Dark Entries, Fire and Steel - Τα πρώτα έργα και ημέρες του Release Festival 2022
Τώρα που κατακάθισε ο κουρνιαχτός ώρα να γράψουμε και καμιά άποψη. Του Άρη Καραμπεάζη.
Θυμάμαι υπήρξε μία παρατεταμένη περίοδος, ίσως για μία - δύο σεζόν και παραπάνω, που γίνονταν πολλή συζήτηση, χωρίς να υπάρχει η ανάλογη ζήτηση πάντως, περί του πως και γιατί δεν μπορούμε να έχουμε και στην Ελλάδα ένα φεστιβάλ σαν το Primavera Sound της Βαρκελώνης.
Ήταν τότε που έχοντας επιλύσει τα πλέον μείζονα ζητήματα της δημόσιας και αστικής ζωής και καθημερινότητας σε πόλεις όπως η Αθήνα, με τον τρόπο που το κατάφερε η Βαρκελώνη (και κάπως καλύτερα), είπαμε να ασχοληθούμε και με τα ελάσσονα, και κάπου ανάμεσα σε αυτά το μόνο που είχε απομείνει ως εκκρεμότητα ήταν το ελληνικό Primavera.
Ίσως βέβαια να ήταν και τότε που καμιά τουλάχιστον 200αριά ενεργοί μουσικόφιλοι της χώρας πήγαιναν ευλαβικά στο Primavera κάθε τελευταίο ΣΚ του Μάη, συνεπώς και βάσει του ότι οι μισοί από αυτούς γράφανε σε περιοδικά, site, blogs, προσωπικά ημερολόγια, sms προς τον/την γκόμενο/γκόμενα τους, που άφησαν πίσω κλπ, δεν ήθελε και πολύ να ανοίξει μία τόσο κρίσιμη κουβέντα.
If my memory serves me well, εκείνος ο τροχός είχε πάρει φωτιά μεν, αλλά δεν κατέληξε κάπου. Γίνανε και κάτι αφιερώματα στα μουσικά περιοδικά με τους γηγενείς διοργανωτές να συζητάνε ομοτράπεζοι και τα ρέστα, τα οποία κατέληγαν πάνω κάτω στο δίπολο του ότι ‘δεν υπάρχει υποστήριξη από την πολιτεία’/‘το ελληνικό κοινό δεν μπορεί να υποστηρίξει κάτι τέτοιο, καθώς γουστάρει να βλέπει 1-2 μεγάλα ονόματα και κάτω από τον καυτό ελληνικό ήλιο κανείς δεν θα πάει από τις 3 να δει δέκα νέα ονόματα, όπως στο Primavera’.
Ήρθε και το παράδειγμα κάποιων φεστιβάλ στυλ Synch και Plisskën που καθώς αόριστα λέγονταν τόλμησαν για το αντίθετο, αλλά μπήκαν μέσα στο ταμείο, που λέμε και παρακάτω, περισσότερο από ότι ο ΠΑΟΚ του Σαββίδη με τις συνεχείς ΑΜΚ, και το θέμα έκλεισε. Για λάθος λόγους και για ψευδεπίγραφες αιτίες θα μου πεις, αλλά καλώς κατά την άποψη μου.
Αρκετά χρόνια μετά, και ενώ πλέον από τους παραπάνω 200 ανθρώπους ζήτημα είναι να έχουν απομείνει 10-20 που να πηγαίνουν (τραβιούνται) ακόμη στο Primavera, και των οποίων τα άρθρα απασχολούνται κυρίως με το πως επιβιώνει ένας 40plus σε ένα τέτοιο φεστιβάλ (λογικό το θεωρώ, δεν τους κρίνω), έρχεται το -γνωστό και καθιερωμένο- Release Festival και σιωπηρά μεν, ρητά δε, κάνει πράξη τα παραπάνω αυθαίρετα συμπεράσματα της τότε Οικουμενικής των μουσικόφιλων Επιτροπής (σε μια χρονιά που -σημειωτέον - τα δύο άλλα καθιερωμένα φεστιβάλ της χώρας, δεν κάνουν και πολλά- πολλά/για τους δικούς τους λόγους υποθέτω).
