20. Sziget Festival 2012
Ξεκινάω με ό,τι θα ήθελα πρώτα εγώ να διαβάσω ως ανταπόκριση από το φεστιβάλ και στη συνέχεια περνάω σε περιορισμένες εντυπώσεις, συμπεράσματα και λοιπές λεπτομέρειες για την οργάνωση, αλλά και κάποιες από τις συναυλίες, που δεν αποτέλεσαν σε καμία περίπτωση αφορμή για να βρεθούμε στη Βουδαπέστη στη μέση του Αυγούστου. Άλλωστε σε αιώνιο αντίπαλο site μπορείτε να διαβάσετε την απολαυστική ανταπόκριση του Μάνου Μπούρα, με τον οποίο λεπτό δε χωρίσαμε σε όλη τη διάρκεια του τριημέρου, παρά μόνο όταν ο ένας πήγε να δει τους Amon Amarth και ο άλλος τους Mando Diao.
The Stone Roses....
Το σπουδαιότερο (?) reunion για το 2012 αντιμετωπίστηκε εντός (εν μέρει και εκτός) συνόρων με αρκετή επιφύλαξη, παρότι το ΝΜΕ προσπάθησε, φιλότιμα είναι αλήθεια, να το παρουσιάσει ως το μεγαλύτερο γεγονός στην ιστορία της μουσικής μετά την ανακάλυψη της ίδιας της μουσικής. Ο υπογράφων από τον Μάρτιο μέχρι και τον Ιούνιο διάβασε τουλάχιστον έξι διαφορετικά αφιερώματα στους Roses και ξεκοκκάλισε και ένα ολάκερο θεματικό τεύχος αφιερωμένο σε αυτούς, ενώ λίγο έλειψε να κάνει επανάληψη τη βιογραφία του Ian Brown. Συνεπώς από ένα σημείο και μετά θεωρούσα δεδομένο ότι έστω και δια της αυθυποβολής θα βρισκόμουν σε κάποια ευρωπαϊκή πρωτεύουσα για να τους δω. Πρώτη στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων έπεσε η Λισαβόνα, η ιδέα όμως ότι κάπου παραδίπλα θα βρίσκεται ο Άρης Μπούρας και θα παρακολουθεί τη Santigold δεν με άφηνε να ησυχάσω, οπότε, εν μέσω και άλλων συγκυριών προτιμήθηκε η Βουδαπέστη, που είχε και καλύτερες θερμοκρασίες.
Οι Stone Roses είχαν αφήσει πολλά πράγματα ανεκπλήρωτα με την θριαμβευτική αποτυχία του Second Coming να ανταποκριθεί σε μεγάλες προσδοκίες που ποτέ δεν εξελίχθηκαν σε μεγάλες πραγματικότητες (παρά μόνο σε μακροσκελείς). Από τους τρεις χαρισματικούς μουσικούς και τον ένα προβληματικό τραγουδιστή/ performer που αποτέλεσαν το ιστορικό line up τους, μόνο ο τελευταίος είχε μία αξιοπρόσεχτη προσωπική πορεία, παρά την ομολογημένη αδυναμία του να αφήσει κατά μέρος το μουρμουρητό εις βάρος του τραγουδιού, που ενώ στα τραγούδια των Stone Roses ήταν το απαραίτητο τελικό συστατικό, στην προσωπική του δισκογραφία κατέληξε τελικά ως κακόγουστο αστείο. Ο John Squire, ο σπουδαιότερος κιθαρίστας των τελευταίων 30 ετών μετά τον Johnny Marr. Τελεία. Παύλα. Ο John Squire, λοιπόν, πέρασε από εξευτελιστικές καταστάσεις (Seahorses) στην ανυπαρξία. Ο Reni ήταν ο μόνος από τους τέσσερις που είχε κάποια πάρε δώσε με τον Ian Brown, ενώ αν το καλοσκεφτείς ο Mani, κυρίως μέσα από τους Primal Scream είχε την καλύτερη τύχη, που τουλάχιστον θα μπορούσε να έχει ένας μπασίστας.
