Anonhi and the Johnsons
Ποπ δωματίου μια βραδιά κάτω από την Ακρόπολη. Με διαλογισμό, ζέστη, ακριβό εισιτήριο αλλά και συγκίνηση. Της Χίλντας Παπαδημητρίου
Την πιο ζεστή μέρα του φετινού καλοκαιριού, μια μέρα που έβραζε ο τόπος κολασμένα, βρεθήκαμε στα καυτά μάρμαρα του Ηρωδείου για να δούμε την Anohni, που ξαναβγήκε σε περιοδεία μετά από αρκετά χρόνια. Συνοδευόμενη από τους Johnsons, όπως πάντοτε, εννέα δεξιοτέχνες μουσικούς, με μερικούς από τους οποίους συνεργάζεται μια εικοσαετία. Και ίσως η βραδιά αυτή να ήταν συμβολικά η σωστή για μια τέτοια συναυλία, αφού το άλμπουμ που κυκλοφόρησε πέρυσι η Anohni, μιλάει για την καταστροφή του περιβάλλοντος και την κλιματική αλλαγή, χρησιμοποιώντας ως όχημα τη blue-eyed soul. Ναι, αυτό το είδος της γλυκιάς έως γλυκερής soul που δημιούργησαν οι λευκοί τραγουδιστές από τα ‘60s και μετά, σε μια δική τους εκδοχή του ήχου της Motown και της Stax. Ο Anthony Hagarty, γεννημένος στην Αγγλία το 1971, μεγάλωσε ακούγοντας την Alisson Moyet, τον Boy George με τους Culture Club και τον Marc Almond, πριν μετακομίσει στις ΗΠΑ.
Οι εγκυκλοπαίδειες ονομάζουν τη μουσική της Anohni, της περσόνας στην οποία εξελίχθηκε ο Anthony Hagarty [ο οποίος είχε δυσφορία φύλου από μικρή ηλικία] σαν experimental/chamber pop. Καθώς είμαι περισσότερο παιδί της pop κουλτούρας, προτιμώ αναμφίβολα την chamber pop πλευρά της Anohni, έτσι οι προτροπές της Marina Abramovich για ενεργειακές αναπνοές ώστε να γίνουμε όλοι ένα, με άφησαν παγερά αδιάφορη. Γιατί να θέλω να γίνω ένα με τον άλλο από πίσω μου που είχε βγάλει τα παπούτσια του; Επίσης, η χορεύτρια που διέσχισε τη σκηνή στην αρχή και το τέλος της συναυλίας δεν πρόσθεσε κάτι στην εμπειρία.
Η Anohni εμφανίστηκε ντυμένη στα λευκά, με μαντίλα ριγμένη στα μαλλιά, μακρύ λευκό φόρεμα και μακριά λευκά γάντια (μπρος τα κάλλη τι είναι η ζέστη). Χωρίς να επιμένει ιδιαίτερα στο πρώτο προσωπικό της άλμπουμ ‘Hopelessness’ (2016) και στο ΕΡ ‘Paradise’ (2017), σίγουρα έριξε σ’ αυτά το βάρος, όπως και στον περσινό δίσκο της με τους Johnsons, ενώ απέφυγε τα χιτάκια που περίμενε το κοινό. Η πρώτη ώρα της συναυλίας είχε σωστό ρυθμό, μια διαρκή κορύφωση ως τη στιγμή που ερμήνευσε μοναδικά το τραγούδι των τραγουδιών των απανταχού καταπιεσμένων, ‘Sometimes I feel like a motherless child’. Στη συνέχεια, έκανε μια ημίωρη σχεδόν κοιλιά όπου η Anohni σαν να «έπεσε», κάτι που κατάλαβε και η ίδια, σχολιάζοντας, “God! I feel nervous”. Για να προσθέσει αργότερα, «ξαπλωμένη στο κρεβάτι του νοσοκομείου… ουπς, του ξενοδοχείου μου, σκεφτόμουν, για φαντάσου, ξεκίνησα σαν drag queen και τώρα βρέθηκα να τραγουδάω στην Ακρόπολη». Αυτή η κοιλιά οφειλόταν πιθανότατα στη λιγότερο θερμή ανταπόκριση του κοινού στα πιο πρόσφατα τραγούδια της. Στη μιάμιση ώρα, κι αφού νωρίτερα μας σύστησε τα μέλη της μπάντας, έκλεισε με το υπέροχο ‘Man is the baby’, από το σπουδαίο άλμπουμ της ‘I am bird now’.
Η χορεύτρια διέσχισε αργά και τελετουργικά τη σκηνή και η συναυλία τελείωσε όταν η Anohni βγήκε για encore. Αφού πέταξε τα γάντια της, κάθισε στο πιάνο κι έπαιξε το ‘Hope there’s someone’.
Το Ηρώδειο ήταν μισογεμάτο και λόγω της αφόρητης ζέστης και λόγω των πανάκριβων εισιτηρίων. Τα οποία ξεκινούσαν από 170 ευρώ και 53 ήταν στα ορεινά. Εμείς φυσικά ήμασταν με τους ορεινούς. Πάντοτε. Για να πιάσουμε τη συζήτηση από τη συναυλία του Nick Cave στη Στέγη – έχετε τρελαθεί εντελώς; Καταλαβαίνω τον ιδιώτη διοργανωτή που ρισκάρει τα λεφτά του για να οργανώσει ένα λάιβ αλλά η Στέγη και το Φεστιβάλ Αθηνών θα πέσουν έξω αν βάλουν πιο λογικές τιμές; Η αίσθησή μου είναι ότι σε λίγο η τέχνη (ή η Τέχνη) θα απευθύνεται μόνο στους πλούσιους που κάνουν ένα πέρασμα από το Ηρώδειο, τη Στέγη ή το Μέγαρο πριν καταλήξουν σε πανάκριβο γκουρμέ εστιατόριο ή στον Ρέμο. Μην αναρωτιέστε μετά γιατί ο Λεξ γέμισε τον Πανιώνιο χωρίς ουσιαστική διαφήμιση ή γιατί ο Θανάσης έχει τριήμερο sold-out στους Βράχους. Και ναι, ο Cave και η Anonhi συγκινούν εμάς, τις παλιές καραβάνες, για λόγους καθαρά συναισθηματικούς. Ούτε να αναρωτιέστε γιατί οι αληθινά νέοι ακούνε ελληνικό hip-hop.
Αλήθεια, μήπως σας βρίσκετε κανένα εισιτήριο για τον Θανάση;
(Οι φωτογραφίες είναι της Nomi Ruiz)