St Paul’s Sessions 6 - Nik Bärtsch & Τάνια Γιαννούλη
Ή πως οι θέσεις μπορούν μέσα από τις αντιθέσεις να οδηγήσουν σε νέες συνθέσεις. Της Ελένης Φουντή
Ίσως δεν ακουστεί τρε κομιλφό, αλλά η σκέψη δύο πιανιστών σε κοινή perfomance μου φέρνει πάντα στο μυαλό την αντιπαράθεση ως χρυσό στάνταρντ και όχι τη σύμπραξη. Τα τρίο, τα κουιντέτα και τα σεξτέτα είναι ομάδες, οι 18 Μουσικοί του Steve Reich στο όριο της παρεξήγησης (του μινιμαλισμού - εξοστρακίστε με και σαν τον Αριστείδη αν θέλετε, αλλά ceci n’est pas du minimalisme που θα έλεγε ο Μαγκρίτ σε μια απόπειρα ημιαποτυχημένου αυτοαναφορικού χιούμορ) και οι σονάτες για βιολί και πιάνο διάλογος, αλλά τα δύο πιάνα είναι αντιπαράθεση.
Και αυτό δεν το προσημαίνω αρνητικά εν προκειμένω. Η αντιπαράθεση δεν υπονοεί πάντα τον ανταγωνισμό. Μπορεί να σημαίνει και ανάδειξη των κατάλληλων αντιθέσεων που αν συνδυαστούν σωστά φέρνουν ισορροπία, ένα είδος αντίστιξης δηλαδή. Όπως συμβαίνει με το κιαροσκούρο του Καραβάτζιο. Ή όπως συνέβη ένα βράδυ πριν επτά χρόνια στη Στέγη Ιδρύματος Ωνάση με τους Ictus Ensemble στο “Marimba Phase” πάλι του Reich (για να λέμε και τα καλά) που δεν θα το ξεχάσω ποτέ ακριβώς λόγω της αντιπαράθεσης των δύο παικτών μαρίμπας. Ο ένας φορούσε άσπρο πουκάμισο, ο άλλος μαύρο και έχτισαν την πολυπλοκότητα, σύννεφα πυκνότητας, από το τίποτα. Στο τέλος κέρδισαν και τα δύο πουκάμισα.
Όπως τελικά είχαμε την τύχη να συμβεί και στο Ωδείο Αθηνών τις προάλλες στην συνάντηση του Nik Bärtsch με την Τάνια Γιαννούλη. Οι διαφορές τους είναι μάλλον ευδιάκριτες, καθώς, παρά το συγγενές υπόβαθρο κλασικών σπουδών και το τόσο - όσο φλερτ με τη τζαζ και των δύο, η Γιαννούλη πατάει περισσότερο στη μελωδία ενώ ο Bärtsch είναι σαφώς πιο μινιμαλιστικός. Ωστόσο, δεν αρκεί δυο μουσικοί να είναι διαφορετικοί για να πετύχουν αντιστικτική αρμονία. Κάλλιστα το αποτέλεσμα μπορεί να είναι απλώς ασύνδετο, ασυνάρτητο ή φλύαρο. Η αντιπαράθεση αντίθετα εμπεριέχει την αμοιβαία συμπλήρωση και προϋποθέτει να ακούς καλά τον απέναντι, το διαφορετικό από το δικό σου πουκάμισο. Παρόλο που αυτό ήταν μόλις το τρίτο κοντσέρτο τους μαζί, μετά από δυο εμφανίσεις στο Moods της Ζυρίχης και στο “Enjoy Jazz” στη Γερμανία, η Ελληνίδα και ο Ελβετός το πέτυχαν και μπράβο τους.
Βγήκαν ντυμένοι στα μαύρα, χαμογελαστοί και πανέτοιμοι. Πιάνα ανοιγμένα, πανέτοιμα κι αυτά (για ξεκοίλιασμα). Με το που κάθισαν ξεκίνησαν κατευθείαν. Η Γιαννούλη ήταν χειμαρρώδης, το παίξιμό της ρέον, γάργαρο και ενθουσιώδες. Είχε τρομερή αυτοπεποίθηση, τεχνική και πάθος. Δικαίως, καθώς αυτή την περίοδο είναι στα καλύτερά της. Διεθνώς καταξιωμένη, ενταγμένη στο δυναμικό της αβανγκάρντ Rattle Records (περίπου της ECM της Νέας Ζηλανδίας όπως εύστοχα σημείωσε ο Γιάννης Μουγγολιάς σε ανάρτησή του στο facebook), με το θαυμάσιο άλμπουμ της “Solo” να σκαρφαλώνει πέρυσι σε διάφορες ευρωπαϊκές λίστες με τα καλύτερα του 2023 και τις επικείμενες συνεργασίες της με τον Arve Henriksen και τον Amir ElSaffar να δημιουργούν ακόμα μεγαλύτερη προσδοκία. Δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι που να της λείπει. Κινούμενη μεταξύ κλασικής και improv τζαζ (με σαφή όμως ροπή προς το πρώτο πεδίο) η Τάνια Γιαννούλη έλαμπε μέσα στον διάχυτο λυρισμό και τις πλούσιες μελωδίες της.