Δεκαέξι χρόνια μετά το λοιπόν, η πρωτεύουσα και ουσιαστική ανεκπλήρωτη υπόσχεση ήταν το γέμισμα τραπεζικών λογαριασμών, που σίγουρα μπορούσαν και καλύτερα από όλα τα παραπάνω. Αυτή είναι η βασική προτεραιότητα κάθε reunion που σέβεται τον εαυτό του και γνωρίζει τη δυναμική του και προσωπικά δεν το βρίσκω και τόσο κακό. Ο Nick Hornby (τον οποίο εμπιστεύεται τυφλά ο Δημήτρης Κάζης, τον οποίο με τη σειρά μου εμπιστεύομαι τυφλά εγώ) έχει γράψει ότι η βασική ιστορία του ροκ είναι το πώς να γίνεις εξωφρενικά πλούσιος και διάσημος σε εξαιρετικά αντίστροφα σύντομο χρόνο (ή κάπως έτσι τέλος πάντων) και φαντάζομαι ότι το να το επαναλάβεις αποτελεί εκτός των άλλων μέγιστη πρόκληση και ηδονή, καθότι άλλωστε μια τέτοια επανάληψη δεν είναι δυνατή στο ποδόσφαιρο, όπου επίσης συναντάται το φαινόμενο. Όσοι επικαλούνται το ανελέητο cash in για να αφορίσουν όλα τα reunion σωρηδόν, σίγουρα ξεχνούν ότι το μετρητό ήρθε λίγο πριν το rock 'n' roll ή καλύτερα το rock 'n' roll ήρθε για να φέρει περισσότερο μετρητό. Όποιος τυχόν πιστεύει ότι θα ήταν καλύτερο για τους Pixies να παραμείνουν αιωνίως ένα όνομα αναφοράς που ποτέ δεν κατάφερε να εισπράξει από την όποια επιτυχία του, φαντάζομαι ότι πηγαίνει στη δουλειά του 9-5 το πρωί προσδοκώντας απλά να βγει ο υπάλληλος του μήνα, χωρίς να ενδιαφέρεται για το ύψος του μισθού του.
Οι Stone Roses ως Αγία Τετράδα (Ian-John-Mani-Reni) ανέβηκαν στην κεντρική (pop & rock) σκηνή του Sziget λίγο μετά τις 21:30 και κατέβηκαν λίγο μετά τις 23:00. Σύμφωνα με όσα είχα ήδη διαβάσει η συναυλία είχε ελάχιστες διαφορές από τις τρεις πρώτες εμφανίσεις τους στο Manchester και ό,τι ακολούθησε μετά σε διάφορα φεστιβάλ της Ευρώπης. Στα περισσότερα review θα διαβάσετε ότι το Shoot You Down, σε μία ευχάριστα ψυχωμένη απόδοση του, ακούστηκε σαν να είναι το σπουδαιότερο τραγούδι τους, και αυτό είναι σχεδόν αλήθεια. Η υπόλοιπη αλήθεια κρύβεται στο ότι επί σκηνής οι Stone Roses ακούγονται ως αυτό που υπόσχονται: ένα κολοσσιαίο τρακάρισμα των Led Zeppelin με το Acid House, στη διάρκεια του οποίου οι πρώτοι δεν απαιτείται να είναι macho και το δεύτερο επιτρέπεται να έχει I.Q. μεγαλύτερο από 10. Το ότι ο John Squire είναι ο Jimmy Page και ο Terminator X ταυτόχρονα (αν μπορούσε να ζωγραφίζει και παράλληλα στις συναυλίες, τότε θα μιλούσαμε για νούμερο σε τσίρκο) επιβεβαιώθηκε επιτέλους και ενώπιον μας. Δεν ξέρω για εσάς, εγώ πάντως γουστάρω ο κιθαρίστας να σκρατσάρει μεταξύ άλλων.
Στη Βουδαπέστη έτυχε να βρίσκονται στο κοινό αρκετοί συντοπίτες τους, οι οποίοι σε κάθε παύση μουσικής δεν παρέλειπαν να φωνάζουν ρυθμικά το όνομα του Mani και ησύχασαν μόνον όταν ο τελευταίος γύρισε τα μπρος-πίσω την κιθάρα του για να αποκαλύψει το αυτοκόλλητο της ManUnited. Μαζί με τον Reni στήνουνε το groove πάνω στο οποίο περνάει χωρίς να ξεθωριάζει από γενιά σε γενιά ο μύθος των Stone Roses, καθώς το αληθές είναι ότι και άλλοι είχαν και έχουν σπουδαίες κιθάρες, καμία ροκ μπάντα όμως δεν ευτύχησε ποτέ να έχει rhythm section που ανεβαίνει ανηφόρες χωρίς να ιδρώνει και κυρίως drummer που ποτέ δεν πάει από τον ίδιο δρόμο, αλλά κάθε φορά κάνει έστω και μία μικρή παράκαμψη.
