Jazz on the Hill revisited
Φτάσαμε αρκετά νωρίς στη Σάνη. Η μαρίνα ήταν γεμάτη πλοιάρια και κότερα. Πιο γεμάτη δεν την έχω δει ποτέ. Ακόμη και κάποιοι φίλοι που τους είχα για ορεσίβιους αποδείχτηκαν εξίσου καλοί φίλοι της θάλασσας κι ήρθαν με το σκάφος τους να ελλιμενιστούν. Εξίσου γεμάτα κάμπινγκ και πάρκινγκ. Η Gallery έχει μια έκθεση έργων του Ζουμπουλάκη. Κόσμος πηγαινοέρχεται βολτάροντας στις προβλήτες. Τα καφέ και τα υπόλοιπα μαγαζάκια οργιάζουν. Στο απέναντι μπιτς μπαρ σκάγανε μουσικές καλοκαιρινές με πολλά μπίτια.
Ο λόφος μας περίμενε με ανοικτές τις αγκάλες, δροσερός και καταπράσινος. Ένα πανί κατέβηκε κυματιστό μπροστά από το κάστρο άμα νύχτωσε και άρχισε να προβάλλεται πάνω του το ωριαίο τζαζομαντέρ "Abdullah Ibrahim: A Stuggle for Love" [Γερμανία 2004] του Ciro Cappellari. Οι τελετουργικές κινήσεις του Αμπντούλα γέμισαν την οθόνη κι ο άνεμος τις βοηθούσε να γίνονται ακόμη πιο απαλές και πιο λικνιστικές. Η ευγενική φιγούρα του 73χρονου άνδρα μιλάει σιγανά και μας μεταφέρει στον κόσμο του και σε όσα έζησε αυτές τις επτά δεκαετίες. Βασικοί σταθμοί η αυτοεξορία του, η γνωριμία του με τον Duke Ellington, ο γύρος του κόσμου, η αλλαγή πίστης και ονόματος [κάποτε λεγόταν Dollar Brand], η επιστροφή και η προσπάθειά του να οργανώσει μουσικά σχολεία, η κόρη του η ράπερ.
Αφού τελείωσε η ταινία εν μέσω ριπών χειροκροτημάτων εμφανίστηκε στη σκηνή ο ζωντανός θρύλος, ο πιανίστας με τα μαγικά ακροδάχτυλα που χόρευαν πάνω στα πλήκτρα σαν μπαλαρίνες Μαζί του δυο νέοι μουσικοί, ο Belden Bullock στο διπλό ακουστικό μπάσο και ο George Gray καθισμένος στα τύμπανα. Το σετ ξεδιπλώθηκε απνευστί και κράτησε μια ώρα κι ένα τέταρτο. Η, γλυκιά σαν τη ζωή, τζαζ του Ιμπραήμ διαπερνούσε τα κύματα του ανέμου κι έφτανε σαν ονειροπόλημα στ' αυτιά μας. Κάποιοι έγειραν ελαφρά στο πλάι, κάποιοι άλλοι όμως ρουφούσαν αχόρταγα τις νότες και τα τινάγματα, τα σκέρτσα του προσώπου και τα νεύματα.
Το αντίπερα μπιτς μπαρ εξακολουθούσε να μαστιγώνει αλύπητα τη θάλασσα με λαουντζιές. Σε κάποια στιγμή άρχισαν να σκάνε και πυροτεχνήματα από το κάμπινγκ χωρίς σεβασμό και δίχως έγνοια καμιά για τους μουσικούς. Το τρίο δεν παρέκκλινε ούτε νότα, δεν αμφιταλαντεύτηκε ουδόλως ούτε διέκοψε, παραμένοντας απόλυτα προσηλωμένο στους ρυθμούς του με αφάνταστη φινέτσα, χάρη και ευγένεια. Το ανκόρ κράτησε ένα ακόμη τεταρτάκι κι έφερε τους πλέον ευχαριστημένους μπροστά στη σκηνή όρθιους να θαυμάζουν και να αφουγκράζονται το Mannenberg [ένα κομμάτι-γειτονιά του Κέιπ Τάουν που έγινε στις ψυχές των ανθρώπων ο δικός τους ύμνος εις την ελευθερίαν] για ακόμη μια φορά.