Από τον Peter Murphy στην Φιλιώ Πυργάκη (άνευ αποσιωπητικών)
Μια διαδρομή του Αντώνη Ξαγά ανάμεσα σε δύο θρύλους και δύο υπο-κουλτούρες (αφήνοντας την αμφισημία του όρου να αιωρείται).
«Όλα είναι ίδια αν δεν τ’ αγαπάς», νομίζω είναι από τους πιο εύστοχους και προσωπικά αγαπημένους μου στίχους της ελληνικής δισκογραφίας, με ένα εύρος ερμηνείας και εφαρμογής που σίγουρα υπερβαίνει κατά πολύ την αρχική στόχευση του Ορφέα Περίδη, μπορεί να πιάσει από ανθρώπους και να φτάσει μέχρι τις μουσικές. Και μου ξανάρχεται κατά νου και τούτη την ώρα, Παρασκευή βράδυ στην φαληρική άκρη της πόλης, ακούγοντας τον Peter Murphy να (προσπαθεί) να (ξαν)ακουστεί σαν νεότερος δυσοίωνος προφήτης πάνω στις ξυραφιές της ηλεκτρικής κιθάρας, το ερεβώδες μπάσο, το ογκώδες επιβλητικό feedback, όλα αυτά δηλαδή που χαρακτηρίζουν τον ήχο των Bauhaus (ή αυτών που ερμηνεύουν τους Bauhaus) να χάνονται αραιωμένα και αφοπλισμένα στον αχανή χώρο ενός τσιμεντο-μεταλλικού κουτιού, άραγε να υπάρχει ανάμεσα στον πολύ (αλλά όχι πάρα πολύ) κόσμο που έχει μαζευτεί στο γήπεδο κάποιο αθώο, παρθένο αυτί που ήρθε να δει έναν θρύλο από το παρελθόν. Πώς να του ακούγεται αυτό το ηχητικό σύμφυρμα;
Ο ίδιος περίδειος στίχος μου ήρθε κατά νου και το επόμενο βράδυ, Σάββατο βράδυ κάπου στο κέντρο της πόλης αυτή τη φορά, κοντά στην πλατεία Βάθης (Βάθης, να το ξαναγράψω ή να το τραγουδήσω; Βάθης), το χαμηλοτάβανο μαγαζί είναι γεμάτο αλλά όχι ασφυκτικά, άλλαξαν οι καιροί (στην πόρτα σε Α4 χαρτί ανακοινώνεται ότι είναι ανοιχτό μόνο Παρασκευές, Σάββατα και αργίες), είναι νωρίς και η πίστα ακόμη άδεια, ο ήχος όμως είναι ήδη ογκώδης και επιθετικός, η ένταση τσίτα με το κλαρίνο απόλυτο πρωταγωνιστή, τα υπόλοιπα όργανα στριμωγμένα σε μια γωνιά πίσω πίσω, οι νότες να λιώνουν μέσα σε έναν ηχητικό πολτό, τίποτε δεν ξεχωρίζει, οι φωνές των τραγουδιστών επίπεδες με το ατελείωτο echo, όχι ότι πειράζει κανέναν όμως εδώ… «Τι νιαουρίσματα είναι αυτά;» θα έλεγε φρικαρισμένη η γερμανίδα μάνα με το άμαθο αυτί. «Όλα είναι ίδια αν δεν τ’ αγαπάς»; Και όμως, δεν φταις πάντα εσύ…
Στο πολύ ενδιαφέρον του βιβλίο «How music works» ο David Byrne, με μια εμβρίθεια σπάνια για μουσικό (γιατί, ας μην τον κρύψομεν άλλωστε, η πλειονότητα των μουσικών δεν μπορεί να σου μιλήσει ουσιαστικά για μουσική) κάνει μια εύστοχη παρατήρηση, η οποία ίσως και να μοιάζει αυτονόητη, εν τούτοις ξεχνιέται πολλές φορές, ίσως είναι και δύσκολο να το συνειδητοποιηθεί στην εποχή του «anything goes»: ότι η κάθε μουσική έχει τον τόπο και τον χρόνο της. Μάλιστα πολλές φορές αναπτύσσεται σε διαλεκτική αρμονία με τους χώρους όπου παίζεται. Και σε αυτούς ακούγεται και αναπαράγεται στην πραγματική της διάσταση. Έτσι, άλλη μουσική παίζεται στον κενό χώρο ενός αχανούς καθεδρικού ναού, άλλη στον ελεύθερο αέρα της υπαίθρου και άλλη σε ένα καπνισμένο κλειστοφοβικό υπόγειο. Οι μουσικές του Μπαχ στο …Αν θα έχαναν το μεγαλύτερο μέρος από την υψιπετή υποβλητικότητα που τους χαρίζει το άπλετο ύψος ενός καθεδρικού. Σε έναν ανάλογο χώρο οι δυναμικές ενός πανκ γκρουπ θα ακούγονταν κενές, «ντενεκεδένιες».
