Release Athens Festival - Helloween, Jinjer, Beyond The Black, Silent Winter
Τρεις τραγουδιστές κατέβασαν οι Helloween στο (power) metal πανηγύρι τους, να μην γράψουν και δύο συντάκτες για όσα αξέχαστα έζησαν; Του Άρη Καραμπεάζη και της Ελένης Φουντή
Γράφει ο Άρης Καραμπεάζης:
“Grab your mask and don’t be late”
Την τελευταία φορά που είχαμε γράψει και παραδώσει με την Ελένη Φουντή ένα back2back άρθρο για (power/epic) metal σχήμα, μας διέγραψαν με συνοπτικές διαδικασίες από 2-3 αντίστοιχης θεματολογίας group στο Facebook. Πολύ καλά πήγε εκείνο δηλαδή, κυριολεκτικά μιλώντας όμως. Για να δούμε τώρα…
‘Οι Helloween είναι ένα αστείο συγκρότημα’. Περισσότερο ίσως και από τους Manowar. Και αυτό δεν μπορώ καν να εξηγήσω όχι γιατί και αν τυχόν συμβαίνει (αστειότητα και να το λέμε δηλαδή), αλλά γιατί υπάρχει ως αίσθηση σε μερικούς - μερικές.
Είναι βέβαια πιο ακριβές το να πούμε πως οι Helloween είναι θεωρούνται ένα αστείο συγκρότημα από τους περισσότερους από αυτούς στους οποίους απευθύνεται (ή τέλος πάντως, απευθύνονταν κάποτε) ένα site σαν το MiC. Δηλαδή θέλω να πω ότι για κάποιο λόγο θεωρείται παιδική ασθένεια το να συνεχίζεις να ακούς Helloween και μεταδιδακτορική διατριβή το να μην σταματάς να ακούς Wipers στα πενήντα σου (για να μείνουμε σε rock’n’roll χωράφια).
Αφήνω στην άκρη τις γραφικές περιπτώσεις δήθεν βαρυσήμαντων μουσικόφιλων, που εναγκαλίστηκαν την free jazz για να βγάλουν τα γεράματα που έρχονται, και περιφέρονται εδώ κι εκεί με ατάκες του τύπου «βλέπεις metal, είναι κακό» κ.λ.π. . Αυτές είναι θλιβερές εξαιρέσεις.
Ο κανόνας είναι ότι το metal, και μάλιστα – όχι ως εκ θαύματος- μέσω των ακραίων παράδρομων αυτού, έχει ξεφύγει σε ικανό βαθμό από την όποια ανυποληψία του παρελθόντος στα ελαφρώς αποκαλούμενα ‘ψαγμένα ροκ ακροατήρια’. Το ότι σε αυτό έχει βοηθήσει, ας πούμε, τα μέγιστα η σύζευξη ειδών όπως το black metal με το shoegaze, και άλλες τέτοιες τρελές καραμπόλες, και να μας το έλεγαν κάποτε δεν θα το πιστεύαμε. Και όμως συμβαίνει. Και καλώς.
Υπάρχει όμως ένα παρακλάδι του metal, μικρό - μεγάλο δεν έχει και τόσο σημασία, που στέκει ως αντίστροφο γαλατικό χωριό στις συνειδήσεις των ορθόδοξα εναλλακτικών/εναλλακτικά ορθόδοξων ροκάδων, και που αν τους μιλήσεις για αυτό («καλησπέρα/ έχετε λίγο χρόνο να σας μιλήσουμε για τους Blind Guardian;» και άλλα τέτοια), στην καλύτερη περίπτωση θα εισπράξεις μία επιμελώς συγκαλυμμένη ειρωνεία, στην χειρότερη ατόφια χλεύη. Κανείς τους δεν έχει χρόνο δηλαδή να του μιλήσεις για το power metal, αν δεν είσαι και δεν είναι 14 ετών. Και ως γνωστόν αν είσαι 14 ετών το 2023, δύσκολα θα ανοίξεις συζητήσεις για το power metal.
Πολλά θα μπορούσαμε να πούμε για τους λόγους για τους οποίους το εν λόγω metal sub-genre έχει όλα αυτά τα χρόνια κατακτήσει αν όχι μηδενικό, τότε τουλάχιστον ελάχιστο credibility στους «απ’ έξω», εν σχέση ας πούμε με το thrash, το death, το black ή ακόμη και με πιο ορθόδοξες heavy metal καταστάσεις.