Από εκεί και πέρα οι Stone Roses έχουν 15-16 τραγούδια υπεράνω κριτικής και ισόποσης λαχτάρας για να ακουστούν από τους φανατικούς τους. Το μόνο που χρειάζεται είναι να τα μοιράσουν με επιμέλεια στο setlist (ναι, είναι από τις μπάντες που τολμούν και βγαίνουν στη σκηνή με το ευρύτερης αποδοχής τραγούδι τους), να τα παίξουν τουλάχιστον αξιοπρεπώς (έκαναν πολλά περισσότερα από αυτό) και μετά από 1,5 ώρα αυστηρά να μην αφήσουν την παραμικρή υποψία ότι χρειάζεται έστω και ένα λεπτό παραπάνω (συνεχίζουν να μην κάνουν encore, πράγμα που ελπίζω ότι δεν θα αλλάξει όταν στην ενδεχόμενη επόμενη περιοδεία θα έχουν και καινούργια -καθώς ακούγεται- τραγούδια, δηλαδή κάτι που κανείς δεν χρειάζεται είτε από αυτούς, είτε από τους Pixies, είτε από τους Ζιγκ Ζαγκ- πρώτα ο θεός).
O Ian Brown μέσα σε όλα αυτά είναι κάτι πολύ παραπάνω από τον τύπο που ήρθε 2-3 φορές στην Ελλάδα αντιμετωπίζοντας σχόλια και χαμόγελα ειρωνείας. Στα 4/5 της συναυλίας δεν κάνει σχεδόν τίποτε, παρά μόνο ανταλλάσει βρετανικές ματιές με το κοινό, ασχολείται εμμονικά με ότι τυχαίνει να φοράει εκείνη τη μέρα και βαράει δυο tech-ντέφια τα οποία δεν ακούει κανείς. Κανείς όμως δεν μπορεί να σκεφτεί αυτά τα τραγούδια χωρίς τον Ian Brown, ενώ περιέργως και παρότι η συμβολή των υπολοίπων είναι μεγαλύτερη από τη δική του, μπορείς να αφαιρείς κάθε φορά έναν από τους τρεις και πάλι θα έχεις κάτι από Stone Roses όμως. Ο Ian δίδαξε attitude όταν έπρεπε, οι μαθητές του σήμερα του ανταποδίδουν τα εύσημα, ακόμη και όσοι τον έχουν ξεπεράσει, και το να το επαναλαμβάνει έστω και μαϊμουδίστικα είναι το καλύτερο που έχει να κάνει. Και το ξέρει.
ΟΚ. Ομολογώ ότι θα προτιμούσα να τους είχα δει περισσότερο μεθυσμένος και σε ένα φεστιβάλ που ο κόσμος θα ήταν έστω και λιγότερο μεθυσμένος, αλλά θα είχε μεγαλύτερη λαχτάρα για Stone Roses, καθώς σε καμιά περίπτωση η ατμόσφαιρα στο Sziget πριν βγουν στη σκηνή δεν είχε τον απαραίτητο ηλεκτρισμό της αγωνίας (αυτό θα γινόταν δύο μέρες αργότερα...). Το ότι τους είδα όμως και μάλιστα χωρίς πολύ κόπο από τις πρώτες σειρές να δίνουν τίποτε λιγότερο από ότι έδωσαν στο τριήμερο του Heaton Park, παρότι πήραν πίσω σαφώς λιγότερα, ενίσχυσε την άποψη μου περί του ότι οι Stone Roses ήταν, είναι και θα είναι η πιο "μουσική" βρετανική μπάντα των τελευταίων 35 χρόνων και αν τυχόν δεν χρειάζεσαι αχανείς δισκογραφίες για να πειστείς περί του ιδιοφυούς, μπορείς να το πας και πολύ πιο πίσω ακόμη.
The Killers ...
