Αφιέρωμα στον Ιάννη Ξενάκη, μέρα 4: Έργα μουσικής δωματίου
Και κάπως έτσι ολοκληρώθηκε η μαγιάτικη "Ξενακειάδα" την οποία παρακολούθησε και σχολίασε αναλυτικά ο Χάρης Συμβουλίδης
Η τέταρτη (και τελευταία) μέρα του μεγάλου αφιερώματος που έστησε στον Ιάννη Ξενάκη η Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής προέβλεπε ως πρωταγωνιστή της το dissonArt ensemble: ένα θεσσαλονικιώτικο σχήμα με πορεία 17 χρόνων, το οποίο έχει πετύχει να διακριθεί στις μέχρι τώρα ενασχολήσεις του με ό,τι αντιλαμβανόμαστε ως «μουσική πρωτοπορία» –και μάλιστα όχι μόνο εντός συνόρων, αλλά και σε φεστιβάλ του κεντροευρωπαϊκού (κυρίως) χώρου.
Η φήμη αυτή δεν είναι τυχαία, όπως είχαμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε στην Εναλλακτική Σκηνή της Λυρικής, όπου αληθινά θαυμάσαμε το γκρουπ να αναμετριέται με ορισμένα πολύ απαιτητικά έργα του Ξενάκη, τα οποία θα μπορούσαν να ομαδοποιηθούν (έστω και κάπως σχηματικά) υπό την ομπρέλα της «μουσικής δωματίου». Το χειροκρότημα των παριστάμενων έπεσε θερμό και ηχηρό, αποτελώντας δίκαιη επιβράβευση και για το dissonArt ensemble, αλλά και για τον Γερμανό μαέστρο (και συνθέτη) Johannes Kalitzke, ο οποίος ανέλαβε τη μουσική διεύθυνση όποτε κρίθηκε απαραίτητο.
Η βραδιά ξεκίνησε με το "Πλεκτό" (1993) και το "Και" (1995), έργα –αντίστοιχα– για 6 και 9 μουσικούς, που προέρχονται από τα ύστερα έτη της ξενάκειας δημιουργίας και μοιράζονται έτσι ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά. Ωστόσο αντιπροσωπευτικότερο του ύφους του συνθέτη κρίνεται εν τέλει το "Και", το οποίο είναι κατά τη γνώμη μου και το πιο ενδιαφέρον. Το dissonArt ensemble, άλλωστε, το τίμησε με μια προσέγγιση που φανέρωσε άριστη προετοιμασία μα και κατανόηση της παρτιτούρας, αφού απέδωσε ωραία και τα αργά σημεία, αλλά και τη βία και την ένταση της προβλεπόμενης αντιπαράθεσης πνευστών και εγχόρδων. Δεν είναι τυχαίο ότι στο φινάλε είδαμε τον Kalitzke να βγάζει έξω τη γλώσσα του, απεικονίζοντας έτσι τη δυσκολία της εκτέλεσης.
Στο "Πλεκτό", αντιθέτως, αν και το σχήμα απέδωσε και πάλι τα μέγιστα –αναδεικνύοντας τη ζητούμενη μετάβαση της κατασκευής από την ηχητική ασυνέχεια στη συνέχεια– έμεινε πιο έντονη η αίσθηση ενός ανολοκλήρωτου στοχασμού πάνω στο εμβληματικό "Pierrot Lunaire" του Arnold Schönberg (1912), παρά τα επιβλητικά κρουστά του Κώστα Αργυρόπουλου και το νευρώδες πιάνο της Λενιώς Λιάτσου.