Και οι Bauhaus π.χ., με το αδυσώπητο feedback και το μπάσο που μπορεί να κάνει τα σωθικά και τα σώψυχα σου να συντονιστούν μαζί του, γεννήθηκαν και ανδρώθηκαν σε χώρους κλειστούς, ύποπτους, σε …σπηλιές νυχτερίδων, τώρα μέσα σε τούτον τον αχανή χώρο, οι νότες πετάνε ψηλά και επιστρέφουν σε μια κακοφωνία διόλου απειλητική, πιότερο κενή και άψυχη. Από την άλλη, το δημοτικό τραγούδι γεννήθηκε έξω, στην ύπαιθρο, βουνίσια, καμπίσια ή θαλασσινή, στην ανοιχτωσιά και στον καθαρό αέρα (άντε και στην …τσίκνα), τις στριγκές υψηλές συχνότητες του κλαρίνου τις έπαιρνε ο αγέρας και τις στρογγύλευε μέχρι να φτάσουν στο αυτί σου. Είχες και μια άπλα να χορέψεις, και όχι στριμωγμένος σε μια πίστα, με …σπρωξιές και ξενυχιάσματα από δωδεκάποντα τακούνια. Φευ, οι ανάγκες των καιρών και των συνθηκών πολλές φορές επιβάλλουν τους δικούς του όρους, η εσωτερική μετανάστευση έφερε το χωριό μέσα στον αστικό ιστό, δεν είναι και τυχαίο ότι τα ‘Αγρίμια’ βρίσκονται σε μια γειτονιά η οποία ανέκαθεν υπήρξε χοάνη υποδοχής μεταναστών. Ειρωνεία από την άλλη: και οι Bauhaus βρέθηκαν εδώ διωγμένοι από τον χώρο που είχε αρχικά ανακοινωθεί, ελέω …Πάολας. Και σκέφτομαι ότι μια αφάνταστη βέβαια περίπτωση ανταλλαγής χώρων θα ήταν λίαν ευεργετική για αμφότερες πλευρές, και οι Bauhaus θα ακούγονταν καλύτερα εδώ στα «Αγρίμια», και το ανάποδο (το μεγάλο ηπειρώτικο γλέντι άλλωστε στο ΣΕΦ δεν γίνεται κάθε χρόνο;).