Δηλαδή, τι κάνει το Release με απλά λόγια: στήνει μεν ένα πολύ μεγάλο φεστιβάλ με πολυάριθμα ονόματα (μπείτε στο site τους και μετρήστε τα, εδώ είμαστε ερασιτεχνικό site, ξεκλέβουμε χρόνο για να τα γράφουμε αυτά), το μοιράζει σε φαινομενικά άπειρες ημέρες (μπείτε στο site τους και μετρήστε τις, εδώ είμαστε ερασιτεχνικό site, ξεκλέβουμε χρόνο για να τα γράφουμε αυτά), φροντίζει το προφανές, δηλαδή να υπάρχουν τουλάχιστον δύο μεγάλα ονόματα/ημέρα (σε κάποιες ημέρες και τρία, ομοίως με παραπάνω για τα αριθμητικά δεδομένα) και από εκεί και πέρα, και επί του παρόντος, περιοριζόμαστε, τουλάχιστον ημείς, να αναφέρουμε περισπούδαστα το τυπικό μεν, αλάνθαστο δε, ‘το ταμείο θα γίνει στο τέλος’ (διότι είμαστε ερασιτεχνικό site -ξαναλέω- και δεν υπάρχει καμία ανάγκη να γράψουμε για τους 20+1 λόγους για να πάει κανείς στο Release, άλλωστε ο καθένας ξέρει τον λόγο που θα πάει ή όχι σε ένα φεστιβάλ, δεν είναι δα και επιστράτευση). Πάμε πίσω στο ‘ταμείο’ τώρα.
Που για την δική μας πλευρά (των πελατών), το ταμείο δεν θα έχει να κάνει με το να δημοσιεύσει το Release αρχές Σεπτέμβρη τον ισολογισμό της σεζόν, αλλά με το αν όλο αυτό που έγινε φέτος θα επαναληφθεί και του χρόνου. Διότι τον οπαδό τον ενδιαφέρουν οι μεταγραφές το καλοκαίρι και το δοκάρι και μέσα τον χειμώνα ως γνωστόν (ή κάπως έτσι τέλος πάντων) και το αυτό ισχύει και για τον μουσικόφιλο και τα καλοκαιρινά φεστιβάλ, με αντίστροφη εποχική διάθεση ασφαλώς.
Λαμβάνοντας βέβαια πάντα υπόψη ότι αφενός η φετινή χρονιά ‘προωθήθηκε’ σε επίπεδο ονομάτων και όγκου και από τις ακυρώσεις της προηγούμενης πανδημικής διετίας, αφετέρου και κυρίως το ότι αν οι εταιρείες λειτουργούσαν βάσει θετικού ισολογισμού και μόνον, θα είχανε κλείσει οι 8 στις 10 τουλάχιστον, γεγονός που δεν το θέλει ούτε ο Θεός, όταν λέμε ‘ταμείο θα γίνει στο τέλος’, επί της ουσίας δεν ξέρουμε κι εμείς τι λέμε.
Στο παραπάνω πλαίσιο προβληματικής ή και δήθεν συλλογιστικής το λοιπόν (και καθώς δεν εφησυχάζουμε ποτέ), βρεθήκαμε στην Πλατεία Νερού για την πρώτη - πρώτη και τα μέγιστα υποσχόμενη ημέρα του φετινού Release Festival, κατά την οποία η αορίστως άχαστη τριπλέτα Bauhaus-Jesus And Mary Chain- Deus έμοιαζε πριν από όλα μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να αναμετρηθεί η εγχώρια indie/post punk κοινότητα με την δική της τρίτη ηλικία, η οποία πλέον έχει φτάσει για τα καλά.
