογο χρονισμό, συγχρονισμό, χάρη και λεπτό γούστο.
Και κάτι μου λέει πως η επίγευσή της θα είναι μακρά και αξέχαστη.