Κάνοντας τον δικηγόρο του Διαβόλου, θα μπορούσα να πω ότι ένα κύριο χαρακτηριστικό του power metal που το κάνει σταθερά μη προσιτό στα indie/alternative ροκ ακροατήρια, είναι ότι φέρεται να μην έλκει έστω και ένα ελάχιστο μέρος της καταγωγής και της έμπνευσης του από το punk. Είναι γνωστό π.χ. ότι υπάρχουν αρκετοί που παραδέχονται μόνο την Di Anno πρώτη (πρώτη) περίοδο των Iron Maiden, αναγνωρίζοντας (κάπως αυθαίρετα, αν όχι εκβιαστικά, αν με ρωτήσετε πάντως) ότι εφορμάται από μία punk δυναμική και εν μέρει αισθητική.
Βέβαια και αυτή η εξήγηση εμπεριέχει και προϋποθέτει αρκετή αυθαιρεσία, αν π.χ. λογαριάσουμε ότι το speed metal, όπως το συναντάμε στις πρώτες ημέρες των Helloween για παράδειγμα πριν μεταπηδήσουν οριστικά στα όρια του power, που είναι και το αντικείμενο μας εδώ, δεν αδιαφορεί για κάποιους από τους punk κανόνες, έστω και αν στην πραγματικότητα δεν τους αντανακλά, αλλά τους καταγράφει σε σχεδόν παράλληλο χρόνο.
Αυτό που θέλω να πω, είναι ότι ο περιβόητος indie/alternative ελιτισμός, ακροατών, αλλά και εκπροσώπων του είδους, παρότι φθίνει τα τελευταία πολλά χρόνια (μαζί με το είδος), καλά κρατεί στην περίπτωση του power metal, το οποίο παρότι σαν metal παρακλάδι όχι μόνον επιβίωσε, αλλά σε αρκετές περιπτώσεις και χρονικές συγκυρίες, βρέθηκε έως και να ηγείται του χώρου, εν τούτοις δεν τροφοδότησε κάποιο ιδιαίτερο crossover με τους διάφορους ‘απέναντι’.
Για να τελειώνουμε και να το πούμε πιο απλά…. ο μέσος οπαδός των Smiths ή και των Gun Club, πιο πιθανό είναι να ακούσει Burzum, παρά Stratovarius κάπου στο διάβα του ροκ βίου του. Μα καλά υπάρχει κόσμος που ακούει Smiths και Burzum ταυτόχρονα; (‘σας τα λέγαμε εμείς για τον Morrissey’)
Τι σχέση έχουν τώρα όλα αυτά με τους Helloween και το live του περασμένου Σαββάτου, για το οποίο η ν.1 viral φράση ήδη από πριν τελειώσει, παραμένει (και δικαίως) το περιβόητο «άντε να δούμε πότε θα συνέλθουμε από αυτό που ζήσαμε»;
Τι σχέση έχουν δηλαδή οι Helloween των εφτά μουσικών επί σκηνής, στους οποίους περιλαμβάνονται τρεις διαφορετικοί τραγουδιστές, από ισάριθμες περιόδους του γκρουπ, με το ότι οι οπαδοί του Michael Gira θεωρούν δογματικά πως η ακρόαση των δίσκων του τελευταίου ισοδυναμεί με ανάγνωση James Joyce, ενώ η ακρόαση του ‘Keeper Of The Seven Keys II’ με το να διαβάζει κανείς Μίκυ Μάου(ς) στην παραλία;
Και θα πρέπει όλα αυτά να απασχολούν το πιστό και φανατικό κοινό των Helloween, το οποίο με τις απαραίτητες δόσεις υπερβολής, αλλά πάντως βάσιμα, θεωρεί πως εν έτει 2023 όχι απλώς έχει την τύχη να βιώνει συναρπαστικές συναυλίες από αυτούς και μαζί τους, αλλά και τους πετυχαίνει στην καλύτερη φάση μίας πορείας σαράντα και βάλε επεισοδιακών ετών;
Αν με ρωτούσε κανείς πριν από την συναυλία του Σαββάτου, θα του έλεγα ότι όλα αυτά δεν έχουν καμία σχέση, και δεν έχουν και καμία σημασία. Ίσως και ότι – παρότι ως επίμονος ακροατής επιμένω να ταυτίζομαι με διάφορες και διαφορετικές πλευρές - αναγνωρίζω μία στοιχειώδη λογική, στο να μην βρίσκει κάτι να ταυτιστεί στο ‘Dr Stein’, κάποιος που αναγνωρίζει την εφηβεία του στο ‘Sensitive’ των Field Mice (το έχουμε παρακάνει, κάπως νομίζω).
