Μια βραδιά στο λούκι του ελληνικ(οφων)ού ροκ
Με τον τρόπο τους οι Magic de Spell και το ελληνικό ροκ ήταν εκεί στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής μας. Και με τον τρόπο τους αυτό είναι ακόμη... Του Άρη Καραμπεάζη
Στο χρονικό σημείο που βρέθηκαν στη σκηνή τα Γυμνά Καλώδια και μου ήρθε στο μυαλό ο στίχος ‘Μην μου χτυπάτε την πουτάνα την καμπάνα’ πριν καν έρθει η ώρα να τον πουν οι ίδιοι, σκέφτηκα ότι ΟΚ ήρθαμε μεν στα 40 χρόνια των Magic De Spell, αλλά δεν χρειάζεται να γράψουμε και κάτι επ’ αυτού.
Τι να λέμε πάλι δηλαδή; Για το ελληνόφωνο ροκ, και το πόσο μας ταλαιπώρησε στα 90s και τις εταιρείες που του την πέσανε, τους Ψόφιους Κοριούς και τα γνωστά. Κάπου το είπε/έγραψε και ο Μπάμπης με αφορμή τα της Lazy Dog «πιστέψαμε στο ελληνικό ροκ, αλλά... » και λοιπά ανακεφαλαιωτικά, που κάθε φορά που τα επαναλαμβάνουμε περνάμε με άνεση στην γραφική πλευρά που φροντίζαμε και νομίζαμε ότι θα αποφύγουμε.
Και στο κάτω-κάτω βλέπουμε στις μέρες μας κατά που βαδίζει και το αγγλόφωνο ελληνικό ροκ, με τα label, τις ανέσεις του και το αόριστο κοινό του πλέον, ψυχεδελάδες πιάσανε τα πόστα/δέκα μπάντες μια λαχούρ κομπόστα, για να συνεχίζουμε να παραφράζουμε τον Πανούση.
Το πρόβλημα με τους Magic De Spell είναι τις περισσότερες φορές οι στίχοι τους. Κάτι μας είπες τώρα και με ποιον δεν είναι θα μου πεις, αλλά εδώ όντως λίγο παραπάνω, διότι οι υπόλοιποι που το έχουν το πρόβλημα έχουν και 100 άλλα, που οι MDS δεν τα έχουν. Οι MDS μέσα σε όλη αυτή την πιστότητα, που μόνα τους τα 40 χρόνια θα αρκούσαν για να τεκμηριωθεί, έχουν υποπέσει σε πολλές από τις πιο εύπεπτες στιχο-παγίδες του εγχώριου ελληνόφωνου ροκ. Και συνεχίζουν να το κάνουν (‘τι χες Γιάννη/ τι ‘χα πάντα/ άντε και καλά σαράντα’).
Αυτά όμως θυμάμαι τα είχαμε εξαντλήσει με τις (επαν-)εκδόσεις τόσο του ‘A Body In A Snare’, όσο και του ‘Nightmare’. Τι έχει αλλάξει; Πρακτικά και επί της ουσίας τίποτε, εκτός του ότι ακόμη και για τους αντιρρησίες το πρόβλημα των εύκολων στίχων μετατρέπεται επί σκηνής για τους MDS σε πλεονέκτημα, καθώς το κοινό τους, όχι αφελώς τυχόν νεανικό, αλλά και ούτε ιδιότροπα ώριμο, αποδέχεται να ανταποκριθεί είτε σε αρχαία ρητά (‘μη μόναν όψιν’), είτε σε ζαμπετορόκ προτροπές (‘για ‘σένανε μπαμπέσα’), με την ίδια ευφράδεια και ευφροσύνη. Αυτό εμένα κατά τα συνήθη πάντα μου προκαλεί μία ανησυχία και τουλάχιστον σε πραγματικό χρόνο περισσότερο από το γιατί βρέθηκα εδώ, με στεναχωρεί το γιατί δεν συμμετέχω όσο πρέπει (μιας και βρέθηκα, που βρέθηκα).
