Αφιέρωμα στον Ιάννη Ξενάκη, μέρα 3: Άπαντα για Πιάνο
Τα πιανιστικά Άπαντα του Ξενάκη χωρέσανε όλα σε μια ώρα. Μοιραία κυμαινόμενο το ενδιαφέρον. Του Χάρη Συμβουλίδη.
Ο Ιάννης Ξενάκης δεν έγραψε εκτενώς για πιάνο. To έδειξαν άλλωστε και τα μόλις 60 λεπτά που κράτησε η συναυλία με τα άπαντά του για το συγκεκριμένο όργανο, με τα οποία ασχολήθηκε η 3η μέρα του αφιερώματος που έστησε προς τιμήν του η Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, μετέχοντας στους εορτασμούς για το Έτος Ξενάκη. Ανάμεσά τους, όμως, βρίσκονται μερικά από τα πιο συζητημένα και απαιτητικά του έργα.
Ήταν ευτύχημα λοιπόν που τα ακούσαμε από τον Στέφανο Θωμόπουλο, γιατί στο εγχώριο πεδίο των δικών μας ημερών δεν υπάρχει άλλος μουσικός τόσο καταρτισμένος στο εν λόγω ρεπερτόριο: ο Θεσσαλονικιός σολίστ έχει κάνει σχετική διατριβή στο Conservatoire National Supérieur του Παρισιού, έχει δώσει διαλέξεις για αυτήν την πτυχή της δημιουργίας του Ξενάκη, ενώ κατέθεσε και διεθνή δίσκο το 2015, στο φημισμένο γαλλικό label Timpani. Πράγματα που δεν αποτελούν κενές αναφορές για το γέμισμα των τυπικών βιογραφικών των κλασικών καλλιτεχνών των καιρών μας –στα οποία όλοι έχουν λαμπρές σπουδές και είναι διακεκριμένοι και κάπου βραβευμένοι– μα «ζωντάνεψαν» και μπροστά στα μάτια και στα αυτιά μας.
Προκειμένου να ξεμπερδέψουμε εξαρχής με τον ελέφαντα στο δωμάτιο, ας ξεκαθαρίσουμε ότι όταν ακούς «τα άπαντα» ενός καλλιτέχνη δεν θα είναι όλα ούτε τόσο καλά, ούτε αναλόγως ενδιαφέροντα. Στην περίπτωση του Ξενάκη, λ.χ., τα τρία ανέκδοτα κομμάτια ("L.1", "Δημοτικό Τραγούδι", "Allegro Molto") του 1949-1950 και τα έξι τραγούδια του 1950-1951 ("Μόσχος Μυρίζει", "Είχα Μια Αγάπη Κάποτε", "Μια Πέρδικα Κατέβαινε", "Τρεις Καλογέροι Κρητικοί", "Σήμερα Μαύρος Ουρανός" και "Σούστα, Χορός") είναι οι εμφανώς αδύναμοι κρίκοι της πιανιστικής του δημιουργίας.
Πρόκειται για δημιουργήματα πρώιμα, αποσπασματικά, κινούμενα στην επιδραστική γραμμή του Béla Bartók. Τα οποία προσπαθούν να ανοίξουν διάλογο με την ελληνική εντοπιότητα αποφεύγοντας το κυρίαρχο Παράδειγμα της εποχής (που ήταν ο Μανώλης Καλομοίρης, αφού ο Νίκος Σκαλκώτας θα ανακαλυπτόταν αργότερα), χωρίς όμως να έχουν βρει προσωπικότητα και κατευθύνσεις. Διόλου τυχαία, ο Ξενάκης δεν επέτρεψε παρά προς το τέλος της ζωής του να παιχτούν δημόσια πράγματα ποιημένα πριν τις "Μεταστάσεις" (1953). Στο πλαίσιο ωστόσο του αφιερώματος της Εναλλακτικής Σκηνής της Λυρικής αποδείχθηκε πολύ ενδιαφέρον να τα ακούμε να ανοίγουν μια βραδιά που επρόκειτο να κλείσει με την "Ευρυάλη" (1973): έδειξαν από πού εκκίνησε ο συνθέτης τους για να φτάσει σε ένα τόσο οριακό και συζητημένο έργο, συγκροτώντας έτσι μια πολύ πληροφοριακή «γεωμετρία».