Από τις 00:30 και μετά όμως της Κυριακής, και καθώς μας είχε εντυπωθεί με βεβαιότητα ότι και οι εφτά Helloween (και κυρίως και οι τρεις τραγουδιστές τους, ανάμεσα τους) έχουν φτάσει στο σημείο να διασκεδάζουν συμπράττοντας επί σκηνής, ακόμη περισσότερο ίσως και από ότι διασκεδάζει το κοινό τους, μου έχει εντυπωθεί αντίστοιχα η υποψία ότι ακόμη και αυτοί που δεν μπορούν να αντέξουν τις «πολλές και πολύ λάθος κιθάρες» των Helloween (όπως εύστοχα μου ψιθύρισε μια ‘αλλόθρησκη ψυχή’ του Release στη διάρκεια του live), υποχρεούνται εν τέλει να στρέψουν το βλέμμα τους σε ένα συγκρότημα, που τίποτε λιγότερο δεν κάνει πλέον, παρά να εγγράφει εαυτόν με πειθώ στον μεγάλο rock ‘n’ roll Κανόνα.
Αν θέλουμε πραγματικά να κατανοήσουμε ποιος είναι αυτός ο Κανόνας, και πως ‘εγγράφονται’ διαδοχικά σε αυτόν πλέον διάφορα παραδοσιακά metal συγκροτήματα, θα πρέπει θεωρώ να ξεκινήσουμε και να τελειώσουμε με τους Metallica και μόνον, οι οποίοι με ό,τι κατόρθωσαν, πέτυχαν ή/και απέτυχαν, άνοιξαν τον δρόμο – και επί της ουσίας επέτρεψαν - σε συγκροτήματα όπως οι Iron Maiden, οι Helloween κ.λ.π., να ενσωματωθούν στο κυρίως σώμα του rock ‘n’ roll, χωρίς όμως από την πλευρά τους να χρειαστεί να αλλάξουν, να προσθέσουν ή και να αφαιρέσουν κανένα σχεδόν από τα στοιχεία με τα οποία ξεκίνησαν και με τα οποία κατά βάση πορεύονται. Σε αντίθεση με τους Metallica, που έκαναν τις κινήσεις τους έγκαιρα και πρώτοι από όλους, όσο και αυτό να τους αναγνωρίζεται με βαρυθυμία ενίοτε.
Το πρώτο πράγμα που πρέπει να ειπωθεί για τους Helloween του 2023, είναι πως πρόκειται για ένα γκρουπ περισσότερο από ικανών, στα όρια των τεράστιων, rock μουσικών, από αυτούς που σε χαζεύουν επί και από σκηνής. Όλοι τους, ανεξαιρέτως.
Δεν ξέρω με ποιους θα πρέπει να τους συγκρίνουμε. Ίσως και λόγω του γνωστού ρητού με τον Καίσαρα και τον Θεό, θα πρέπει να ανακαλέσουμε ως όνομα αναφοράς και για αυτούς (όπως και για τους Iron Maiden) τους τεράστιους U.F.O., οι οποίοι πέρα από ότι επηρέασαν με καθοριστικό τρόπο τους πάντες-όλους, δίδαξαν τον τρόπο με τον οποίο ένα rock σχήμα για να υπερβεί τα όρια τα δικά του και του περιβάλλοντος του, οφείλει να είναι μεν band of brothers, αλλά με τρόπο που να μην συνθλίβει τις μονάδες που το αποτελούν. Και οι Helloween μέσα από μια πορεία 40 plus ετών, που μέχρι και πραγματικές συνθλίψεις μελών εμπεριέχει, όπως ξέρουμε, το έχουν τελικώς καταφέρει.
Μόνο έτσι μπορούμε να εξηγήσουμε το πως ένας -ούτως ή άλλως εξαιρετικός- κιθαρίστας όπως ο Sascha Gerstner, που όμως ήρθε στο γκρουπ όχι απλώς αργά, αλλά σε περίοδο μάλλον ανυποληψίας, και εν μέσω όλου αυτού του oldschool united κλίματος της εν λόγω περιοδείας, φαντάζει επί σκηνής ως μέχρι και ο κυρίως υπεύθυνος για το εντυπωσιακό ηχητικό αποτέλεσμα των Helloween του 2023, παρά το ότι του αποδίδεται ο ρόλος του τρίτου κιθαρίστα.