Κάπου στη μέση του live οι MDS αντικαθίσταται στην σκηνή από τους Panx Romana, ο Frank θα κάνει μέχρι και crowd surfing, τα κομμάτια του παζλ θα ενωθούν, όπως θα γράψει και ο γλαφυρός ιστορικός του ελληνικού ροκ μέλλοντος, και όποιος τυχόν πει ότι δεν περνάει καλά μάλλον όντως δεν έπρεπε να βρεθεί εκεί. Τα τελευταία είκοσι κάτι χρόνια έχω δει τους Panx Romana μόνο ως guests σε συναυλίες άλλων, σκέφτομαι, και όλο ξεχνάω να κάνω κάτι για να αλλάξει αυτό.
Κάποιοι, βέβαια, δεν βρέθηκαν όντως εκεί, και δεν ακούστηκε ούτε καν το όνομα τους, παρότι γύρναγε ασφαλώς στο μυαλό των περισσότερων. Στο τέλος του live και πριν οι στίχοι της Κατερίνας Γώγου μου κολλήσουν και πάλι στο μυαλό, εκ της αντιστρόφου αποδείξεως, το ότι ‘οι MDS έχουν τρομερό πρόβλημα στίχων ρε γμτ’, ο ντράμερ και η συγκολλητική ουσία του γκρουπ σε αυτά τα 40 (και plus πλέον) χρόνια, Θοδωρής Βλαχάκης, βρίσκεται με το μικρόφωνο και όχι τις μπαγκέτες ανά χείρας, στο μπροστά μέρος της σκηνής, και όχι πίσω από το σετ του, και για περισσότερο από ένα τέταρτο ακολουθεί ένα ειλικρινές κάλεσμα ζωντανών τε και νεκρών, που πέρασαν έστω και για ένα... τέταρτο από τις τάξεις των MDS.
Δεν μου έκανε εντύπωση το ότι δεν ήταν στο κοινό ή δεν ακούστηκε το όνομα του Ηλία Ασλάνογλου, μου έκανε πραγματικά εντύπωση το ότι κανείς από το κοινό δεν φώναξε το όνομα του. Σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις, συνηθίζονται αυτά, αλλά εδώ σαν να υπήρχε μια κάποια σιωπηρή συμφωνία και με το κοινό. Ίσως και όχι βέβαια.
Η φωνή του πάντως του Ασλάνογλου –αν δεν κάνω κάποιο λάθος– ακούστηκε στην αρχή της βραδιάς όταν ηχογραφημένο υλικό από την πρώτη περίοδο των MDS στάθηκε ως γέφυρα ανάμεσα στο τέλος της εμφάνισης των ‘συγγενών’ Art Telepaths και στο ανέβασμα των ‘πρόσκαιρα αγγλόφωνων’ MDS του 2019 στην σκηνή του Κυττάρου (αυτό το χαρακτηριστικά ελληνικό ... ‘and if it was easy for a glass of beer’, που σαρδόνια μας θυμίζει ότι οι MDS εξαρχής στα ελληνικά τραγουδούσαν τελικά).
Ήταν λοιπόν αυτό το πρώτο ημίωρο, με τους αδερφούς Σκαρλάτου –σε πλήρη εξάρτηση και φόρμα– το καλύτερο της συναυλίας; Όχι δεν ήταν. Απαντώ αφουγκραζόμενος τον ιδρώτα και τις ανάγκες του κοινού στο επόμενο τρίωρο. Δεν μπορούμε να τα παραβλέπουμε αυτά, και ας διολισθαίνουμε στα όρια μιας λαϊκότητας, που δεν αναιρεί μεν την φύση του ροκ (τέτοια είναι και αυτή), αλλά εξαντλητικά μπορεί να την αλλοιώσει.
