Επανακυκλοφορούν τα άλμπουμ των The Bevis Frond “New River Head”, “London Stone” και “Any Gas Faster”
Η αρχή έγινε ανήμερα της φετινής Record Store Day με τα «ακατέργαστα» έπη “Miasma” και “Inner Marshland”, ενώ στις 29 Ιουλίου έρχεται η σειρά των και “Any Gas Faster”, “New River Head” και “London Stone”. Κι αν αναρωτιέστε τι κρύβεται πίσω απ’ όλα αυτά, εκτός από την προφανή απόφαση της Fire Records να επανεκδόσει μέρος της δισκογραφίας των The Bevis Frond, θα πρέπει να αναζητήσετε την αφορμή στη συμπλήρωση τριάντα χρόνων από τότε που ο Nick Saloman άφησε πίσω τα προηγούμενα γκρουπ του και έφτιαξε τους εξαιρετικούς The Bevis Frond.
Δε νομίζω ότι χρειάζεται να ειπωθούν πολλά για τον αξιότιμο κύριο Saloman, την κιθαριστική του δεινότητα και τη μεστή δισκογραφία του. Μόνο και μόνο η λέξη Wipers θα μπορούσε να τα είχε πει (σχεδόν) όλα. Άλλωστε, ο ίδιος σε πασίγνωστη δήλωσή του έχει αναφέρει πως θα ήθελε να ηχογραφεί μουσική σαν αυτή που του αρέσει να ακούει, δηλαδή των Jimi Hendrix, Wipers και The Byrds, στην οποία θα έχει δώσει μια Βρετανική αισθητική. Να λοιπόν γιατί στις συναυλίες του βλέπετε διάφορους τύπους να φορούν μπλουζάκια των Wipers, τους οποίους συχνά ο Nick συγχαίρει για την επιλογή τους.
Οι πολύ ενδιαφέρουσες αυτές επανεκδόσεις έρχονται από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, δηλαδή από την εποχή που ο Saloman ήταν σε μεγάλα κέφια. Για να είμαι ειλικρινής, όμως, στο πέρασμα του χρόνου, οι διαφορές στην ποιότητα των κυκλοφοριών της μπάντας, όσο και αν από πολλούς το ”Sprawl” θεωρείται ως το τελευταίο εξαιρετικό άλμπουμ του, δεν είναι και πολύ αξιοσημείωτες. Ο Nick αγαπά πολύ αυτό που κάνει και ίσως γι’ αυτό δε διανοείται να μην το κάνει καλά. Ακόμα και το περυσινό “Example 22” ακούστηκε σα βάλσαμο μέσα σε μια όχι και τόσο συγκλονιστική μουσικά χρονιά.
Το “Any Gas Faster” αρχικά κυκλοφόρησε το 1990 από τη Reckless Records, επαληθεύοντας τις ήδη μεγάλες προσδοκίες για ποιοτική rock που λοξοκοιτάζει διαρκώς προς την ψυχεδέλεια, με έναν ακραιφνή ανεξάρτητο της εποχής χαρακτήρα. Ο τίτλος προέρχεται από μια ιδέα του ίδιου του Nick από την εποχή που δούλευε σε μια διαφημιστική εταιρεία. Και αυτή τη φορά όλα τα όργανα παίζονται από τον Nick, με εξαίρεση τα ντραμς, που έχει αναλάβει ο Martin Crowley (Room 13). Ουσιαστικά εδώ μιλάμε για την πρώτη στούντιο (κυριολεκτικά) ηχογράφηση, όπου η ωδή στην ψυχεδέλεια έρχεται χωρίς μακροσκελή «χασίματα», μονάχα από τη δική του εξαιρετική κιθάρα, προσαρμοσμένη σε φιλικότερους προς το μέσο ακροατή κανόνες. Στην επανακυκλοφορία αυτή υπάρχουν bonus τραγούδια από τα “Ear Song” (ζωντανές ηχογραφήσεις) και “Acid Jam”, που εντάσσονται απόλυτα στο ύφος του δίσκου, ως προερχόμενα από την ίδια χρονικά φάση δημιουργίας. Μιας δημιουργίας που έμελλε (κατά τη -σωστή- γνώμη πολλών) να πιάσει κορυφή με το άλμπουμ που ακολουθεί.
Το κορυφαίο “New River Head”, που κυκλοφόρησε ένα χρόνο αργότερα, από τη μπροστάρισα στην ανεξάρτητη rock Woronzow Records, τα είχε όλα. Τεράστια δύναμη, απίστευτη κιθάρα, εθιστικές μελωδίες και περισσή αυτοπεποίθηση. “One man show” και πάλι, αλλά με τον Nick να έχει βρει τον απολύτως ενδεδειγμένο και σωστό τρόπο να εκφραστεί, για να κερδίσει όχι μόνο τις καρδιές των ορκισμένων σύγχρονων «ανεξάρτητων» που μπορούσαν να αγαπήσουν ακόμα και τα παλιομοδίτικα 60’ς, αλλά και όσων στην αρχή των αμήχανων 90’ς είχαν σκοτοδίνες με τον μεσουρανούντα “rock” ήχο του Manchester και ήθελαν να προσδιοριστούν ως αληθινοί ροκάδες. Το φερώνυμο τραγούδι, τα “White Sun” και “Down In The Well”, όπως και το κλασικό στις συναυλίες του “She’s Entitled To” είναι μερικά από τα σχεδόν ισάξια τραγούδια που θα συναντήσετε στην επιτομή του rock ήχου της δεκαετίας εκείνης, διατηρώντας ακόμα αρυτίδωτη την ομορφιά τους. Η συγκεκριμένη επανέκδοση έχει τη μορφή διλπού cd με διαφορετικές εκτελέσεις και επιρόσθετα τραγούδια.
Το “London Stone” κυκλοφόρησε αρχικά επίσης από την εταιρεία του Nick, τη Woronzow, αλλά δεν έτυχε της σημασίας που του άξιζε, επειδή είχε την ατυχή συγκυρία να βγει λίγο μετά το “New River Head”. Οι πρώτες του νότες αιφνιδιάζουν με το αμιγώς παραδοσιακό “Stonedance”, αλλά σύντομα το κλίμα «γυρίζει» με το “Coming Round”. Η ιστορία συνεχίζεται ακριβώς από εκεί που είχε σταματήσει, μόνο που οι απαιτήσεις είχαν εκτοξευθεί. Ο Nick, προφανώς έχοντας επίγνωση της κατάστασης, αποφάσισε να ποντάρει λίγο περισσότερο στους ψυχεδελικούς (με έμπνευση από τον ένα και μοναδικό Jimi, κατά δήλωσή του), garage και folk ήχους, για να βαδίσει στα σίγουρα. Η επιλογή του αυτή μάλλον τον δικαίωσε, αφού τον έβγαλε από τη «δύσκολη» θέση, διατηρώντας τον παράλληλα στο αναμενόμενο ύφος και σε υψηλά δεδομένα. Και αυτή η κυκλοφορία έρχεται σε διπλό cd με bonus τραγούδια και demo εκτελέσεις.