Πώς να μην χαρακτηρίσεις λοιπόν σκέτο εξωγήινο τον Ελβετό συμπράττοντα συγκριτικά; Ο Nik Bärtsch την περασμένη Παρασκευή στο Ωδείο δεν ήταν απλά από άλλο ανέκδοτο αλλά και από άλλο πλανήτη. Δεν μπορεί να περιγραφεί, αλλά θα προσπαθήσω: The man who fell to earth, που έφερε την κρουστή, μινιμαλιστική του αντίληψη για την πιανιστική σύνθεση και ερμηνεία και άλλαξε τους κανόνες με την καθηλωτική παρουσία του. Δεν θεωρώ ότι υπερβάλλω αφού δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από πάνω του. Όρθιος κυρίως και με σαφώς μεγαλύτερο ζήλο για το εσωτερικό του πιάνου απ’ ό,τι για τα πλήκτρα, ο Bärtsch έπαιζε σαν να ήθελε να εξαντλήσει τα όρια της πρωτοπορίας, σαν να μην υπάρχει στον κόσμο άλλος μινιμαλιστής - improv μουσικός που να μετράει. Αυτή τη σιγουριά εξέπεμπε σε μένα τουλάχιστον.
Η ερμηνεία του ήταν τελετουργική, μελετημένη, αλλά και απρόβλεπτη μαζί. Με ξάφνιασε δε, έως σημείου ενθουσιασμού, επειδή σε αντίθεση με ό,τι είχα φανταστεί, όλα αυτά δεν υποστηρίχτηκαν από κάποια επιβλητική αυστηρότητα. Αντίθετα, στον μουσικό κώδικα του Nik Bärtsch τα λιτά κυκλικά μοτίβα εκφράζονται με παιγνιώδη τρόπο και σκέρτσο. Είναι επικίνδυνο εγχείρημα η εξισορρόπηση του μινιμαλισμού με το χιούμορ, αλλά την πέτυχε απόλυτα. Όλα αυτά πιθανότατα αντανακλούν και μια γενικότερη στάση και φιλοσοφία ζωής, όχι τόσο λόγω της ενασχόλησής του με το ζεν, το aikido και συναφή γιαπωνέζικα μυστικιστικά κόλπα, αλλά κυρίως ως απόσταγμα μιας πορείας συνεχών μουσικών αναζητήσεων, από τις κλασικές σπουδές πιάνου και κρουστών στο avant-garde σύμπαν του Morton Feldman και του Steve Reich (τρίτη φορά που τον αναφέρω, ας δούμε πού θα πάει αυτή η κατάσταση) και τις zen-funk περιπλανήσεις των Ronin, του σχήματος που στην πορεία τον οδήγησε στην ECM.
Το τιμόνι των δύο πιάνων το κρατούσε σαφώς η Τάνια Γιαννούλη. Εκείνη ήταν το κέντρο ελέγχου της μελωδικής γραμμής με τον σύγχρονο μεσογειακού τύπου νεοκλασικισμό της. Άλλωστε οι περισσότερες συνθέσεις που εκτελέστηκαν ήταν δικές της. Αν δεν απατώμαι, ακούσαμε πέντε κομμάτια της Γιαννούλη και δύο του Bärtsch, όλα βέβαια ειδικά προσαρμοσμένα για δύο πιάνα, όπως μας εξήγησαν κατά τη διάρκεια του κοντσέρτου. Ο Bärtsch έδινε ρυθμό, ηρεμία και οργάνωνε τον περίτεχνο οίστρο της Γιαννούλη, εμφυσώντας όμως παράλληλα ένα στοιχείο game changer: Την αληθινή πρωτοπορία του σήμερα. Δεν συνόδευε, ούτε ανταγωνιζόταν ο ένας τον άλλον, αλλά μας έδωσαν μια εκδοχή ουσίας του σύγχρονου κλασικού ήχου μέσα από την εμπειρία της αντίστιξης. Ένα κοντσέρτο εκκρεμές, μπρος - πίσω, κούνια - μπέλα, όπου οι συναισθηματικοί, τεχνικοί χείμαρροι της Γιαννούλη εναλλάσσονταν με τα λιτά, πειραματικά σχήματα του Bärtsch σαν καλά κουρδισμένα ρολόγια.
Μία τέλεια αντιπαράθεση δύο πιάνων που ελπίζω ότι θα θυμάμαι, όπως το άσπρο και το μαύρο πουκάμισο στις δύο μαρίμπες του Reich (αναφορά υπ’ αριθ. 4. αρχίζω να το διασκεδάζω) πριν επτά χρόνια.
Εδώ επίσης κέρδισαν και τα δύο μαύρα ρούχα, όμως λίγες μέρες μετά και ενώ ακόμα χαζεύω την ιδιόχειρη αφιέρωση με τον ξιφία που μου ζωγράφισε ο Bärtsch πάνω στις παρτιτούρες του της ECM που πήρα φεύγοντας, νομίζω ότι εκείνος με κέρδισε λίγο περισσότερο. Λίγο. Θα ήθελα πάρα πολύ και θα επιδιώξω να τον δω και σε σόλο performance, αλλά ακόμα περισσότερο με ενδιαφέρει η προοπτική μιας κοινής δισκογραφικής καταγραφής της αντιπαράθεσης - συνεργασίας του με τη Γιαννούλη. Το κιαροσκούρο μπορεί και να το δεις, αλλά σπανιότερα το ακούς. Σε αντιπαράθεση, απέναντι, μαζί.
(Φωτογραφίες: Βαγγέλης Πατσιαλός)