Λοιπόν οι αγγλόφωνοι MDS, οι Βλαχάκης - Σκαρλάτος στην rhythm section και τα λιτά πλήκτρα, με τα οποία πάντοτε φρόντιζαν να τονίζουν συναισθηματικά το πρώιμο της αισθητικής που καλούνταν να κομίσουν εις Αθήνας, είναι μια πρώτης τάξεως post punk revival μπάντα, που θα μπορούσε να παίζει έξω σε event του τύπου W Festival και οι βορειοευρωπαίοι φίλοι μας να βγάζουν το σκασμό και να τους ακούνε με ανοιχτό το στόμα.
Και δεν θα χρειάζεται καν να κατέβει από την σκηνή η αγγλόφωνη μπάντα, να ανέβει η ελληνόφωνη κ.λ.π. Αυτό το απέδειξαν και με το παραπάνω στο Κύτταρο ήδη πριν το ρολόι δείξει δώδεκα, και παρά την απώλεια του λαϊκού αισθήματος από κάτω έχω την αίσθηση ότι και οι ίδιοι οι συμμετέχοντες διαισθάνθηκαν ότι από τα σαράντα χρόνια που περάσανε δεν ήταν δα και όλα τα χρόνια τα ίδια. Δεν είναι και τίποτε ροκ δημόσιοι υπάλληλοι οι άνθρωποι άλλωστε.
Από τους «πρώην» που παρουσιάστηκαν ενεργοί πάντως επί σκηνής το βράδυ του Σαββάτου, βρήκα τόσο συμπαθή, όσο και εξαιρετικό τον Νίκο Μαϊντά (συνθέτης του ‘Όλγα’, μεταξύ άλλων), με μία καλώς εννοούμενη παλαιοροκενρολάδικη αισθητική τόσο στο παίξιμο του στην κιθάρα, όσο και στην εν γένει ερμηνεία και παρουσία του, που θεωρώ πως είναι αυτό ακριβώς που αναδεικνύει την ορθή πλευρά της ροκ αισθητικής των Magic De Spell σε όλη τη διάρκεια τους, και μέχρι και σήμερα.
Πέραν τούτων, τα sold out events στο Κύτταρο είναι μια πονεμένη ιστορία για όποιον θέλει να διασχίσει τον χώρο για στοιχειώδεις ανθρώπινες ανάγκες, εν προκειμένω μπορούσε να εκμεταλλευτεί πάντως αυτές τις εναλλαγές σχημάτων και αισθητικής και σκηνής και για το παραπάνω και για να κάνει νέες φιλίες στο δρόμο. Διάδρομος, αυτή η άγνωστη λέξη των ελληνικών venues…
Αρκετά νωρίς στη βραδιά ο ζόρικα ενδεδυμένος Tommie Bouzianis, που μεταξύ άλλων μεταθέτει –καθώς λέγεται– με τους Παρθενογέννεσις το σημείο εκκίνησης του ελληνικού punk, απλώνει φλοϋντικά την μελωδία από το ‘Διακοπές στο Σεράγεβο’, στο υποσυνείδητο όσων είχαν ξεχάσει ότι οι MDS δεν έχουν πρόβλημα στο να γράφουν τραγούδια που υπερβαίνουν την παγίδα της απλοϊκότητας, χωρίς να καταλήγουν απαραιτήτως σύνθετα, και χωρίς να παύουν να είναι πιασάρικα, πράγμα όχι απαιτούμενα κακό- ξαναλέμε.
Αυτό είναι –θεωρώ– το βασικό προσόν του γκρουπ συνθετικά, και εξηγεί εν μέρει το ότι βρίσκονται και συνεχίζουν για σαράντα χρόνια σε μία σκηνή στην οποία ακόμη και οι μη περαστικοί, πολλές φορές αρνούνται με ανόητο τρόπο να δηλώσουν ότι παραμένουν στο ελληνικό ροκ, αλλά τρέφουν ελπίδες ότι κάνουν κάτι άλλο, δήθεν σπουδαιότερο αυτού.
