Αnd Also the Trees & Doric
Μια βραδιά μεταξύ άγχους και νοσταλγίας συμπυκνωμένη σε μία και μοναδική πρόταση. Του Αντώνη Ξαγά
Είναι Σάββατο βράδυ Αθήνα, έχω καιρό να πατήσω τούτα τα μέρη τέτοιες ώρες, εδώ που καίει ο πυρετός της μητρόπολης, η βιομηχανία της διασκέδασης σε πλήρη αλεστική λειτουργία, πυκνός κόσμος, αυτοκίνητα, η μυρωδιά κακοτηγανισμένου κολοκυθοκεφτέ πλανάται στον αέρα, μαζί ακούγεται ένα σκληρό σκυλάδικο ανακατεμένο με ένα "Common people", το λες και αστική δυστοπία και άγχος υπαρξιακό και στρες και σκοτεινιά, έχει μια ενδιαφέρουσα αντίθεση το γεγονός ότι απόψε έχουμε έρθει εδώ για να μεταφερθούμε σε έναν άλλο κόσμο, μακρινό, επαρχιακό, βρετανικό, μια μελοποιημένη αγροτική δυστοπία και άγχος υπαρξιακό και στρες και σκοτεινιά (τελικά πουθενά δεν γλυτώνεις άραγε;), νοερό ταξίδι Αθήνα-Inkberrow, στην οοοοο τόσο βρετανική επαρχία του Γούζτεσερ (Worcestershire δηλαδή), μικρό το μέρος, ένας δρόμος μπαίνει, ένα δρόμος βγαίνει, ήσυχα φροντισμένα σπιτάκια, κήποι, μία παμπ με το οοοοο τόσο βρετανικό όνομα "The Bulls' Ηead", ένα παντοπωλείο, ανάλογα με τις λογοτεχνικές προσλαμβάνουσες μπορεί να φαντασιωθεί κανείς καλόβολες κυριούλες να πίνουν τσάι στις 5, να κουτσομπολεύουν και να λύνουν μυστήρια φόνων, ή ακόμη πιο δραματικά, να ψυχανεμιστεί μοναξιά, ανία, μπύρα χλιαρή, κενά απλανή βλέμματα σε οθόνες που παίζουν πρωτάθλημα σνούκερ ή κάποιον τοπικό αγώνα της Κόνφερενς, το λες και βρετανικό γκόθικ (κατά τον γνωστό πίνακα), και είναι σαν να μπορείς να αισθανθείς κι εσύ χειροπιαστή την ανάγκη να ξεφύγεις, να δραπετεύσεις, μπορείς να καταλάβεις τα συναισθήματα μιας παρέας νεαρών εκεί στα τέλη των 70s, αυτής της παρέας μεσόκοπων πια ανδρών που βλέπεις τώρα εδώ ζωντανά για πρώτη φορά (αν και στην χώρα έχουν έρθει και πάλι), την ανάγκη τους να μιλήσουν για νοσταλγία αλλοτινών καιρών, βικτωριανών, γοτθικών, ρομαντικών, ανύπαρκτων, να τραγουδήσουν για τα στοιχειά της φύσης και να ξορκίσουν τη σκοτεινιά τους, και είναι σαν να ακούς τη βουή τους στο "Your guess" που ανοίγει το αποψινό ταξίδι μέσα από ξέφωτα και σύθαμπα, έχουν και νέο όμορφο δίσκο φέτος, "Born into the Waves", φέτος την 37η χρονιά τους, χρόνια πολλά στο κουρμπέτι όπως λέει με την χαρακτηριστική βαθιά φωνή ο Simon Huw Jones, μια μετα-βυρωνική φιγούρα ξεχασμένου δανδή, φωνή λυγμική, σχεδόν σπαραχτική, μελοδραματική στα όρια του στόμφου, μπροστά σου να γονατίζει, "υποφέρω, οοοοο πόσο υποφέρω", βασανισμένοι μορφασμοί, εκφράσεις, μια θεατρική παρουσία της