Σημαντική η διάθεση, η εμπειρία, ο ενθουσιασμός και κάθε άλλο στοιχείο που προσφέρει σε ένα τέτοιο γκρουπ η συμμετοχή και σύμπραξη των «παλιών», αλλά καλώς ή κακώς χωρίς τον Gestner ο ήχος του γκρουπ δεν θα έφτανε ποτέ στα αυτιά μας, με τον τρόπο που έγινε αυτό. Τέτοιο ‘κεντρικό’ τρίτο κιθαρίστα δηλαδή δεν έχουμε ξανακούσει.
Από εκεί και πέρα, τίποτε απολύτως δεν πήγε στραβά το βράδυ του Σαββάτου, είτε στο setlist, είτε στον καθένα από τους εφτά ξεχωριστά και σαν μονάδες, είτε στους Helloween του 2023 σαν μία σύμπραξη ανθρώπων, μουσικών, εγωισμών, ΑΦΜ, εταιρικών συμφερόντων, πάθους, διάθεσης για εκατέρωθεν συγχώρεση και αναδρομική αλληλοεκτίμηση και όπως αλλιώς θέλει να το πάρει ο καθένας, καλόπιστος ή και όχι και τόσο.
Τα πάντα πήγαν πολύ καλύτερα, από ότι θα περίμενε και ο πιο αισιόδοξος, αλλά και από όπως θα μπορούσε να τα δει και ο πιο φανατισμένος χελογουηνάς, μέσα από τα φίλτρα του θεμιτού οπαδισμού του, απαραίτητο πάντοτε rock element, ώστε να μην καταλήγουμε σε κάθε είδους νυσταλέο εγκυκλοπαιδισμό.
Θα αφήσω τις λεπτομέρειες της βραδιάς στην Ελένη, επισημαίνοντας δύο μόνο πράγματα ακόμη.
Το πρώτο αφορά στο old school medley, με επικεφαλής τον Kai Hansen, στην μέση ακριβώς του setlist, το οποίο θα πρέπει να διδάσκεται αναφορικά με το πως ένα συγκρότημα με σαράντα χρόνια στις πλάτες του, υποδεικνύει μεν το προφανές και με θριαμβευτικό τρόπο (ότι δηλαδή σαν τον πρώτο δίσκο δεν έχει), αλλά καταδεικνύει τελικά το αναπόφευκτο (ότι δηλαδή με έναν δίσκο δεν πήγε πουθενά και κανείς- εκτός των Sex Pistols και των Stone Roses βέβαια). Οι Helloween βέβαια είναι η χαρά του δευτεροδισκάκια εδώ που τα λέμε, αν συνυπολογίσουμε και το ότι τα ‘Keeper’ είχαν φτιαχτεί ως ένα ενιαίο άλμπουμ.
Θα μπορούσαν τα τραγούδια να είχαν παιχτεί ολόκληρα, θα μπορούσε ίσως να χωρέσει αμέσως μετά και το ίδιο το ‘Halloween’, από το πρώτο ‘Keeper’, (το καλύτερο τους τραγούδι, αν με ρωτάτε ασφαλώς) και να αποδοθεί άρτια – και με ακραία πόρωση για εμάς τους από κάτω - το πέρασμα που είχε συντελεστεί τότε στην επόμενη (και εν τέλει την πιο σημαντική) φάση του γκρουπ. Για την ιστορία να πούμε βέβαια ότι πρώτος ανάμεσα σε ίσους αναδεικνύεται τελικά ο Kai Hansen από όποια πλευρά και να δει κανείς της υπόθεση Helloween μετά την περιβόητη επανένωση του του 2017.
Ήδη όμως η επιλογή του να γίνει μία υπέρβαση φάσεων και περιόδων, και να ακουστεί το ‘Forever And One’ (η μπαλάντα που δίχασε όσο λίγες μπαλάντες στην ιστορία του ροκ δηλαδή) αμέσως μετά τις τελευταίες νότες του ημιτελούς ‘Heavy Metal Is The Law’, επιβεβαίωσε ότι οι Helloween του 2023 γνωρίζουν πολύ καλύτερα από όλους μας που πατάνε, που βρέθηκαν και που βρίσκονται, και ότι ο πρώτος και σημαντικότερος λόγος για τον οποίο επέστρεψαν στα στάδια, από τα μεγαλομεσαία venues, στα οποία είχαν περιοριστεί για πολλά χρόνια, είναι το ότι όντως the pumpkins are united.