Οι Killers είναι η τελευταία μπάντα στην ιστορία του ροκ που έγραψε σπουδαία τραγούδια και τα οποία λατρεύτηκαν από ένα μεγάλο κοινό, προφανώς εκτός των ορίων των αρχικών προβλέψεων. Οι Arcade Fire παρότι το επεδίωξαν δεν το κατάφεραν. Δεν συνεχίζουν να το κάνουν ασφαλώς οι Killers το παραπάνω επίτευγμα. Από τότε που παραμπήκε στον κόσμο τους ο Bruce Springsteen, η λάμψη των συνθέσεων τους φθίνει συνεχώς. Πράγμα λογικό, διότι Springsteen και λάμψη είναι έννοιες αντίπαλες. Προς τιμήν τους όμως έχουν εξελιχθεί σε ένα τεράστιων, όσο και ανθρώπινων, διαστάσεων, live act, περίπου κάτι σαν τους Depeche Mode της εποχής του 101, όταν δεν χρειάζονταν τίποτε περισσότερο από σπουδαία τραγούδια και σωστή εμφάνιση για να εντυπωσιάσουν τους πάντες. Δεν αφήνουν περιθώρια σε κανέναν να μην περάσει καλά στις συναυλίες τους, κι αυτό είναι κάτι παραπάνω από δύσκολο.
Και σε αυτούς τους πάντες πλέον συγκαταλεγόμαστε και εμείς. Και αν τυχόν τους πετύχετε κάπου, θα συγκαταλέγεστε και εσείς κ.ο.κ. Ευφυώς και αυτοί δεν αφήνουν το χρόνο της συναυλίας να ξεκινήσει εναντίον τους, αλλά τοποθετούν δεύτερο στη σειρά το Somebody Told Me και πλέον το αχανές φεστιβάλ κρέμεται από τα ατίθασα χείλη του Brandon Flowers. Πολύ περισσότερο από μία συναυλία, το έξυπνα στημένο live των Killers είναι μία συνεχής έκρηξη θετικής ενέργειας στο χώρο, χωρίς όμως να παύει να είναι ένα ροκ live. Χωρίς πολλά videowall, χωρίς γερανοφόρα και λοιπές σαχλαμάρες. Ροκ στα όρια του σώου, αλλά όχι σώου.
Στη μέση της συναυλίας το Shadowplay υπογραμμίζει τις διαφορές των Killers με διάφορα τυχάρπαστα βρετανικά σχήματα που είδαμε μες στο τριήμερο, τα οποία μάλλον θεωρούν περιττό το να παίξουν λίγο καλύτερα από ότι παίζουν στις πρόβες τους όταν βρίσκονται ενώπιον μερικών δεκάδων χιλιάδων κόσμου. Μέχρι το Mr Brightside οι πάντες έχουν ξελιγωθεί και αποζημιωθεί σε ικανοποιητικό βαθμό για το μάλλον χλιαρό line up του κατά τα άλλα τεράστιου σε όλα του τα μεγέθη Sziget Festival. Θεωρώ ότι είναι επιτακτικό το να δει τους Killers live κάποιος σε αυτή τη χρονική στιγμή, καθώς από την άλλη είναι φανερό ότι έρχονται ακόμη περισσότερα μέτρια έως αδιάφορα τραγούδια, που ενδεχόμενα θα αλλοιώσουν και τη συναυλιακή τους εικόνα, που επί του παρόντος είναι συγκλονιστική.
The Rest Is Noise...
Από εκεί και πέρα το Sziget είναι ένα Τ-Ε-Ρ-Α-Σ-Τ-Ι-Ο φεστιβάλ, που γίνεται εδώ και είκοσι χρόνια σε ένα νησάκι στη μέση του Δούναβη, στο κέντρο της Βουδαπέστης. Κάθε τόσο πετυχαίναμε μπροστά μας κόσμο με t-shirt από τις προηγούμενες χρονιές, συνειδοποιώντας ότι πέσαμε στο χειρότερο line-up των τελευταίων ετών. Που μπορεί να μην ήταν και τόσο κακό βέβαια, αλλά όταν το μοιράζεις σε οχτώ ημέρες, τότε δύσκολα μένουν παραπάνω από 1-2 συγκροτήματα για να σου τραβήξουν το ενδιαφέρον καθημερινά. Το Σάββατο ας πούμε θα μπορούσαμε και να μην είχαμε πάει, αν βρίσκαμε κάτι πιο ενδιαφέρον να κάνουμε στην πόλη. Δεν βρήκαμε όμως, διότι μεταξύ άλλων για ακόμη μια φορά δεν πέτυχα στη Βουδαπέστη μισό (1/2) ανοιχτό δισκοπωλείο. Άλλα είχαν κλείσει προ πενταετίας και απλώς δώσαμε τηλεφωνικά συλληπητήρια για αυτό στους ιδιοκτήτες τους, άλλοι τα ανοίγουν δυο ώρες κάθε μέρα, αλλά όχι τα Σάββατα, γενικώς πολύ ΔΝΤ η φάση!