Πάντως ούτε τα "Mists" (1981) και "à R" (1987) θα τα έλεγα σπουδαία, προσωπικά. Το δεύτερο, βέβαια, αποτελεί έναν σύντομο φόρο τιμής στις λαμπερές πιανιστικές τακτικές του Maurice Ravel. Και, ως τέτοιος, είναι πράγματι πολύ λειτουργικός, αφενός αγγίζοντας την τζαζ (όπως άλλωστε και ο Ravel σε ύστερα έργα του), αφετέρου προσφέροντας αβάντα στον εκτελεστή για επίδειξη δεξιοτεχνίας και ταχυτήτων –την οποία ο Θωμόπουλος δεν άφησε ανεκμετάλλευτη. Το "Mists", πάλι, αποτυπώνεται ως ένα πολύπλοκα δύστροπο δημιούργημα, που όμως επί της ουσίας παίζει με πράγματα ήδη εξερευνημένα στο "Έρμα" και στην "Ευρυάλη"· αποπειράται έναν συνδυασμό στοιχείων, αφήνοντας συνάμα περιθώρια ελευθερίας στον σολίστ, καθώς και χώρο και για σύντομες σιωπές. Ομολογουμένως συγκροτείται πεδίο λίαν προκλητικό για έναν δεξιοτέχνη του πιάνου και ο Θωμόπουλος έλαμψε σε αυτό. Το αισθητικό αποτέλεσμα, όμως, διόλου δεν ωφελείται από την καινοτόμο σημειογραφία ή την «κοσκινισμένη» οργάνωση των τόνων. Αντιθέτως, προκύπτει υπέρ το δέον εγκεφαλικό και, ως εκ τούτου, κομματάκι πληκτικό.
Ως πρώτη μεγάλη στιγμή της συναυλίας αποτυπώθηκε λοιπόν το "Έρμα" (1962), όπου ο Ξενάκης πρωτοεισήγαγε τα συζητημένα του «ηχητικά νέφη». Στα οποία και υποτάσσει το εναρκτήριο δωδεκάφθογγο τμήμα, δίνοντας έτσι μια προκλητική απάντηση στις τότε θεωρίες του Pierre Boulez (που έμελλε να λατρέψει το κομμάτι). Επιπλέον, καθόρισε όλα τα τονικά ύψη με αλγεβρικούς υπολογισμούς, ξετυλίγοντας έτσι μια λογική –και μια τεχνική, συνάμα– που ακόμα κουβεντιάζεται ανάμεσα στους θιασώτες της σύγχρονης μουσικής.
Όλα τούτα, ωστόσο, δεν μένουν στο επίπεδο του δυσθεόρατου ακαδημαϊσμού, καθώς ακόμα και ο μη ειδικευμένος ακροατής εισπράττει τελικά ένα δυναμικό και συνάμα στοχαστικό αποτέλεσμα, που θέτει μάλιστα σε πρώτο πλάνο αυτή τη διττή, σχεδόν αντιφατική του ταυτότητα. Παρά την ακραία διανοητική του φύση, δηλαδή, το "Έρμα" απαιτεί από τον εκτελεστή μια σωματική αφοσίωση («αθλητική δεξιοτεχνία» τη χαρακτηρίζει, έξοχα, ο Χαράλαμπος Γωγιός στο κείμενό του για το πρόγραμμα του αφιερώματος). Την οποία ο Θωμόπουλος ενστερνίστηκε απόλυτα, διαβαίνοντας τις Συμπληγάδες της ξενάκειας παρτιτούρας με μια φόρα και μια ένταση δαχτύλων, ποδιών και εκφράσεων, η οποία σε κάποιο σημείο τον έκανε να μοιάζει σαν έτοιμος να πετάξει πάνω από το κλαβιέ.