Το δεύτερο πράγμα που ήθελα εμφατικά να σημειώσω, το ξέχασα κάπου στην πορεία, αλλά σίγουρα είχε σε κάτι να κάνει με το ότι πράγματι η συναυλία των reunited Helloween το βράδυ του Σαββάτου, στην δεύτερη (και μόνο metal μέχρι τώρα) μέρα του Release Festival 2023 είναι: 1. Η καλύτερη metal συναυλία που έχουμε παρακολουθήσει την τρέχουσα δεκαετία (η αποχαιρετιστήρια των Slayer ήταν το 2019, θυμίζω) και 2. η - ανεξαρτήτως είδους- καλύτερη ηχητικά rock συναυλία που έχουμε ακούσει εδώ και πολλά χρόνια.
Α ναι, το θυμήθηκα (μάλλον). Ήθελα να σημειώσω ότι με τέτοια εξωφρενικά ατόφια και δυναμική rhythm section δύο ώρες επί σκηνής (και δεν αναφέρομαι μόνο στο ‘ιστορικό μπάσο’), την οποία και (τουλάχιστον στη δεξιά πλευρά) ακούγαμε ως σε high end μηχανήματα, είναι μάλλον ανόητο να θεωρεί κάποιος εαυτόν θιασώτη της όποιας rock’ n’ roll ορμής και να απορρίπτει στερεοτυπικά τους Helloween ως ένα δήθεν παλιομοδίτικο power metal σχήμα, που (επιμένει να) τραγουδάει για κλειδοκράτορες, τέρατα και τρελογιατρούς, με αμφιβόλου αισθητικής καρτούν να παίζουν στο background, και με κολοκύθες να βγάζουν μάτια- στόμα και χέρια- πόδια και να παίρνουν τους πάντες κατά πόδας.
Δηλαδή θα πρέπει να παίρνει κανείς πολύ στα σοβαρά το shock show των Cramps αν πιστεύεις σε τέτοια πράγματα, που πάει να πει ότι λίγα κατάλαβε και από δαύτους…
Διότι είναι γνωστό ότι οι Cramps είναι ένα αστείο συγκρότημα.
Can your pumpkin do the dog? Που μας λέει και ένα προαιώνιο rock ‘n’ roll ερώτημα.
Γράφει η Ελένη Φουντή:
All hail Helloween! Σελίδα στις συναυλίες της ζωής μας
“Θα πας Helloween;”. Άλλη με ενδιαφέρον, άλλος με ζήλια και άλλος μειδιώντας, πάντως όλοι με ρώτησαν φέτος προσθέτοντας “θα τα πούμε εκεί”. Πλην των περιπτώσεων με το σηκωμένο φρύδι εννοείται. Εντάξει, καταλαβαίνω. Το power metal, η χιουμοριστική ελαφριά προσέγγιση στον σκληρό ήχο, η τόσο μακριά από το στερεότυπο του απροσπέλαστου βαρβάρου που μασάει ατσάλι για μπραντς, είναι στρουμφοχωριό. Και οι Helloween δεν εξέφρασαν απλώς αλλά όρισαν το φωτεινό στρουμφομονοπάτι ως αδιαμφισβήτητοι ηγέτες του ευρωπαϊκού power metal από τα 80s με την απενοχοποιημένη αισιοδοξία, παιδικότητα και παραμυθένια λάμψη που διακρίνει τον ήχο και την (επιμελημένα) cheesy αισθητική τους. Φυσικά δεν είναι για όλους. Ιδίως για όσους δεν τους άκουσαν ως έφηβοι. Να σημειωθεί όμως ότι σε μια εποχή που οι metallers υπέφεραν κυνηγώντας το τρόπαιο του πιο δαιμονισμένου κομπλεξικούλη, οι Γερμανοί υπήρξαν τα πιο κουλ και άνετα τυπάκια.
Η απρόσμενη επιτυχία των δύο “Keeper Of The Seven Keys” (Part I, Part II), ακρογωνιαίων λίθων όλου του power από το 1987-1988, σήμανε ατυχώς μια μακρά ακανθώδη πορεία φαγωμάρας, γκαντεμιάς και τραγωδίας, αλλά εν τέλει οι επτά κλειδοκράτορες γουστάρουν να είναι Helloween (o Kai Hansen και Gamma Ray άραγε; θα δούμε) και από το 2017 οι Κολοκύθες Ενωμένες οργώνουν τον κόσμο μοιράζοντας συγκίνηση και ξαναγράφουν ιστορία. Στην Ελλάδα τους περιμέναμε το 2020, η πανδημία μας τα χάλασε και φέτος στο Release Athens θα είχαμε μια δεύτερη ευκαιρία. Πώς να μην πήγαινα; Παουερού σίγουρα δεν είμαι, αλλά να μην τιμήσω τη μικρή παιδική μου θητεία στο “How Many Tears” και το “March Of Time”; Θα ήταν “A Tale That Wasn't Right”. Έβγαλα εισιτήριο την πρώτη μέρα της προπώλησης αν θυμάμαι καλά.
