Archived cacophony
Η σεζόν έκλεισε επιτυχημένα για την KazandB μ' ένα απ' τα πιο δημοφιλή γκρουπ για το κοινό της Θεσσαλονίκης. Ήταν μια δροσερή βραδιά χωρίς πανσέληνο, γεμάτη σύννεφα αλλά δίχως την υποψία ότι θα μπορούσε να βρέξει. Βέβαια δεν θα μπορούσα να ισχυριστώ ότι ήταν το ίδιο επιτυχημένη για τους θεατές που προσπάθησαν να απολαύσουν το αγαπημένο τους συγκρότημα υπομένοντες στωικά τα ουκ ολίγα προβλήματα ήχου.
Το χορό έσυραν γύρω στις δέκα παρά οι πενταμελείς ρόκερς Ground Control. Μπάσο, κιθάρα, ντραμς, ένα κακόμοιρο σύνθι κι ένας αστροναύτης. Ο τραγουδιστής τους εμφανίστηκε με στολή αμιάντου, σαν αυτές που φοράνε οι χάι-τεκ υπάλληλοι των εργαστηρίων της intel, κρατώντας κι έναν τηλεβόα στα χέρια. Το νούμερό του δεν κράτησε πολύ γιατί εντωμεταξύ είχε αρχίσει ν' ανάβει, παρά το γεγονός ότι έβγαλε αμέσως την κάσκα-κουκούλα του.
Αν και αφιέρωσαν τη σύντομη εμφάνισή τους στον Syd Barrett [+070706] με το "See Emily play", μπορώ να σας διαβεβαιώσω πως δεν είχαν ουδεμία σχέση με τους Pink Floyd Sound, ούτε ηχητική ούτε αισθητική. Το ροκ τους διαθέτει αρκετά σύγχρονα στοιχεία, φλερτάρουν με τις ταξιδιάρες μουσικές κι οι αγγλόφωνοι στίχοι τους είναι λακωνικοί και εύστοχοι. Παρόλ' αυτά υπέκυψαν στα πολλαπλά τραύματά τους, εξαιτίας του απαίσιου ήχου που εξαφάνιζε τις φωνές και πείραζε τις ισορροπίες. Ο δε τυμπανιστής, έδειξε αρκετή ζωτικότητα και σεβασμό στα πρότυπά του.
Μετά από μια αρκετά αδικιολόγητη παύση, γύρω στις έντεκα παρά τέταρτο, βγήκαν σταδιακά οι σταρ της βραδιάς. Στην αρχή δειλά ο πληκτράς κι ο κιθαρίστας. Μετά ο ντράμερ κι ο πιανίστας που εμπλούτισαν το πρώτο κομμάτι. Κατόπιν ο ένας Archive με την κιθάρα του κι ο μπασίστας κατά πόδας. Και τέλος ο βασικός κρούνερ που πέρασε γοργά στο παρασύνθημα.
Ο ήχος τους ακούγεται πιο ροκ, πιο ηλεκτρικός, πιο πεπατημένος. Ο κημπορντίστας έχει τρελά κέφια και δεν αφήνει το πιάνο να του πάρει ούτε παρά ελάχιστες νότες. Τ' αυτιά μας βουίζουν και τρίζουν στο ανέβασμα της φωνής του λήντερ. Η απέναντι τζαμαρία, που μας χωρίζει απ' τις γραμμές του τρένου, λειτουργεί ως κυματο-ανακλαστήρας και μας φέρνει δυσφορία και κάποιο πόνο που και που. Υποχωρούμε μαζί με κάποιους ακόμη. Ο χώρος δεν είναι τελείως γεμάτος κι υπάρχουν αρκετά κενά για να ελιχθούμε.
Στο τέρμα πια του σανιδένιου δαπέδου, καθόμαστε πάνω στα σκαλοπάτια κι ακούμε χωρίς να βλέπουμε τίποτε, παρά τα δυνατά φώτα που δημιουργούν ένα προπέτασμα φωτονίων. Τα παλιά τους κομμάτια προδίδουν πάντοτε αυτόν τον χαρακτηριστικό τους λυρισμό, που τόσο μας γοήτεψε και μας κρατάει ακόμη. Η σύγκριση με το φρέσκο υλικό είναι μοιραία. Βγαίνει οσονούπω και μια τραγουδίστρια. Ο ηχολήπτης της φέρεται με τρυφερότητα.
Στην επάνοδο του λήντερ ακούμε κι άλλες κακοφωνίες και παραφωνίες που μας χαλάνε. Το αριστερό μου αυτί δεινοπαθεί περισσότερο. Το μακρόσυρτο σουξέ προσγειώνεται κάπως ανώμαλα αλλ' απογειώνεται κάθετα και με σιγουριά. Με τη συμπλήρωση ώρας και δεκαλέπτου μας "αποχαιρετούν". Ξαναβγαίνουν όμως για το ανυποχώρητο κοινό. Εναλλάξ καινούργιο και παλιό. Μέτρο σύγκρισης ο κακός ακόμη ήχος. Εκεί που έπρεπε να ξεδιπλώνει τα λεπτά ηχοχρώματα της φωνής, εκεί ακριβώς ήταν που την χαντάκωνε.
Δεν πήγαινε άλλο κι είπαμε να πηγαίνουμε εμείς. Ραντεβού στις 17 Σεπτεμβρίου με τους αυστραλούς Radio Birdman. Τους ανοίγουν τις πόρτες οι The Hydes και οι De Sades.