Ο Θρύλος του Μάικλ Κόλχαας
Ο Heinrich von Kleist έγραψε την ομώνυμη νουβέλα το 1808 εμπνευσμένος από έναν πραγματικό έμπορο αλόγων με το ίδιο επίθετο ο οποίος έζησε και πέθανε στη Σαξονία το 16ο Αιώνα. Ο αληθινός Kohlhase ξεκίνησε από τα περίχωρα του Βερολίνου για να πάει στη μεγάλη έκθεση της Λειψίας. Του έφραξε όμως παράνομα το δρόμο ένας τοπικός φεουδάρχης, του κατάσχεσε δυο άλογα και του φέρθηκε σαν σε υποτελή. Μάταια αναζήτησε το δίκιο του στα δικαστήρια της εποχής. Η οργή του ξεχείλησε, σχημάτισε αντάρτικη ομάδα και άρχισε να εκδικείται αυτούς που τον αδίκησαν. Δεν τον σταμάτησε ούτε η επιστολή του Μαρτίνου Λούθηρου που τον προειδοποιούσε ότι άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου κι ότι το τέλος του δε θα ήταν καλό. Όπερ και εγένετο φυσικά.
Το βιβλίο γνώρισε δυο γερμανικές κινηματογραφικές διασκευές την ίδια χρονιά, το 1969, μια από τον Volker Schloendorff και μια λιγότερο γνωστή από τον Wolf Vollmar. Πριν και μετά έγιναν άλλες δύο: μια ελβετική (1937) και μια ακόμα γερμανική (2012). Το γουέστερν Τζακ Μπουλ, Η Μεγάλη Σύγκρουση (1999) του John Badham ήταν μια χαλαρή απόδοσή του. Ο Πάτρικ Ζίσκιντ ξεκινάει Το Άρωμά του (1985) με την ίδια εναρκτήρια φράση, επιθυμία που σέβεται κι ο Tom Tikwer στην αντίστοιχη ταινία (2006). Ο Έντγκαρ Λόρενς Ντοκτορόου γράφει το Ραγκτάιμ (1975) παραφράζοντας, ελευθεριάζοντας και αποτίοντας φόρο τιμής στον Κόλχαας του Κλάιστ κι ο Milos Forman μεταποιεί έξοχα σε εικόνες αυτήν τη χωροχρονική παράφραση (1981). Ο Κάφκα διαβάζει τον Μίχαελ Κόλχαας και δακρύζει.
Ο Κλάιστ είναι άνθρωπος της εποχής του. Μέσα από τις σελίδες του ιστορικού μυθιστορήματος περνάει η εναντίωσή του στην επεκτατική πολιτική του Ναπολέοντα στην Πρωσία, στις μεθοδεύσεις και τις ίντριγκες των τοπικών πριγκίπων και βασιλιάδων να κρατηθούν στην εξουσία, στην παρακμή του φεουδαλισμού, στο ρόλο της εκκλησιαστικής εξουσίας. Περνάει έμμεσα και η προσμονή στην ανατολή νέων πολιτικών και κοινωνικών ιδεών. Η φιλοσοφία του απορρίπτει και ειρωνεύεται τις απόλυτες θεωρίες περί ανθρώπινης τελειότητας, όπως αυτή αναδύεται στους ρομαντικούς ποιητές (Νοβάλις, Χέλντερλιν) και ακουμπά στους σύγχρονούς του (Έγελος, Μαρξ). Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι επένδυσε στο κουκλοθέατρο της μαριονέτας.
Όλο αυτό το μεσαιωνικό μωσαϊκό μεταφέρεται στην παρούσα ταινία από τη Δρέσδη στη χώρα των Κέμμενων, στη Νότια Γαλλία. Η ελεύθερη διακίνηση εμπορευμάτων και ιδεών βρίσκει αντίθετους τους παρακμιακούς κατόχους γης. Η αντίστασή τους βασίζεται στο θράσος και στην εύνοια της πριγκίπισσας (Roxane Duran), αδερφής του βασιλιά. Υπάρχει επίσης η φωνή της καθεστηκυίας λογικής στο πρόσωπο του κυβερνήτη-εκτελεστή (Bruno Ganz), η φωνή του απόλυτου θεού δια στόματος απόλυτου λουθηρανού θεολόγου (Denis Lavant), ο ταπεινός κλήρος (David Kross), η μητέρα-ερωμένη-θυσία Ιουδήθ (Delphine Chuillot), η κόρη Ελισάβετ του αύριο (Melusine Mayance), η ηγουμένη της φυγάδευσης (Amira Casar), ο άοπλος πληροφοριοδότης (Sergi Lopez), ο αποστάτης, ο δικολάβος, ο αδέσποτος γίγαντας, οι μπράβοι, οι υποταχτικοί, τα σκυλιά, οι πιστοί και οι άπιστοι.
