«Μια από αυτές τις νύχτες που ονειρεύεσαι, μα δεν κοιμάσαι»
Η Μαριάννα λέει να πάει απόψε συναυλία, δεν παίζουν και κάθε βράδυ μαζί Αγγελάκας και Παυλίδης. Όταν ξανάνοιξαν τα φώτα, έπιασε και έγραψε... Tης Μαριάννας Βασιλείου
Καλοκαίρι του 2000. Είμαι 16 χρονών, ζω σε ένα χωριό του Έβρου, περιμένω να μεγαλώσω για να φύγω, αντιγράφω κασέτες με Sonic Youth και Joy Division και η μοναδική μου ελπίδα για να ακούσω ζωντανή μουσική είναι το Φεστιβάλ του Άρδα κάθε καλοκαίρι – πριν το Φεστιβάλ γίνει μάζωξη «λαϊκο-πόπ» ονομάτων. Εκείνο το καλοκαίρι βλέπω εκεί (νομίζω την ίδια μέρα μάλιστα, αλλά δεν το θυμάμαι πια καθόλου) τα δυο σημαντικότερα ονόματα της ελληνόφωνης ροκ σκηνής – τα Ξύλινα Σπαθιά και τις Τρύπες– και νιώθω λες και έχω δει τους Rolling Stones και τους Beatles μαζί. Κομβικό εκείνο το χρονικό σημείο και για τα δυο συγκροτήματα, καθώς ένα-δυο μήνες μετά τα Σπαθιά θα έβγαζαν τον τελευταίο τους δίσκο, το «Ένας Κύκλος στον Αέρα» και οι Τρύπες είχαν μόλις την περασμένη χρονιά κυκλοφορήσει τον τελευταίο τους επίσης δίσκο «Μέσα στη νύχτα των άλλων». Ευτυχώς πρόλαβα να δω και τα δυο συγκροτήματα ζωντανά τότε – και να νιώσω ότι η μουσική μπορεί να μου δώσει τη δύναμη να κάνω τα πάντα, έστω και εκείνες τις λίγες ώρες.
8 Οκτωβρίου 2017. Είμαι 33 χρονών, ζω στη Θεσσαλονίκη, είμαι ήδη μεγάλη και δουλεύω, αγοράζω βινύλια και ακούω μουσική από τον υπολογιστή μου και έχω πάει πια σε πολλές - πολλές συναυλίες – και ενίοτε γράφω για αυτές, όπως ονειρευόμουν να κάνω το 1999. Περπατάω για το κατάμεστο WE, όπου για πρώτη φορά θα εμφανιστούν μαζί σε κοινή συναυλία ο Παύλος Παυλίδης και ο Γιάννης Αγγελάκας. Τηρουμένων των αναλογιών, σκέφτομαι, αυτό το live είναι σαν να παίζουν μαζί Lennon – Jagger. Τώρα, το ποιος είναι ποιος είναι μια τελείως διαφορετική κουβέντα.
Ο Παύλος Παυλίδης και οι B-Movies ανεβαίνουν πρώτοι στη σκηνή. Δεν μπορώ να είμαι αντικειμενική ως προς αυτόν, γιατί τον αγαπώ ιδιαίτερα και πραγματικά δεν θα ήμουν ο άνθρωπος που είμαι τώρα, αν δεν είχε βρεθεί στο δρόμο μου η μουσική του. Ο Παύλος έχει ενσωματώσει το ένδοξο παρελθόν του με τα Ξύλινα Σπαθιά (και δη την πειραματική τους φάση, όπου τα πλήκτρα του Βασίλη Γκουνταρούλη και το μπάσο του Χρήστου Τσαπράζη συνέβαλαν καθοριστικά στη δημιουργία του μνημειώδους για την ελληνική σκηνή «Μια ματιά σαν βροχή», όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων) στο παρόν του, παίζοντας θαρραλέα και τολμηρά με τις ενορχηστρώσεις της μουσικής του. Τα αποτελέσματα, ειδικά ζωντανά, είναι σαρωτικά. Έτσι, η «Μαίρη» από τις «Ιστορίες που έχουν συμβεί» μετατρέπεται από μπαλάντα σε ένα δυνατό ροκ κομμάτι, οι «Θεριστές» από το «Άλλη μια μέρα» πρώτα απαγγέλλονται και μετά τραγουδιούνται και το «Παράξενο Τραγούδι» από το «Μια ματιά σαν βροχή» μετατρέπεται στο μάντρα «τα παραμύθια δεν είναι αλήθεια, αλλά τουλάχιστον δεν είναι ψέματα», όπου ο Παύλος αφήνει την κιθάρα του και χορεύει ασταμάτητα πριν κατεβεί από τη σκηνή.