Η βραδιά της Παρασκευής ξεκίνησε με τους Steams, ένα ελληνικό σχήμα με βαριά ψυχεδελική progressive στόχευση και μπόλικο πάθος που τους βοήθησε να σταθούν πειστικά στην σκηνή. Και μετά ο ηλεκτρισμός της αναμονής και της προσδοκίας, οι πρώτες στιγμές, η αρχική αμηχανία με την φωνή να μην ακούγεται, το «In the flat field» με την σειρά, «Double dare», το ομώνυμο, «A God in an alcove» κλπ, μια ωραία (τηρουμένων των αναλογιών) εκτέλεση του «Stigmata Martyr», ακούγοντας έτσι ολόκληρο τον δίσκο μετά από πολύ καιρό μπορώ να συμμεριστώ το σοκ που προκάλεσε την εποχή εκείνη και ίσως και να καταλάβω (χωρίς εκ των υστέρων και εκ του ασφαλούς ειρωνείες) γιατί το έθαψε σχεδόν σύσσωμη η κριτική όταν είχε πρωτο-κυκλοφορήσει.
Στο δεύτερο μέρος ακολουθεί κάτι σαν «best of» από την υπόλοιπη δισκογραφία (ευτυχώς μόνο ένα από εκείνο το ανεκδιήγητο «Go away white»), μια αλληλουχία κομματιών που κάποτε σύνδεσες στιγμές της ζωής σου με αυτά. Και όμως κάτι αισθάνεσαι ότι λείπει… Νιώθεις κάτι αποξενωτικό, μια αποστασιοποίηση. Ίσως (σίγουρα) να είναι μια άδικα υποκειμενική παρατήρηση, γιατί εξ ορισμού η πρόσληψη μιας μουσικής αφορά σε μεγάλο βαθμό και τον δέκτη, εν τούτοις εν προκειμένω έχει μια βάση, θυμίζοντας σου κιόλας γιατί από την άλλη η μουσική των Bauhaus ποτέ δεν σε συγκλόνισε πραγματικά. Γιατί οι Bauhaus πέρα από την στενή μουσική περιγραφή, ένα συγκρότημα με μετα-πανκ νοοτροπία, ψυχεδελική οπτική και έναν καλά κρυμμένο (αλλά ουσιαστικό) dub πυρήνα, είχαν ανέκαθεν ένα στοιχείο glam, επίδειξης, θεατρικότητας (όχι δεν θα πω …ποζεριάς). Και βασικά ο ίδιος ο Murphy (σε αυτό το πνεύμα ας αποδώσουμε και το σουηδικό ψευτο-σκάνδαλο). Δεν είναι τυχαίο ότι είχε ως πρότυπο τον άνθρωπο που έφτασε τον διαχωρισμό ανθρώπου-καλλιτέχνη στην ακραία της εκδοχή: τον David Bowie. Έχει μάλιστα διασκευάσει επιτυχημένα τον «Ziggy Stardust», που όμως δεν το έπαιξε απόψε σε αντίθεση με ολόκληρη την υπόλοιπη περιοδεία (αυτό το setlist.fm έχει εξολοθρεύσει το στοιχείο της έκπληξης στις συναυλίες). Από την άλλη μας επεφύλαξε μια μάλλον ατυχή διασκευή σε Dead Can Dance («Severance»).
Κι αν και σε αυτό το κείμενο και σε άλλα, γίνεται ένα μπέρδεμα μεταξύ Bauhaus και Peter Murphy, αυτά τα δύο είναι μάλλον αξεδιάλυτα, χωρίς αυτόν ίσως δεν θα ξεχώριζαν από τον συρφετό των λοιπών μετα-πανκ σκοτεινών ταξιαρχιών. ο παρών David J, σημαντική μεν παρουσία που παίρνει και το μερίδιο αποθέωσης που δικαιούνταν, ο Daniel Ash σημαντική μεν απουσία, κάποιοι στο κοινό φωνάζουν το όνομά του (ας μην θυμηθούμε βέβαια κάτι ανοσιουργήματα τύπου Love & Rockets), ωστόσο στην σκηνή επικρατεί ο …νόμος του Murphy. Του ανθρώπου που με μια φωνή μοχθηρά δηλητηριώδη και θεατρικά σπαρακτική, κάπου ανάμεσα σε μια πιο ...αρσενική Marlene Dietrich (τραγούδια της οποίας ακούστηκαν μάλιστα και πριν την αρχή της συναυλίας), έναν πιο θηλυκό Scott Walker και έναν λιγότερο macho Iggy, αισθητικοποίησε με ρομαντική σκληρότητα (και μπόλικη ζοχάδα) την μουσική της «παρακμής». Έναν ρόλο, που σε μία δραματική αναλογία με ένα άλλο είδωλο του, τον …undead undead Bela Lugosi που όσο κι αν προσπάθησε, δεν ξεφορτώθηκε ποτέ τον ρόλο του Δράκουλα, ούτε ο ίδιος τα κατάφερε, όσο κι αν προσπάθησε επανειλημμένα να ξεφύγει από τις δαγκάνες της τυποποίησης, είτε μέσα από τους πιο funky Dali’s Car, από ambient μονοπάτια, ως παραδοσιακός crooner, ή ακόμη κι εντρυφώντας στη μουσική της Ανατολής και του Ισλάμ (εκεί στα Ανατολικά μένει άλλωστε εδώ και πολλά χρόνια). Επί ματαίω. Εκεί επέστρεψε. Στην «παρακμή».