Με το χέρι πιασμένο από τα επί τριήμερο refresh σε meteo, weather.com και δεν συμμαζεύεται ξεκίνησα για την Πλατεία Νερού με αδιάβροχο στην τσάντα, δερμάτινα αθλητικά και την ελπίδα ότι ο Τουτάτης δεν θα μας έριχνε τον ουρανό στο κεφάλι. Ήμουν τυχερή. Δεν πρόλαβα τους Silent Winter που ακούω ότι αποθεώθηκαν στη βροχή, αλλά φεύγοντας οι παουεράδες Βολιώτες πήραν μαζί τους και τον χειμώνα. Έφτασα μεσούντος του σετ των Beyond The Black, ο ουρανός χαμογελούσε και οι Γερμανοί τράβηξαν τα βλέμματα με ζωηρό symphonic power, ωραία ενέργεια και την αλέγρα διάθεση της Jennifer Haben που μαθαίνω ότι θεωρείται μια από τις σπουδαιότερες φωνές στον χώρο της. Ναι σε όλα, πάντως δεν θα ‘λεγα ότι με κράτησαν πέρα από μεμονωμένες ενδιαφέρουσες κιθαριστικές ιδέες. Την Haben όμως θα τη θυμάμαι. Και δεν έχασε νότα.
Ακόμα πιο δύσκολη πίστα οι Jinjer, που δεν είχαν ουδεμία στυλιστική συνάφεια με τα άλλα acts και εξ αυτού πιστεύω ότι αδικήθηκαν. Ανεξαρτήτως προσωπικού αισθητηρίου, όταν ακούς ζωντανά έναν μουσικό μπορείς και πρέπει να διακρίνεις αν έχει ενδιαφέρον αυτό που κάνει και αν το κάνει καλά. Ούτε έχω ούτε θέλω επαφή με το metalcore, djent κλπ, αλλά οι Ουκρανοί τα έδωσαν όλα, ο ήχος τους ήταν ευκρινέστατος και η Tatiana Shmailyuk είναι φυσική ηγετική παρουσία στη σκηνή. Τον τελευταίο χρόνο έτρεξαν για την ευαισθητοποίηση του κοινού εναντίον του αιματηρού πολέμου που δέχεται η Ουκρανία και την οικονομική στήριξη των πληγέντων και αυτό τους τιμά. Η Tatiana περνάει με τεράστια άνεση από τα growls στα καθαρά φωνητικά και κρίνοντας από τη συμμετοχή του κόσμου κυρίως προς τη σκηνή, οι Jinjer έχουν fan base εδώ. Όμως δεν ξέρω τι αίσθηση μπορεί να αφήσει συν τω χρόνω ένα ζωντανό deathcore βίωμα σε ένα power-oriented κοινό και ειδικά μετά την εξωπραγματική εμφάνιση των Helloween.
Ναι εξωπραγματική, θα τα λέμε ακριβώς ως έχουν: Η εμφάνιση των Helloween φέτος στο Release Athens θα μνημονεύεται ως μία από τις σπουδαιότερες heavy metal συναυλίες που έχουν γίνει ποτέ στην Ελλάδα. Από το 2017 με την έναρξη της περιοδείας Pumpkins United το ξέραμε ότι κάθε λάιβ τους είναι εμπειρία, αλλά - και θα το λέω μέχρι να μαλλιάσει η γλώσσα μου - ποτέ κανένα βίντεο ακόμα και επαγγελματικό δεν αποδίδει το κλίμα μιας συναυλίας (ή μίας θεατρικής παράστασης). Αν μάθαμε ένα πράγμα το περασμένο Σάββατο είναι ότι μόνο αν έχεις δει λάιβ τους Helloween ξέρεις πώς είναι λάιβ οι Helloween. Κι εγώ δεν τους είχα ξαναδεί.