Μπορεί οι Horrors να έπαιξαν σε συνθήκες ηλιοθεραπείας, αλλά έχω την αίσθηση ότι και στα μαύρα μεσάνυχτα το ίδιο αδιάφοροι θα ήταν. Το να αλλάζει ένα σχήμα -σχεδόν ριζικά- ήχο και αισθητική σε κάθε επόμενο δίσκο, σίγουρα δεν ωφελεί τις live αποδόσεις του. Το ξεθώριασμα των Simple Minds του τελευταίου τους ανησυχητικά αδιάφορου δίσκου δεν βοήθησε τα πράγματα και κάπως έτσι ήταν πολύ καλύτεροι 2-3 χρόνια πριν που τους είχαμε δει στα πιο σκοτεινά τους, που από ότι θυμάμαι και πάλι τα χάλια τους είχανε. Για τους ΧΧ δεν έχω να πω πολλά, παρά μόνον το ότι ελπίζω ειλικρινά ότι δεν θα τους πετύχω ποτέ ξανά σε κάποιο φεστιβάλ. Ήταν ήδη η τρίτη φορά και κάθε φορά είναι και χειρότεροι. Πλέον στέκουν ολοκληρωτικά αδιάφορα πάνω στη σκηνή, καθώς θεωρούν εαυτούς ήδη βεντέτες και βετεράνους. Δεν έχουν ήχο, παρουσία, νεύρο, τραγούδια... μόνο όμορφα μαύρα ρούχα έχουν, αλλά φαντάζομαι ο καθένας μπορεί να αποκτήσει τέτοια αν θέλει. Έριξα και μια γρήγορη ακρόαση στο πρόσφατο άλμπουμ τους μετά το live, οι χαμηλές προσδοκίες μου επιβεβαιώθηκαν θριαμβευτικά και έχω τη συνείδηση μου ήσυχη. Δεν έχω να πω κάτι για τους Two Door Cinema Club, διότι πρόκειται για ένα ακόμη συγκρότημα που είτε υπάρχει, είτε δεν υπάρχει, δεν κουνιέται φύλλο για δαύτους. Ο Paolo Nutini είναι ελάχιστα καλύτερος από τον Στέλιο Ρόκκο, γεγονός για το οποίο δεν χρειάζεται ιδιαίτερη προσπάθεια, όπως θα φαντάζεστε.
Απομακρύνθηκα επιμελώς από την κεντρική σκηνή όταν έπαιζαν οι Mando Diao και καθώς μαθαίνω πολύ καλά έκανα. Την ίδια ώρα παρακολουθούσα τους Σουηδούς Amon Amarth, οι οποίοι παρότι τους έτυχε ένα κατά 95% μη μεταλλικό κοινό, έδωσαν κάτι που να προσεγγίζει τον καλύτερο τους εαυτό και στο τέλος όλοι εμείς οι λίγοι περάσαμε καλά. Φαντάζομαι το ίδιοι και αυτοί. Άγνωστο γιατί βρέθηκαν εκτός της metal μέρας του φεστιβάλ, οι εν λόγω συμπαθείς, πλην πάντοτε συντηρητικοί, deathsters. Του χρόνου καλύτερα που λένε.
Νομίζω ότι η πρώτη μπάντα που είδαμε ήταν οι Wild Beasts, οι οποίοι όμως δυστυχώς ποτέ δεν μου έχουν πει κάτι και έτσι δεν μπορώ να συμμεριστώ, παρά μόνο να κατανοήσω, τον ενθουσιασμό για την πάρτη τους και τα πλαστικά τους συναισθήματα. Βλέποντας για μόλις δέκα λεπτά τους Leftfield μπαίνεις σε βάσιμες υποψίες για την αξία του ηλεκτρονικού ήχου εν γένει μέσα στις δεκαετίες που περνάνε, ενώ άλλα δέκα λεπτά με τους Magnetic Men και το εξαντλητικά up to date εμπορικό τους dubstep σε στέλνουν στο περίπτερο για να μη χάσεις την Καθημερινή που μοιράζει δισκογραφία Deep Purple και ενισχύουν την πίστη σου στα ροκ ιδεώδη. Ο Μάνος Μπούρας με τράβηξε να δούμε και κάποιον τύπο Fink, που αν τη στήσει καθημερινά στο Μετρό Δουκίσης Πλακεντίας, όλο και μπορεί να βγάλει τα έξοδα του για να πεταχτεί μέχρι την Ικαρία, όπου θα βγάλει τα έξοδα του για να πεταχτεί μέχρι τη Δονούσα κ.ο.κ. Αλλά μέχρι εκεί.