Ο Θεσσαλονικιός σολίστ κέρδισε κάμποσα χειροκροτήματα κατά τη διάρκεια της βραδιάς, μιας και η δομή της τον ήθελε να σταματά μετά από κάθε ενότητα, να υποκλίνεται, να φεύγει και (σχεδόν αμέσως) να επανεμφανίζεται. Πάντοτε τυπικός, πάντοτε κομψός, πάντα σιωπηλός. Κάποια στιγμή πρέπει βέβαια να ανοίξει μια θαρραλέα συζήτηση για το «σπάσιμο» της αυστηρής τυπολατρείας των κλασικών συναυλιών –και ο Ξενάκης είναι προνομιακό πεδίο για κάτι τέτοιο. Έως τότε, πάντως, δεν ήταν τυχαίο ότι ο κατακλυσμός των επευφημιών προς τον Θωμόπουλο σημειώθηκε στην "Ευρυάλη".
Κι αυτό ήταν δίκαιο, γιατί αντιμετώπισε ένα έργο-κολοσσό με σφρίγος και αυτοπεποίθηση, έχοντας (προφανώς) κάνει την ειρήνη του με το γεγονός ότι ο Ξενάκης απαιτεί πολλά· πάρα πολλά. Μιλάμε άλλωστε για το δημιούργημά του εκείνο που έβαλε την ουτοπία μέσα στις ρεαλιστικές συμβάσεις μιας παρτιτούρας, ζητώντας από το πιάνο να παίξει ένα ψηλό ντο δίεση ανύπαρκτο στις δυνατότητές του. Αντίστοιχα, επίσης, αιτείται από τον εκτελεστή να πιάσει αδύνατες αποδόσεις (για άνθρωπο, για τα ρομπότ που έρχονται μέλλει να δούμε), συνδυάζοντας απαράμιλλη δεξιοτεχνία, φαντασία, μα και ετοιμότητα για τη μεγαλύτερη δυνατή υπέρβαση –με ταυτόχρονη επίγνωση, βέβαια, ότι ποτέ δεν θα είναι αρκετή ώστε να αγγίξει την τελειότητα.
Ο Θωμόπουλος πλοηγήθηκε με σύνεση σε αυτά τα επικίνδυνα μα συνάμα συναρπαστικά νερά, τα οποία ενσάρκωσαν την Ευρυάλη του τίτλου και στις δύο αρχαιοελληνικές της εκφάνσεις –και στην τερατώδη, που παραπέμπει στην αδερφή της Μέδουσας, αλλά και στην περιπετειώδη, η οποία ταυτίζει το όνομα με τα πλάτη της ανοιχτής θάλασσας. Όπου τα κύματα λαμβάνουν τη μορφή των ξενάκειων «δενδρώσεων», με τις οποίες ο Θωμόπουλος επέδειξε μεγάλη τριβή. Φάνηκε λοιπόν σε θέση να αποτυπώσει τη ζητούμενη ρυθμική ροή, αλλά και να την εξαπολύσει με τον αδυσώπητο τρόπο που θέλησε ο συνθέτης. Ήταν μια βαθιά και ενίοτε θεαματική εκτέλεση, έστω κι αν υπήρχαν περιθώρια μεγαλύτερης προσέγγισης σε ό,τι ο Χαραλάμπος Γωγιός περιγράφει (εξαίσια) ως «ποιητική υδαρότητα». Δεν πειράζει, άλλωστε στα πελάγη της "Ευρυάλης" η εξερεύνηση δεν τελειώνει ποτέ.
( Φωτογραφίες: Ιωάννης Καμπάνης)