Το "Ιχώρ" (1978), από την άλλη, απαιτούσε μόλις τρία έγχορδα, οπότε στη σκηνή πήραν θέση μόνο ο Θοδωρής Πατσαλίδης (βιολί), η Χαρά Σειρά (βιόλα) και ο Βασίλης Σαΐτης (βιολοντσέλο), στους οποίους χρωστάμε την ίσως ωραιότερη στιγμή της συναυλίας. Η αποθέωση στο φινάλε του εκπληκτικού τους τελειώματος, άλλωστε, έδειξε με τον πιο ηχηρό τρόπο την εντύπωση που άφησε η performance τους πάνω σε ένα από τα πιο προσβάσιμα έργα του Ξενάκη. Το οποίο εκκινεί από τις αναζητήσεις της "Ψάπφας" (δείτε λεπτομέρειες στη μέρα 3 του αφιερώματος) και εγκολπώνει πράγματα ήδη δοκιμασμένα επί "Jonchaies" (1977), για να εξερευνήσει ζητήματα παλμού, στοχευμένων επαναλήψεων και έγχορδων διαστρωματώσεων.
Το διάλειμμα που ακολούθησε μάλλον αναστάτωσε λίγο την ως τότε ροή της συναυλίας, ήταν όμως αναγκαίο για να αλλάξει η σκηνή, καθώς ακολουθούσε η "Ανακτορία" (1969), οπότε το dissonArt ensemble έπρεπε να παραταχθεί σε οκταμελή διάταξη. Λαμβάνοντας το όνομά του από την κοπέλα με τη φεγγοβόλα λάμψη που σκιαγραφεί η Σαπφώ σε ένα διάσημο ποίημα (εικάζουμε πως υπήρξε ερωμένη της), είναι έργο φαινομενικά απρόσμενο για τον Ξενάκη, ο οποίος το έχει περιγράψει ως «μουσική για τις καταστάσεις του έρωτα, σε όλες του τις μορφές». Τη διάσταση αυτή προσωπικά δεν την αντιλήφθηκα, ωστόσο διέθετε και δυναμισμό, αλλά και περιπέτεια, με το πιο ιντριγκαδόρικο τμήμα να βρίσκεται στο τι κάνει το κλαρινέτο –όπου ο Αλέξανδρος Σταυρίδης έδωσε το δικό του ρεσιτάλ, καθώς ψηλαφούσε τις απαιτήσεις του Ξενάκη.
Η βραδιά ολοκληρώθηκε κατόπιν με την «Άκανθο» (1977): ένα πλούσιο έργο, όπου με τα οκτώ όργανα της ορχήστρας ενώνεται και η ανθρώπινη φωνή, όχι όμως για να τραγουδήσει, μα προκειμένου να λειτουργήσει ως ένατο όργανο. Γι' αυτό και ο Ξενάκης προβλέπει να επιδοθεί σε άσημα φωνήματα, τα οποία έγραψε μάλιστα ο ίδιος. Τον ξεχωριστό αυτόν ρόλο ανέλαβε στη συναυλία η μεσόφωνος Ηλέκτρα Πλατιοπούλου. Η οποία στάθηκε πολύ καλά και με θαυμαστή ακρίβεια, προσφέροντας σε μια ιδιαιτέρως λαμπερή εκτέλεση, με το dissonArt ensemble να κοινωνεί επιτυχώς και την ηχοχρωματική τόλμη της σύνθεσης, αλλά και τον άγριο μελωδικό της χαρακτήρα, που άφησε χώρο για ταιριαστά νευρικές κινήσεις, ενίοτε και για χοροπηδηχτά.
Το 2022 έχει ακόμα δρόμο, βέβαια, οπότε το τρέχον Έτος Ξενάκη θα επιφυλάσσει λογικά κι άλλες συγκινήσεις. Πάντως το τετραήμερο αφιέρωμα της Εναλλακτικής Σκηνής της Λυρικής σίγουρα πέτυχε τον στόχο του, ξετυλίγοντας σημαντικές μα και πιο υποφωτισμένες στιγμές της μακράς του διαδρομής, που έδειξαν γλαφυρά το εύρος της δημιουργικής του πνοής και πολλά από όσα απασχόλησαν τη σκέψη του.
(Φωτογραφίες: Ανδρέας Σιμόπουλος)