Το σήμα έναρξης έδωσε το προηχογραφημένο intro του “Halloween”. Οι Γερμανοί βγήκαν στην ώρα τους με το “Skyfall” και η ανταπόκριση του κοινού, όπως αργότερα στα “Mass Pollution” και “Best Time”, απέδειξε και στα εγχώρια ότι το προπέρσινο άλμπουμ δεν ήταν αρπαχτή τώρα που γυρίζει η επανένωση αλλά μέσο ανανέωσης της σχέσης εμπιστοσύνης τους με τον κόσμο.
Το διευρυμένο σχήμα United Forces, όπου οι τέσσερις παλιοί συμπράττουν με τους τρεις νεότερους (τι νεότεροι βέβαια με τον Deris να κλείνει 30 χρόνια στο συγκρότημα..), έχει οδηγήσει και σε μία συναυλιακή ιδιαιτερότητα. Ένα επταμελές σχήμα με τρεις κιθάρες, δύο τραγουδιστές (ξέρετε εσείς πολλά συγκροτήματα που να έχει επιστρέψει ο βοκαλίστας της κλασικής σύνθεσης και να παραμένει και ο αντικαταστάτης του;), τον Kai Hansen επίσης να παίρνει φωνητικά σαν τον παλιό καλό καιρό, τον παλαίμαχο Markus Grosskopf - ίσως τον πιο χαμογελαστό μπασίστα του κόσμου - και ένα drum set κολοκύθα. Ειδική μνεία εδώ στον Dani Löble που πετάγονται οι φλέβες του από την αδρεναλίνη και την αφοσίωση. Δεν υπάρχει ωραιότερη εικόνα για ντράμερ από αυτή του Löble που είδαμε φέτος.
Οι Helloween έχουν θάψει το τσεκούρι του πολέμου και αυτό έγινε αντιληπτό και στον πιο δύσπιστο. Kai Hansen και Michael Weikath έφεραν συγκίνηση και μνήμες από τη χρυσή εποχή 1987-1988 παίζοντας δίπλα δίπλα. Ακόμα και ο Weikath, η επιτομή του coolness, χαμογελούσε. Μαζί με τον Sascha Gerstner, που μας έδειξε την κλάση του σε ένα καλοβαλμένο σόλο, συγκρότησαν ένα κιθαριστικό σύνολο μπόμπα. Ο Michael Kiske με τον Andi Deris αντάλλαξαν αβρότητες, έστειλαν μηνύματα ενότητας και έβγαλαν παρέα τα φωνητικά στο μεγαλύτερο μέρος του δίωρου (και κάτι) σετ, με τον δεύτερο πάντως να είναι ο εργάτης της υπόθεσης. Γενικότερα σε μια προσωπική παραδοχή για τον Deris που πάντα αμφισβητούσα, δίνω μεγάλο ρισπέκτ για τις ερμηνείες, τη γλυκύτητα και την αλληλεπίδρασή του με το κοινό. Ο Andi Deris είναι πηγαίος γκράντε διασκεδαστής - performer και δίκαια έχει κερδίσει την αγάπη των παουεράδων όλα αυτά τα χρόνια. Ένας “Perfect Gentleman”. Ο Kiske ήταν συγκινητικός στο “Eagle Fly Free” και ακόμα περισσότερο στο “I’m Alive” που είναι ένα από τα αγαπημένα μου τραγούδια τους και αποτέλεσε έκπληξη στο setlist. Δεν είχε την αντοχή του Deris, αλλά η φωνή του είναι μια χαρά και σίγουρα καλύτερη απ’ ό,τι στο πρόσφατο παρελθόν. Σε κάθε περίπτωση, θεωρώ άδικο να πρέπει να αναμετράται με τον υπεράνω υποψίας γλυκούλη - ξανθούλη εικοσάχρονο εαυτό του που τραγουδούσε και γκρέμιζε βουνά. Ο Kiske είναι πάντα ο Kiske.
Στο “Dr Stein” (το οποίο πάντα βαριόμουν ως κομμάτι, αλλά χόρεψα και τραγούδησα σαν τρελή - αυτό είναι το μαγικό ραβδί του καλού λάιβ) πρόλαβα με την άκρη του ματιού μου μια παλιά αφίσα του συγκροτήματος από τα τέλη 80s και τη μορφή του τόσο πρόωρα χαμένου Ingo Schwichtenberg με το χαρακτηριστικό αθώο αγορίστικο βλέμμα του. Δεν ξέρω, συγκινήθηκα..
