Ο δολοφόνος του Λάιου και τα κοράκια
Του Μάριου Πόντικα από τη θεατρική εταιρία Στοά
Σκηνοθεσια: Γιάννης Αναστασάκης, σκηνικά - κοστούμια: Γιώργος Πάτσας, μουσική: Νίκος Μενουδάκης, συνεργάτης - σκηνογράφος: Τότα Πρίτσα.
Διανομή ρόλων: Άντρας: Θανάσης Παπαγεωργίου, οι κόρες του: Εύα Καμινάρη, Μαρία Παπαστεφανάκη, γυναίκα - κοράκι: Λήδα Πρωτοψάλτη.
Φωτισμοί: Θανάσης Παπαγεωργίου, ηλεκτρολόγος: Κώστας Γαλάνης, ηχητικός: Βαγγέλης Καστανάς, ραφή κοστουμιών: Λίτσα Μιχελή - Γιάννης Ξεσφίγγης, κατασκευή φτερών: Δήμητρα Καίσαρη, κατασκευή ξίφους: Μαίρη Ενισλίδου.
Ο Μάριος Πόντικας καταφεύγει στο μύθο του Οιδίποδα με γνώμονα την τραγωδία του Σοφοκλή "Οιδίπους Τύραννος". Στο έργο του "Ο Δολοφόνος του Λάιου και τα Κοράκια" θα αναβιώσει πάλι η τραγική φιγούρα του Οιδίποδα και η επανάληψη της ανθρώπινης πλάνης. Ο μύθος του Οιδίποδα είναι γνωστός. Επαναλαμβάνεται και ενσαρκώνεται στωικά από τον άντρα που ερήμην του πρέπει να παίξει αυτόν τον ρόλο του δολοφόνου. Η ιστορία θα παίξει το ρόλο του πεπρωμένου. Συμβολικά μέσα από το παραληρηματικό μονόλογο του άντρα ο οποίος θα δηλώσει την ανεμελιά του ρόλου του αρσενικού στην κοινωνία με τη φράση "εγώ βγήκα να κυνηγήσω λύκους" με μια αφελή επιμονή άρνησης να αποδεχτεί την επανάληψη της ιστορίας, η οποία τείνει να γίνει φυσική εξέλιξη.
Ο άντρας όμως έχοντας συναντήσει σ' αυτό το ανέμελο κυνήγι λύκων τη "Σφίγγα" η οποία θα του επαναλάβει το αίνιγμα, αυτός θα το λύσει γνωρίζοντας την απάντηση από τον μύθο του Οιδίποδα, θα βρεθεί μπροστά στα μάτια του και μπροστά στα μάτια των θεατών το ξίφος του Λάιου, μετατοπισμένο από το θολό μακρινό παρελθόν στην φλέγουσα επικαιρότητα. Οι ενδείξεις αυτές θα τον οδηγήσουν στην απόδειξη πως είναι ο δολοφόνος του Λάιου και θα επαναλάβει τον φόνο επαληθεύοντας τον μύθο. Κατά πόσο όμως ο άντρας θέλει να δραπετεύσει από την παγιδευμένη του μοίρα; "Τέλος πάντων τα παιχνίδια που παίζει η μοίρα δεν τα ξέρω και ζητώ συγνώμη για την παρεκτροπή" θα μονολογήσει ο άντρας και εγκλωβισμένος σ' αυτό το παιχνίδι θα αποδεχθεί στωικά τη μοίρα του, ακολουθώντας τη λυτρωτική αυτοτιμωρία.
Ένα εξανθρωπισμένο θηλυκό κοράκι που έχει σταλεί από τον άντρα του θα ενσαρκώσει στο μετατοπισμένο χρονικά μύθο το ρόλο του μάντη μέσα από ένα δεύτερο μονόλογο. Στα όρια του Θείου με το ανθρώπινο ο αιώνιος διαμεσολαβητής ο προάγγελος και ερμηνευτής σημαδιών, θα αναβιώσει αυτό το μηρυκασμό με τη φύση της γυναίκας κορακίνας, η οποία βιάζεται να ξαναγυρίσει στην πραγματική της φυσική υπόσταση, αλλά φλυαρεί άσκοπα διακυβεύοντας αυτή της την επαναφορά.
Εδώ ο Μάριος Πόντικας απομυθοποιεί τις ανά τους αιώνες εξιδανικευμένες διαστάσεις που δίνουμε στον ανθρώπινο "λόγο". ΕΝ ΑΡΧΗ ΗΝ Ο ΛΟΓΟΣ θα επαληθεύσουν οι ευαγγελικές γραφές, κατά πόσο όμως ο λόγος κρύβει μέσα του την απόλυτη αλήθεια; κατά πόσο όμως ο λόγος είναι η μορφή απόλυτης επικοινωνίας; "Να κοιταχτούμε στα μάτια για μισό λεπτό και να μην κοιτάζετε πουθενά αλλού μόνο τα μάτια μου να κοιτάζετε κι εγώ τα δικά σας" θα ζητήσει λίγο πριν την αποχώρηση της η κορακίνα από τους θεατές αναγνωρίζοντας στο βλέμμα την απόλυτη επικοινωνία.
Μία πολύ καλή παράσταση που ανέβασε το θέατρο Στοά από τον Φεβρουάριο του 2004 με έντονους συμβολισμούς και διάχυτους φιλοσοφικούς προβληματισμούς που ξεβολεύουν το θεατρόφιλο κοινό από την διαδικασία της απλής θέασης, δίνοντας του το έναυσμα για κριτική στάση στα ιστορικά δρώμενα και δυνατότητα αυτοκριτικής και ενδοσκόπησης.
Κορυφαίες ερμηνείες από τον Θανάση Παπαγεωργίου και την Λήδα Πρωτοψάλτη μέσα από μία αφαιρετική και άψογα δομημένη σκηνοθετική καθοδήγηση του Γιάννη Αναστασάκη. Αξίζει να αναφερθεί η άριστη σχέση που έχει ο Θανάση Παπαγεωργίου με τη θεατρική σκηνική αναπαράσταση της καθημερινής πραγματικότητας. Σε σημείο να παραπλανεί τελείως το κοινό το οποίο δυσκολεύεται να εντοπίσει την σκηνοθετική καθοδήγηση από την φυσική απρόβλεπτη εξέλιξη μιας παράστασης. Ένας ηθοποιός που η πείρα, το ήθος και η αυτοσυγκράτηση είναι ζωγραφισμένα στο πρόσωπο του. Τα σκηνικά του Γιώργου Πάτσα αναδεικνύουν και αποδίδουν άψογα αυτό το αποτέλεσμα ουσιαστικής θεατρικής άποψης απαλλαγμένο από σκηνογραφικές φλυαρίες και ανούσιες επεκτάσεις. Εν κατακλείδι είναι μία παράσταση που θα αποκόμιζε πολλά κάποιος αν αφιέρωνε 1 ½ ώρα από το χρόνο του.