Το οποίο ελληνικό ροκ, εδώ που τα λέμε, ακόμη και σε στιγμές, περιόδους και μπάντες, που υπήρξαν αισθητικά και ηχητικά πιο αξιόπιστες από τους MDS, δεν αμελούσε να ερωτοτροπεί ποιητικά και να βαυκαλίζεται αλκοολικά στις αυστηρά προσωπικές του εμμονές, αγνοώντας ένα μονίμως υφιστάμενο ροκ προλεταριάτο, που έστω και σε συνθήκες πρώτου επιπέδου, είναι προτιμότερο να εκφραστεί όχι τυχόν από τους MDS, παρά από τον τάδε λαϊκό βάρδο ας πούμε, αλλά από τους MDS παρά από περιφερόκ ανοησίες στυλ Πυξ Λαξ ή/και Θανάσης Παπακωνσταντίνου.
Από την άλλη πλευρά οι MDS (όπως και οι Panx Romana) ακόμη και σε περιόδους που θεωρούσαμε ότι ‘όλα βαίνουν καλώς’, επέμεναν να έχουν ξεκάθαρες απόψεις, όχι απαραίτητα μουσικές, αλλά πολιτικές-κοινωνικές, που δυστυχώς έχουν καταστεί σφόδρα επίκαιρες, και ενώ οι υπόλοιποι εκεί έξω συνεχίζουν να ψάχνουν ένα απροσδιόριστο πολιτικό τραγούδι, που έστω και με κάποιες αδυναμίες, ήταν και είναι πάντοτε εδώ. Αμφότεροι συγκροτήματα δράσεως και όχι θεωρητικολογούντες επ’ αφορμή και μόνον.
Εκτός των άλλων, οι MDS σε περιορισμένες στιγμές διολίσθησαν προς το πραγματικό πρόβλημα του ελληνικού ροκ, που δεν είναι παρά τα πάρε-δώσε του με το έντεχνο. Σχεδόν ταυτόχρονα, οι ίδιοι υποδείκνυαν ποια είναι ακριβώς τα όρια ανάμεσα στο έντεχνο και στο ελληνικό ροκ, με τραγούδια όπως το ‘Δεν θέλω τίποτε σπουδαίο τελικά’ (... μόνο εσένα και τραγούδια ηλεκτρικά, για να μην μείνετε και με την απορία το λέω), να υπογραμμίζουν την ικανότητα τους να παραμένουν απλοί και στοχευμένοι, εκεί που οι υπόλοιποι σπάνε τα μούτρα τους παίζοντας το ποιητές και δη εκ των καταραμένων. Άβυσσος αυτή η ψυχή των MDS τελικά, εκεί που τους αντιμάχεσαι, έρχονται και σε κερδίζουν πάλι.
Ο σημερινός τραγουδιστής των Magic De Spell, Γιώργος Λαγγουρέτος, είχε αναλάβει μεταξύ άλλων και τον ρόλο καλωσορίσματος των πολλών και διάφορων guests της βραδιάς. Η φωνή και η παρουσία του, με αυτή την απροσδιόριστα εξαρχειώτικη αύρα, αρμόζει σχεδόν ταυτόσημα με την αισθητική του γκρουπ, και θέλω να πιστεύω ότι θα βρεθούν και τα κατάλληλα τραγούδια για να αναδειχθεί αυτό, πέραν των συνθηματολογικών, στις οποίες παραδοσιακά επιμένουν κάθε τόσο, αλλά όπως έχουν δείξει όλα αυτά τα χρόνια, πάντοτε κάτι κρύβεται πιο πίσω. Ένα καλό τραγούδι ανά δέκα δεν είναι καλό rate βέβαια, αλλά όπως και να το κάνουμε ένα καλό τραγούδι δεν είναι και κάτι το αμελητέο.