Ήταν μέρος των ειδικών CGI βίντεο που έντυσαν όλη τη συναυλία και δίχασαν ένα μέρος του κοινού. Προσωπικά, εκτός του ότι τα βρήκα υποδειγματικά για το σκοπό που φτιάχτηκαν, δεν θα ήθελα με τίποτα να λείπουν, για τον ίδιο λόγο που δεν θα ήθελα πιο ενήλικα εξώφυλλα στα δύο Keeper. Η παιδικότητα, η καρτουνίστικη αισθητική και το magical thinking είναι αναπόσταστα κομμάτια του φαντασιακού των Helloween. Αυτή την εικόνα υπηρετούν δεκαετίες ολόκληρες. Η αισιοδοξία και η ελαφρότητα είναι στάση ζωής γι’ αυτούς, δεν είναι χαζοί οι Γερμανοί να μην ξέρουν ότι υπάρχουν πιο σοβαρές επιλογές από... χαρούμενες κολοκύθες παντού στα σκηνικά και στα εξώφυλλά τους. Κατανοώ το cringe element, αλλά δεν είναι κάποιο ατύχημα.
Και οι επτά ήταν υπέροχοι, η βραδιά εξελίχθηκε σε ένα ξέφρενο πάρτυ, δίπλα μου ένα δωδεκάχρονο παιδί κοιτούσε τη σκηνή σαν μαγεμένο (σίγουρα ο μπαμπάς του ακριβώς πίσω του θα καμάρωνε), μπροστά και δεξιά όπου βρισκόμουν ο ήχος ήταν επιπέδου lossless (μήπως ήταν playback; ΤΙ ΜΑΣ ΚΡΥΒΟΥΝ;), αλλά δεν μπορώ να μη σταθώ ειδικά στον συνιδρυτή Kai Hansen, την καρδιά του συγκροτήματος, που κάθε λεπτό μας έδειχνε πόσο του είχαν λείψει οι Helloween. Το σημείο που πήρε το μικρόφωνο στο medley από τα πρώτα speed metal βήματα του ομώνυμου EP μέχρι και το “Walls Of Jericho” ήταν σκέτη χρονομηχανή. Αφού δεν τηλεφώνησα επιτόπου στους γονείς μου να τσακωθώ για την ώρα που θα γυρίσω από τις μπύρες πάλι καλά να λέμε. Kai Hansen σημαίνει απέραντο, τίμιο ροκσταριλίκι, ακριβώς όπως το είχα πλάσει στο μυαλό μου από παιδί με τον στίχο του George Harrison “if I grow up I’ll be a singer wearing rings on every finger”, με φωνητικά άγουρης αλητείας που κατάπιναν κεραυνούς.
Η εκτέλεση του “How Many Tears” μας έριξε στα πατώματα. Και οι ίδιοι οι Helloween έμοιαζαν συγκινημένοι. Έλεγαν συνέχεια πόσο γουστάρουν να παίζουν στην Ελλάδα και πως κακώς έκαναν τόσα χρόνια να ξανάρθουν. Κι όμως η μεγαλύτερη στιγμή της βραδιάς δεν είχε φτάσει ακόμα. Έχετε ακούσει πολλές φορές συγκρότημα να ζητάει από το κοινό να σταματήσει το τραγούδι; Αυτά ακριβώς ζήσαμε σε μια ιστορική εκτέλεση του “Keeper Of The Seven Keys” με τον κόσμο να τραγουδάει παραληρητικά και τον Hansen να εξηγεί γελώντας ότι “you’re fucking amazing αλλά δεν γίνεται να παρουσιάσω τη μπάντα αν δεν σταματήσετε”. Δεν του το κάναμε εύκολο πάντως. Οι Γερμανοί μας άφησαν προφανώς με το “I Want Out”, πολύχρωμα χαρτάκια και πορτοκαλί μπαλόνια - κολοκύθες (κολοκύθες; πώς και;) πάνω από τα κεφάλια μας, χειραψίες του Hansen στον κόσμο, το ήρεμο ευχαριστημένο βλέμμα του Weikath, την υπόσχεση πως θα ξανάρθουν σύντομα, σμπαράλια την καρδιά και την πολυτέλεια ότι η ψευδαίσθηση πως γίναμε για λίγο παιδιά κερδήθηκε, δεν χαρίστηκε.
Εκ των υστέρων συνειδητοποιώ ότι για μένα οι Helloween δεν ήταν ποτέ συναυλιακό απωθημένο και εν μια νυκτί πέρασαν στις εμπειρίες που δεν ήξερα ότι είχα απόλυτη ανάγκη. Ήταν συναυλία ζωής. Στην επόμενη να πάμε κάγκελο.