Μία μέρα αργότερα, την ώρα που μαθαίνουμε ότι στην Θεσσαλονίκη τα πράγματα ήταν καλύτερα, τόσο ηχητικά όσο και συναισθηματικά, εμείς βρισκόμασταν σε μια άλλη …παρακμή. Όπου κι εδώ υπάρχουν μεν ρόλοι, καμία όμως αποστασιοποίηση, καμία (ανα)παράσταση. Και μια σκληρή «γνησιότητα», μια λαϊκότητα διόλου εξωραϊσμένη. Κάθομαι σε μια γωνιά σαν παρατηρητής, ίσως και λίγο παράταιρο σώμα, η εντυπωσιακά πλατινέ και επιθετικά σέξυ λουλουδού, που σκανάρει τον χώρο και τους ανθρώπους με ακρίβεια ακτίνων Χ, σίγουρα έχει πάρει πρέφα ότι έχει να κάνει με …βουτυρόκωλους της μιας βραδιάς και δεν πολυπλησιάζει. Η βραδιά κυλά μέσα στην θολούρα, η ορχήστρα ιδροκοπά, βλέμματα βαριεστημένα, ο ντράμερ χάνει κάποιες στιγμές την μπαγκέτα αλλά δεν έχει σημασία και δεν πειράζει διόλου, οι φωνές χάνονται κι αυτός, ο ήχος αφήνει πίσω του φρυγμένη πολιτισμική γη κι ας είναι το κλαρίνο εξαιρετικό (Πλαστήρας γαρ), η Χαρά Βέρρα περνάει αδιάφορη τραγουδώντας με την δύναμη του επώνυμου (μην ξεχνάμε, είμαστε από την κορυφή στην χώρα της οικογενειοκρατίας), νεοδημοτικά άσματα και σύγχρονα σκυλάδικα και αναπόφευκτα ξημερώματα-δικαιώματα μπλέκονται με παλιές καλτίλες (τύπου «Πάρε το Σκάνια»). Μέχρι που…
Μέχρι που… Σε μια άκρη, μια κυρία σέρνει αργά τα βήματα της, μας καλησπερίζει, κάθεται δίπλα μας σε ένα μικρό τραπεζάκι, στην είσοδο των «φύγε συ, έλα συ» καμαρινιών, παίρνει το καφεδάκι της και περιμένει, ακούει (και πράγματα που σίγουρα δεν θα της αρέσουν), και κοιτάζει το πάλκο με ένα βλέμμα που μέσα στο ανέκφραστο του μπορείς να διαβάσεις όλο το πείσμα και την περήφανη, διόλου μοιρολατρική, αποδοχή της φθοράς. Αυτό το πάλκο πάνω στο οποίο πέρασε όλη τη ζωή της, για το οποίο είπε ότι θα είναι πάνω του ώσπου να πεθάνει. Όταν έρχεται η ώρα της να το πατήσει, την κρατάνε αλλά δεν την υποβαστάζουνε, στέκεται μόνο για το πρώτο τραγούδι και μετά κάθεται, εν τούτοις επιβάλλεται με μια εσωτερική φλόγα που σε αγγίζει στο ασυνείδητο, και μια αύρα σεβασμού που την περιβάλλει, καμία «δοξάστε με» υπεροψία, δεκτική και αυστηρή μέσα στον ορυμαγδό, ακόμη