Αντώνης Ανισέγκος, Θύμιος Ατζακάς, Δήμος Γκουνταρούλης
Τσέλο, πιάνο, ούτι (όχι και ο πιο συνηθισμένος συνδυασμός) σε αυτοσχεδιαστικές περιπέτειες. Του Κώστα Καρδερίνη
Συνάντηση-επανένωση, όπως πληροφορήθηκα, που εκκρεμούσε προ κορωνοϊού ακόμη.
Πρώτο ντούο το ούτι του Θύμιου με το πιάνο του Αντώνη. Χαλαρός αυτοσχεδιασμός και οι δυο τους ψάχνουν, ανθίζομαι, τα πατήματά τους και τις επιθυμίες τους προς ανανέωση της μουσικής τους φιλίας, χημείας και συνέργειας. Εισαγωγή και ζέσταμα του κοινού, ζεστασιά της ατμόσφαιρας, μικρό κρεσέντο και προσμονή για τα επερχόμενα.
Στο δεύτερο ντούο ο Αντώνης πιάνει το τσέλο κι ο Δήμος πληκτρολογεί στο πιάνο κι έτσι κάπως ευθυμεί ο χώρος και η σοβαροφάνεια εξοβελίζεται με την προς στιγμήν εναλλαγή. Ο Γκουνταρούλης με το τσέλο του βουτάει κατευθείαν στα βαθιά του αυτοσχεδιασμού. Ο Ανισέγκος πεταρίζει στο πιάνο, τα δάχτυλά του φτεροκοπάνε όμως ουσιαστικά μεταφέρει τα εν οικώ εν Δήμω και υπάρχουν στιγμές του αισθάνομαι ότι το κάτω πικάπ απογειώνεται.
Τρίτο ντούο το κλασικό τσέλο του Δήμου κόντρα στο παραδοσιακό ούτι του Θύμιου. Τα επίθετα [κλασικό, παραδοσιακό] υποχωρούν γρήγορα και επέρχονται εμπρός μας τα ουσιαστικά της συνύπαρξης. Ο Γκουνταρούλης μας ξεσηκώνει, μας ανεβοκατεβάζει, μας συνεπαίρνει και μαζί τον Θύμιο που αρχίζει να ξεκλειδώνει τις ανήκουστες πτυχές του νυκτού οργάνου του. Όργανα που νύσσονται, πάλλονται, γρατζουνιούνται, δοξαρίζονται, χτυπιούνται και κονταροχτυπιούνται.
Κι έρχεται εν κατακλείδι η συνύπαρξη των τριών να ολοκληρώσει τη μέθεξη. Εξπρεσιονισμός και καμπαρέ, χαρά και αγχολήτρωση, έκσταση και συντέλεση, περνάνε μέσα από τις πενιές και τις πιανιές, τις χεριές, τα σουρσίματα, τα κοπανητά και τις παύσεις, τις βυθίσεις και τις κορυφώσεις, τις έλξεις και τις απώσεις, τις συγκοπές και τις ανασυνδέσεις... την, απερίγραπτη με λόγια, αλχημική μεταλλαγή του κάτω πικάπ σε επίγειο ζωντανό μουσικολυρικό παράδεισο.