Archive & Sugar For The Pill
Συναυλιακή ρετροσπεκτίβα που δύσκολα θα άφηνε παράπονα (μόνο εκείνο το Λονδίνιουμ έμεινε να σκονίζεται στα.. αρχεία). Του Ηρακλή Ν. Κοκοζίδη
Η επιλογή των Archive για ζωντανή εμφάνιση στη Θεσσαλονίκη θεωρώ ότι ήταν απόλυτα λογική, αφού γενικά στη χώρα μας έχουν πολλούς πιστούς οπαδούς. Ωστόσο, η προσέλευση δεν κυμάνθηκε σε ικανοποιητικά επίπεδα και συγκρίνοντας με την περσινή εμφάνιση των James στον ίδιο χώρο, θεωρώ ότι το ποσοστό δεν άγγιξε ούτε το 50%. Οι δύο κυριότεροι λόγοι πιστεύω ότι ήταν η αλμυρή τιμή του εισιτηρίου και η πραγματοποίησή της ημέρα Σάββατο μέσα στο καλοκαίρι, αφού οι περισσότεροι συμπολίτες αναζητούν τη δροσιά στις παραλίες.
Αν και γνώριζα ότι οι αγαπημένοι μου Sugar For The Pill ήταν η support μπάντα την προηγούμενη βραδιά στην Αθήνα, είχα πλήρη άγνοια ότι θα τους συνόδευαν και στη Θεσσαλονίκη. Βλέποντας κάποια στιγμή τη Βάνα στο κάτω μέρος της σκηνής, έτρεξα να της μιλήσω και μου είπε ότι η εμφάνισή τους ολοκληρώθηκε πριν από λίγα λεπτά, ενώ αργότερα ο Στέφανος προσπαθούσε να με παρηγορήσει. Η μοναδική παρηγοριά ήρθε από τα ηχεία, καθώς κάποιος φωτισμένος άνθρωπος συμπεριέλαβε το «Energy Flash» του Joey Beltram ανάμεσα στις μουσικές επιλογές που ακούγονταν στο ενδιάμεσο, θυμίζοντάς μου μια εποχή αξέχαστων αναμνήσεων γύρω στις αρχές της δεκαετίας του ’90.
Περίπου στις 21:30 και ενώ η νύκτα απλωνόταν σιγά σιγά, τα επτά μέλη των Archive ανέβηκαν στη σκηνή. Οι δύο ιδρυτές του σχήματος κατέλαβαν τα δύο άκρα, ο μεν Darius Keeler, παρά τα πρόσφατα σοβαρά προβλήματα με την υγεία του, ήταν συνεχώς όρθιος και διηύθυνε με αξιοθαύμαστο τρόπο τους υπόλοιπους μουσικούς ή κάλυπτε με τα εφέ του ορισμένα κενά ή αδυναμίες, ενώ ο δε Danny Griffiths σκόρπιζε μελωδίες με τα πλήκτρα του πάντα καθήμενος. Στο μέσο δέσποζαν οι δύο ερμηνευτές, ο Pollard Berrier με το χαρακτηριστικό καπέλο, ο οποίος ανέλαβε και το επικοινωνιακό κομμάτι λέγοντας «ευχαριστώ πολύ» στα ελληνικά μετά από κάθε τραγούδι και ο εκφραστικότατος Dave Pen που απέδωσε το ρόλο του στο έπακρο. Πίσω τους ακριβώς ήταν ο βετεράνος ντράμερ Steve Barnard, ενώ δεξιά του ο Mike Hurcombe στην κιθάρα και αριστερά του ο Pete Barraclough στο μπάσο. Το παζλ συμπληρώθηκε αργότερα με τη γλυκιά Lisa Mottram και τη βελούδινη φωνή της, η οποία έκανε εμφανίσεις σε τακτά διαστήματα ως όγδοο μέλος.
Η μερίδα του λέοντος στη λίστα καλύφθηκε από οκτώ συνθέσεις του τελευταίου διπλού δίσκου «Call To Arms & Angels». Με σύμμαχο τον πολύ καλό ήχο και τον κατάλληλο φωτισμό, οι Archive παρέσυραν άμεσα το κοινό στο μουσικό τους σύμπαν, ενώ αρκετοί και αρκετές εκφράζονταν με χορευτικές κινήσεις και χαρακτηριστικές χειρονομίες. Η πρώτη εμφάνιση της Mottram στην ερμηνεία της μπαλάντας «Surrounded By Ghosts» έριξε κάπως την αρχική ένταση, έδωσε όμως την ευκαιρία για μερικές ανάσες στους υπόλοιπους μουσικούς. Στην εκτέλεση όμως του κλασικού «Take My Hand» από τον ομώνυμο δίσκο του 1999 κυριολεκτικά ανατρίχιασα. Από το «Lights» του 2006 εκτελέστηκαν δύο συνθέσεις, το ομώνυμο και το «Lane», ενώ τίμησαν τουλάχιστον μία σύνθεση από κάθε σταθμό της υπόλοιπης δισκογραφίας τους, αφήνοντας εκτός το καταπληκτικό τους ντεμπούτο «Londinium», με το οποίο τους πρωτογνωρίσαμε στα μέσα της δεκαετίας του ’90 στα πλαίσια της φρενίτιδας του trip-hop. Με την πολυμορφία στις ερμηνείες και την ποικιλομορφία των μουσικών ειδών δεν κατάλαβα πότε πέρασε σχεδόν ένα δίωρο. Ολοκληρώνοντας την άψογη εκτέλεση του «Gold» λίγο πριν τις 23:30, αποχώρησαν από τη σκηνή για λίγα λεπτά, επιστρέφοντας άμεσα κάτω από καταιγισμό επευφημιών. Το «Fuck You», είναι κάτι σαν εθνικός ύμνος των απανταχού πληγωμένων καρδιών, ωστόσο καθ’ όλη τη διάρκειά του σηκώθηκαν τα περισσότερα κινητά στον αέρα, θυμίζοντάς μου την πρόσφατη σοφή ρήση του Μάκη Μηλάτου ότι τις συναυλίες πρέπει να τις ζούμε και όχι να τις βιντεοσκοπούμε. Προτελευταία σύνθεση ήταν το εφιαλτικό «Bullets» με το χαρακτηριστικό ρεφρέν «Personal responsibility (Insanity)» από το «Controlling Crowds» του 2009 και η υπέροχη βραδιά έκλεισε με μια μακροσκελή εκτέλεση του διαχρονικού «Again» από το magnum opus «You All Look The Same To Me» του 2001.
Σε γενικές γραμμές, παρακολουθήσαμε για πολλοστή φορά μία άψογη εμφάνιση από ένα αγαπημένο συγκρότημα κι αυτό φάνηκε τόσο στα χαμογελαστά πρόσωπα των μουσικών κατά την τελική αποχώρηση όσο και στο εκτεταμένο χειροκρότημα του κοινού.