Ακολουθούν ο Γιάννης Αγγελάκας με τους 100°C, αφού πρώτα ο Γιάννης έχει ανεβεί νωρίτερα στη σκηνή για να ερμηνεύσει με τον Παύλο το «Κεφάλι γεμάτο χρυσάφι» και τον «Ζεστό αέρα». Όσο περνούν τα χρόνια, όλο και ενισχύεται η αίσθησή μου ότι ο Γιάννης έχει αφήσει οριστικά πίσω του το (επίσης ένδοξο) παρελθόν του με τους Τρύπες και δεν τον ενδιαφέρει να το επισκέπτεται, παρά μόνο για να θυμηθεί από πού ξεκίνησε. Εξ ου και η (απολύτως συνειδητή θεωρώ) επιλογή του να εστιάσει στις στιγμές της σόλο πορείας του. Ιδίως σε αυτές που βρίσκονται στη «Γελαστή Ανηφόρα» και στο «Από δω και πάνω», ενώ δεν παρέλειψε και το «Ο χαμένος τα παίρνει όλα», το οποίο πάντα θα θυμίζει το Νίκο Νικολαΐδη. Ωστόσο, στα κομμάτια των Τρύπες φαίνεται πόσο μεγάλη και πόσο σημαντική υπήρξε για τον ήχο τους η συνθετική φλέβα του Μπάμπη Παπαδόπουλου και του Γιώργου Καρρά. Κομμάτια όπως το «Δωσ’ μου λίγη ακόμα αγάπη» και «Το Τρένο» παραμένουν σημεία αναφοράς για όλους και όλες μας. Και πάντα η «Ταξιδιάρα ψυχή» και το «Ακούω την αγάπη» θα ζητούνται επισταμένα στις συναυλίες του Γιάννη, πριν αυτός κατεβεί από τη σκηνή.
Η συναυλία δεν τελειώνει φυσικά – ο Παύλος και ο Γιάννης ξανανεμφανίζονται για να τραγουδήσουν μαζί. Άλλωστε, αυτό ήταν και το νόημα της συναυλίας. Η «Σπασμένη πολυθρόνα», ο «Δρόμος», η «Αμνησία», το «Μόνο αυτό», το «Δεν χωράς πουθενά» είναι τα πρελούδια για τη «Γιορτή» και για το encore που θα ακολουθήσει, με τις δυο μπάντες και τους δυο καλλιτέχνες στη σκηνή και το «Θα ανατέλλω». Ιστορική στιγμή – αλλά όχι για την εκπλήρωση του απωθημένου ή για το ότι «ήμασταν και εμείς εκεί». Ιστορική για την αγάπη και για το σεβασμό που επέδειξαν οι καλλιτέχνες ο ένας στον άλλο, αλλά και στο κοινό τους. Για τις αναφορές στην Ηριάννα και στον Παύλο Φύσσα. Για την τύχη μας που έχουμε μεγαλώσει με τη μουσική αυτών των ανθρώπων και για τη χαρά μας που συνεχίζουν να δημιουργούν ακόμα μουσική, έστω και υπό άλλες συνθήκες.
Η συναυλία τελειώνει. Έχουν περάσει τρεις ώρες «χωρίς να καταλάβω πώς», είμαι μούσκεμα στον ιδρώτα, έχω χορέψει, έχω χτυπηθεί, έχω τραγουδήσει με όλη μου τη δύναμη. Είναι σχεδόν 2 το πρωί, αύριο που είναι καθημερινή πρέπει να ξυπνήσω χαράματα για να πάω κτηματολόγιο και να γράψω προθεσμιακό δικόγραφο, μα δε με νοιάζει καθόλου, πλέον μπορώ να το κάνω και με ελάχιστες ώρες ύπνου. Όσο θα έχω αυτά τα τραγούδια, θα είμαι για πάντα 16 χρονών. Και αυτό δεν θα μπορέσει να μου το πάρει ποτέ κανένας.