Ως προς τους καλεσμένους: ο Μίμης Καλαντζής μου έλυσε την απορία σχετικά με το ποιος απόψε θα μπορούσε να σηκώσει το ‘βάρος’ του ‘Μαθητή’ χωρίς να υποσκελιστεί από το όποιο «γελοίον του πράγματος». Πάντοτε θεωρούσαμε άλλωστε ότι η περίπτωση των Tsopana Rave είναι σαφώς πιο σοβαρή από ότι (δεν) ήθελε να δείχνει. Πέραν των Panx Romana, ο πιο ουσιαστικός καλεσμένος της βραδιάς υπήρξε σαφώς ο Οδυσσέας Γαλανάκης, από τους Απροσάρμοστους, που τόσο στο ‘Serajevo’, όσο και στο ‘Rock ‘n Roll στο Κρεβάτι’ (κάπου διάβασα ότι είναι αντιφεμινιστικό τραγούδι και ντροπή στον Σιδηρόπουλο και τέτοια, μα τι σαχλαμάρες είναι αυτές που κυκλοφορούν;) επιβεβαίωσε χωρίς πολλά πολλά ότι not anyone can play guitar. Όχι με τον τρόπο που πρέπει να παίζεται η κιθάρα τέλος πάντων.
Αυτά και όχι πολλά περισσότερα από αυτά θεωρώ. Κατανοώ μεν όχι μόνον την ανάγκη, αλλά και την ουσιαστική σημασία του να καταδειχθεί η βραδιά της 1ης Νοεμβρίου στο Κύτταρο ως μια βραδιά γιορτή για το ελληνικό ροκ, προερχόμενη από, αλλά και αφιερωμένη σε, ένα γκρουπ, που όμως λέμε και παραπάνω, καλώς ή κακώς, με καλά τραγούδια ή όχι, δεν εγκατέλειψε την ελληνική ροκ σκηνή έστω και για μία ημέρα σε όλα αυτά τα σαράντα χρόνια, αλλά αυτό είναι το απολύτως προφανές και δεν θα αλλάξει και κάτι αν το κάνουμε και εδώ, κυρίως δε δεν θα προσθέσουμε και κάτι στο θεμιτά πανηγυρικό των εκδηλώσεων και των αντιδράσεων.
Περιττό και πάλι να επισημανθεί η συμβολή του Θοδωρή Βλαχάκη σε αυτό το όπως και να το δει κανείς επίτευγμα. Όχι μόνον εντός, αλλά και εκτός συνόρων, άλλωστε είναι δύσκολο να εντοπίσει κανείς περιπτώσεις ροκ συγκροτημάτων των οποίων ο θρύλος δεν βαστιέται απλά, αλλά στην κυριολεξία στηρίζεται από τον drummer τους και όχι απλώς επάνω και πέριξ αυτού. Ο Βλαχάκης καθοδηγεί τους Magic De Spell με λάθη ίσως και παραλείψεις ενίοτε, ειδικά στα δισκογραφικά ίχνη που αφήνουν πίσω τους, αλλά σαφέστατα χωρίς υποχωρήσεις, και θεωρώ και χωρίς λοξοδρομήσεις.
Το πρόσημο είναι πέραν του θετικού καθώς με τον έναν ή τον άλλο τρόπο οι MDS έχουν πράγματι λόγο ύπαρξης και στα σαράντα χρόνια, και διαβλέπω ότι θα συνεχίσουν να έχουν και από τον επόμενο χρόνο και μετά.
Και στην τελική, σκέφτομαι ότι αν κληθώ τέλος πάντων κάποτε με το πιστόλι στον κρόταφο να αποφασίσω ποιους τέλος πάντων Magic De Spell προτιμώ, θα βάλω να ακούσω το (and the burned) Puppet, θα βάλω να ακούσω και τον Κλόουν, και για ακόμη μια φορά θα αλλάξω γνώμη στο κατά πόσο η απόφαση τους περί της γλώσσας ήταν όχι σωστή ή λάθος, αλλά τέλος πάντων τόσο κρίσιμη όσο νομίζουμε.
Τα σέβη μας όπως και να έχει!