οποίας δεν έχει νόημα να αναζητήσεις την γνησιότητα, το θέατρο ξέρεις ότι δεν είναι αλήθεια, αλλά δεν είναι και ψέματα, και δεν έχει σημασία αν σε κρατά στη μαγεία του, με "Dialogue", με "A room lives in Lucy", και άλλα τραγούδια για χαμένες αγάπες, για ποίηση, για ζωγράφους του 19ου αιώνα, και σκέφτομαι ότι οι And Also the Trees έχουν καταφέρει αυτό που ζηλεύει ο κάθε απανταχού δημιουργός, ο κάθε ένας που για να εκφραστεί παίρνει στο χέρι φτερό χήνας, στυλό ή πληκτρολόγιο, κιθάρα, μπάσο ή ντραμς, καλέμι και πινέλο, κάτι δημιουργικό τέλος πάντων, όλοι λοιπόν έχουν τη μύχια επιθυμία να ξεχωρίσουν, να μπορέσουν να βάλουν την δική τους προσωπική ταυτοτική σφραγίδα, να διαβάζουν το κείμενο σου, να ακούνε το τραγούδι σου και να βρίσκουν εύκολη και προφανή απάντηση στην ερώτηση "τίνος είναι;", ποτέ δεν ήταν εύκολο, πόσο μάλλον τούτα τα χρόνια του καλλιτεχνικού πληθωρισμού και της αισθητικής εντροπίας, κι όμως αυτούς τους κιθαριστικούς αρπισμούς του αδερφού Justin Jones, τις τίγκα στο reverb στροβιλίζουσες στοιχειωτικές μελωδίες, δεν τις μπερδεύεις με καμία άλλη, ακόμη κι αν αναγνωρίζεις την καταγωγή τους από εκείνα τα χρόνια που όλα τα έσκιαζε η μαυρίλα και τα φοβέριζε η καταχνιά του post-punk, Cure και Joy Division και λοιπές σκοτεινές ταξιαρχίες, τούτοι εδώ ήταν πάντα διαφορετικοί με τον τρόπο τους, και έμειναν διαφορετικοί, πέρα από μόδες και εξελίξεις, κι ας μην έγιναν πρώτο όνομα ποτέ, αρκούν για να γεμίσουν τούτη τη μικρή γωνιά της πόλης, και ακόμη καταφέρνουν να συγκινούν,όσο κι αν εσύ πιάνεσαι από τα παλιά, από τη νοσταλγία, ένα «Shaletown» που θα στέκει πάντα χαραγμένο στο μνημείο με τα αγαπημένα τραγούδια των σκοτεινών περιόδων, μέχρι να στάξει και η τελευταία νότα από ένα "Small pulse boy" και να ξαναβγείς κάπως πιο αλαφρύς στην ίδια αγχωτική αστική νύχτα όπου τίποτε δεν μοιάζει να έχει αλλάξει...
(Η νοσταλγία είναι και το κλειδί που συνδέει τους And also the Trees με το όνομα που μας προϋπάντησε, τον Doric, τον Στάθη Λεοντιάδη δηλαδή πουν τον έχουμε ματαπαντήσει και σε άλλα σχήματα και ονόματα (άκου και Human Puppets μεταξύ άλλων) να στρέφει τη ματιά του στα 80s, στα αναλογικά σύνθια, τις κρύες αγχωτικές (αστικές!) κυματομορφές, τις στοιχειώδεις μινιμαλιστικές μελωδίες, χωρίς λογισμικές ευκολίες, ο ήχος μου χαϊδεύει οικεία τα αυτιά, αλλά σαν μου λείπει αυτό το προσωπικό κάτι που να υπερβαίνει τον φορμαλιστικό βραχνά και τα στενά του περιθώρια, αλλά όπως είπαμε, διόλου εύκολο και αυτονόητο δεν είναι αυτό).