Σε κάποια φάση εμφανίζονταν στην κεντρική σκηνή ο Snoop (Doggy) Dogg, τον οποίο και αυτόν τον πετυχαίνω πλέον κάθε χρόνο σε κάποιο φεστιβάλ και δεν μου έκανε εντύπωση, συνεπώς αποφασίσαμε να βάλουμε στοίχημα για το αν ο Shane Mac Gowan είναι ακόμη με τους Pogues ή αν αυτό το δεκαπενθήμερο έχουν μαλώσει. Τελικά τα είχαν βρει. Άγνωστο αν ο Shane έχει καταντήσει τόσο χάλια ή απλά θέλει να δίνει την εικόνα ότι έχει καταντήσει τόσο χάλια. Πιθανότερο το πρώτο βέβαια. Πάντως παρότι δεν μπορούσε να σταθεί, περιέργως όταν τραγουδούσε ούτε πολύ από ρυθμό έχανε, ούτε πολλά από λόγια (ίσως κάποια σύμφωνα). Ανά δύο τραγούδια αποσύρονταν να ξαποστάσει, πράγμα που καθόλου δεν πτοούσε την υπόλοιπη τίμια μπάντα, αλλά εν γένει οι Pogues ακούγονται μάλλον παρωχημένοι και για αυτό δεν ευθύνεται μόνο η όποια κατάντια του Shane. Μάζεψαν πάντως εντυπωσιακά πολύ κόσμο, στην World Stage όπου και εμφανίστηκαν, ειδικά αν σκεφτεί κανείς ότι συναγωνίζονταν τον hip hop υπέρλαμπρο αστέρα. Ονόματα όπως οι LMFAO αποτελούν ισχυρό επιχείρημα για να γίνονται τα μουσικά φεστιβάλ του μέλλοντος μόνο στις οθόνες των i phone, αφού εκεί αναδεικνύονται οι αδιαμφισβήτητες αρετές τους.
Σε όλο το χώρο του φεστιβάλ υπήρχαν δρόμοι μήκους ενός χλμ τουλάχιστον όπου μπορούσες να πιεις και να φας το οτιδήποτε σε εξευτελιστικές για τα δικά μας δεδομένα τιμές. Η μπύρα ουσιαστικά είχε 1,5-2 ευρώ, πράγμα που μου θύμισε σχετικές καταχωρήσεις για metal φεστιβάλ στην Τσεχία, όπου -σοφά- η τιμή της μπύρας αναγράφεται με μεγαλύτερη γραμματοσειρά από αυτή των headliners. Δεν υπάρχει πουθενά στριμωξίδι, piss rivers, ουρές και εν γένει ταλαιπωρία. Μετά τη λήξη λειτουργούν όλα τα ΜΜΜ για να επιστρέψεις στην πόλη, ενώ σε μάξιμουμ πέντε λεπτά αν θες παίρνεις και ταξί, καθότι υπάρχει σύστημα εντελώς αντίθετο από ό,τι γίνεται στους ελληνικούς σταθμούς των τρένων, το οποίο φαντάζομαι οι συνδικαλιστές των ταξί σοφά απαγορεύουν να εφαρμοστεί και εδώ. Στο χώρο του φεστιβάλ υπάρχουν άπειρες εκτός μουσικής δραστηριότητες, του στυλ λούνα παρκ για ενήλικες, ιπτάμενα μπαρ σε γερανούς κλπ τις οποίες μάλιστα ο πολύς κόσμος προτιμούσε περισσότερο και από τη μουσική. Αν το λένε οι αντοχές σας, ο χώρος του camping παρά τον άπειρο κόσμο, μου φάνηκε καθαρός και οργανωμένος. Γενικώς αν είσαι γύρω στα 20 με 25 κι έχεις όρεξη για μία εβδομάδα μουσικής κατασκήνωσης, χωρίς να σε απασχολεί πολύ το έγκριτο του line up, δεν βλέπω κάποιο λόγο γιατί να μην είσαι στο Sziget του χρόνου.
(Πολλά ευχαριστώ στους Θοδωρή Τσαντούλα και Αλκμήνη Θάνου - promoters του φεστιβάλ στην Ελλάδα - που πέραν του ότι έριξαν την ιδέα, μας βοήθησαν σε όλα τα απαραίτητα πριν και κατά την παραμονή μας στη Βουδαπέστη. Καλό κουράγιο και του χρόνου τους ευχόμαστε!)