και σε όσους την αγκαλιάζουν για …σέλφι. Η φωνή της για τρία τέταρτα θα γεμίσει τον χώρο, και δώστου «Τ’ Αναπλιού το Παλαμήδι» και «Σαν περπατάς παραπατάς», δεν είπε το κορυφαίο «Γύραν τα ελατόκλαρα», αλλά σκέφτομαι αυτές είναι σκέψεις …μουσικογραφιά (όπως και το κρίμα που δεν πήγε και προς το λαϊκό και που είπε ένα σωρό αηδίες), στο τέλος λέει συγκινητικά και το «Θα πάω στον Ασπρόκαμπο», το χωριό στην ορεινή Κορινθία στο οποίο γεννήθηκε η κυρία Φιλιώ (…Φυλιώ την έχουν στην αφίσα) Πυργάκη, και αποχωρεί όσο ήσυχα μπήκε. Λίγο μετά κι εμείς…
«The passion of lovers is for death» σε μια εκτέλεση που βοηθά και το κοινό να συμμετάσχει, «said sheeee», από πάνω ο «δοξάστε με» Peter Murphy, με σωσίβιο και καραφλίτσα να προσπαθεί να υποδυθεί τον προ τεσσαρακονταετίας εαυτό του, τον ρόλο του γοτθικού …ιερέα και να μοιάζει λίγο σαν ξενυχιασμένο ακίνδυνο αγρίμι έξω από το κλουβί του (θυμάστε την αρχική σκηνή του «Hunger»;). Θέαμα γκροτέσκο, τρομακτικό δηλαδή και αστείο συγχρόνως (ίσως και στενάχωρο). The passion of lovers is for death, αλλά εμείς εδώ είμαστε… Και σκέφτομαι πόσο μας έχει διαποτίσει ο ροκ μύθος του πάντα ασυμβίβαστου νέου, του (φαντασιακού ασφαλώς) «live fast die young» μιας προκλητικής, (μετ)εφηβικής ουσιαστικά θανατολαγνείας. Γι’ αυτό μέσα στην διαρκή μας αυτοαναφορικότητα έχουμε και μια ακατάσχετη ανάγκη για «ήρωες» οι οποίοι όχι απλά να σταματάν τον χρόνο, αλλά να τον γυρίζουν και πίσω. 20 χρόνια, 30 χρόνια, 40… Γι’ αυτό ψοφάμε και για επετείους και μνημονικά σύμβολα (εύκολη φτηνή ύλη και για τα περιοδικά). Και τρέχουμε από παλιό θρύλο σε παλιό …θρήνο, σε μία ακόμη ακριβοπληρωμένη ρετρό συναυλία. Και θυμάμαι πόσο σαρκαστικοί ήμασταν κάποτε (νέοι!) με παλιά ονόματα που εμφανίζονταν σε γραφικές ταβέρνες σαν την …Αγράμπελη, με τα σώου του Μαστοράκη και τους ξεχασμένους καλλιτέχνες από τα δικά του νιάτα, με τους τύπους του χώρου που γκρίνιαζαν διαρκώς για το Σήμερα και αποθέωναν το Κάποτε. Μήπως τα ‘φερε η ζωή έτσι ώστε τελικά να έχουμε γίνει ίδιοι με αυτό που κάποτε μισούσαμε ή/και κοροϊδεύαμε; Σκληρό…