Το κέντρο όλου αυτού του σύμπαντος είναι ο Μάικλ Κόλχαας, ένας τραχύς, ωμός, τρυφερός, ακατέργαστος, επιρρεπής, ατρόμητος, ευθυτενής Mads Mikkelsen. Είναι ο κολοσσός και ο άτλας της ταινίας. Πάνω του στηρίζεται και φωτίζει σας πυρσός αναμμένος όλο το αξιακό σύστημα της επερχόμενης εποχής, αυτής όπου η δικαιοσύνη κερδίζεται με προσωπικές μάχες και πληρώνεται με κεφαλικούς φόρους και αίμα. Αυτής όπου Το Κυνήγι συνεχίζεται ακόμη. Αυτής που εμφορείται από τρεις βαριές κι ωραίες λέξεις: ελευθερία, ισότης, αδελφότης. Άπιαστες ακόμα.
Η κάμερα αποποιείται σταδιακά τις παραδοσιακές αφηγηματικές τεχνικές και προσηλώνεται επάνω του, πάνω στον τρελό Μαντς. Αυτόν που είναι Χάνιμπαλ, Σωματοφύλακας, Κίτρινος, Πόρτα, Δράκος, Αριθμός. Στάση σώματος, στάση ζωής, στάση θανάτου, στάση αντιεξουσιαστική. Βλέμματα καρφωτικά, υπερκοντινά στο πρόσωπο, στο δέρμα, στη σάρκα, στις τρίχες, στις μύγες και τα ζωύφια. Προτεραιότητα στους ήχους της φύσης που τον κυκλώνει με χαρά και τρόμο, στην άγρια ομορφιά που διαρκεί λίγο, στο πνιγμένο κλάμα του και, τελικά, στον ορίζοντα του αυτονόητου. Στο πρόσωπό του βλέπουμε ξανά τον Αγκίρε του Χέρτζοκ, τον Ρουμπλιόφ του Ταρκόφσκι, τον Γενναιόκαρδο του Γκίμπσον, τον Κικουτσίγιο των Επτά Σαμουράι.
Όμως δεν είναι αυτό που θέλει ο σκηνοθέτης, Αρνώ ντε Παγιέ. Κατά την ταπεινή μου άποψη όλα αυτά είναι το ελκυστικό περιτύλιγμα. Στο βάθος του δάσους υπάρχει παραχωμένος ένας υπαινιγμός. Ότι ο Μεσαίωνας δεν τελείωσε. Ότι ο Μεσαίωνας είναι βαθιά ριζωμένος μέσα στα κεφάλια μας, όπως ισχυρίζεται ο φίλος Γιώργος Καπλάνης. Ότι δυστυχώς βρισκόμαστε με το ένα κρανιακό ημισφαίριο στο σήμερα και με το άλλο στο Μεσαίωνα. Νομίζουμε ότι βγήκαμε απ' αυτόν όταν ήρθε η Αναγέννηση να καταργήσει τις αυθεντίες. Στην Ελλάδα με καθυστέρηση, όπως όλα. Όμως μέσα μας παλεύει ακόμη η μετά θάνατον ζωή, η εξιλέωση, η τριαδική φύση, η πλατωνική ουτοπία, η στωική απάθεια, η εξυγίανση του δημόσιου βίου, η τακτοποίηση της ατα(ρα)ξίας. Περισσεύουν το συναίσθημα, τα πάθη και οι ηδονές. Λιγοστεύουν η ηρεμία και η φρόνηση που τα τιθασεύουν και τα κάνουν υπηρέτες μας.
Βαθμός: 7