Το τι έγινε και το τι δεν έγινε (κυρίως αυτό), το γνωρίζουμε πλέον όλοι, από το timeline μας, από τις αναλύσεις επί αναλύσεων γύρω από την ροκ θνητότητα εν σχέση με την μικροφωνική, και κυρίως από την κορωνίδα των θεωριών που θέλει τον Peter Murphy να είναι ένας πολύ μεγάλος μαλάκας, ο οποίος κοροϊδεύει το κοινό του, ρίψασπις στα όχι και τόσο δύσκολα, και αχάριστος απέναντι στους συνεργάτες του, από τον πτωχό και άμοιρο ηχολήπτη, μέχρι τον τιτάνα του post punk Daniel Ash, που αγέρωχα στάθηκε όρθιος πάνω στο άλογο του (=κιθάρα) και βάλθηκε να (απο)τελειώσει το(ν) Ziggy Stardust, κρατώντας ψηλά τη σημαία της αξιοπιστίας του ονόματος Bauhaus (ή και φροντίζοντας να πληρωθεί η σχετική ρήτρα ελάχιστης διάρκειας της συναυλίας στο συμβόλαιο του γκρουπ, κατά τους συνομωσιολόγους).
Σε αυτό το μόρφωμα τεμαχοποίησης της rock ‘n’ roll σκέψης, χαιρετίστηκε εκ νέου η απογευματινή εμφάνιση των Deus ως μία πάντα άξια και τίμια indie βιοπάλη (όχι και κλινοπάλη όμως πλέον, όπως θυμόμαστε και από την πρόσφατη εμφάνιση τους στο Fuzz), που ιδρώνει την φανέλα και δεν καταλαβαίνει από μικρόφωνα, delay και άλλα τέτοια σημάδια του διαβόλου. Μια χαρά είναι οι Deus στο υποσυνείδητο που θέλει τα 90s ως μια δήθεν περιπετειώδη μουσικά δεκαετία, μου κάνει σταθερά εντύπωση όμως το πως όταν όλοι μιλάνε υποτιμητικά για συγκροτήματα που αγαπήθηκαν μόνο στην φτωχομάνα Ελλάδα, κανείς ποτέ δεν αναφέρεται με υποτιμητικό τόνο σε αυτούς (ή και στους Tindersticks ακόμη εδώ που τα λέμε) παρά μόνον στους δύσμοιρους τους Puressence και στους Madrugada, που η τύχη τελικά τους ξαναγύρισε την πλάτη που τους είχε γυρίσει. Δεν θυμάμαι τι λάθος είχε κάνει ο Τσίπρας με τις 180 και 360 μοίρες, αλλά και με τα συγκροτήματα που πρώτα μισούμε να αγαπάμε και μετά αγαπάμε να μισούμε στην Ελλάδα, κάτι τέτοιο συμβαίνει, και μπερδεύει εμάς που δεν ακολουθήσαμε την κλίση μας στα μαθηματικά.
Αναλύοντας (λόγω και επαγγελματικής εμμονής) με αντιδιαστολή και άλλες τέτοιες παρερμηνείες, το κλητήριο θέσπισμα εναντίον των Bauhaus (δηλαδή του Peter Murphy και εδώ έρχομαι να συμφωνήσω, διότι καλοί και άγιοι οι Love And Rockets που τους αγαπήσαμε όλοι ξαφνικά, αλλά Bauhaus χωρίς Murphy και Smiths χωρίς Morrissey γίνεται; δεν γίνεται, μην κοιτάτε που οι Santana έχουν εμφανιστεί χωρίς τον Santana), δεν μπορώ να κατανοήσω – σε επίπεδο διαχρονικού δικαίου τουλάχιστον - αν τελικώς ήταν καλή ή κακή η εμφάνιση των Jesus And Mary Chain. Και εξηγούμαι αμέσως, χωρίς άλλες (τέτοιου μεγέθους) παρενθέσεις.
Αν την βάλουμε κάτω και την κρίνουμε στην κλίμακα ενός τυπικού ίντυ ροκ σχήματος, όπως των Deus ας πούμε (κοίτα κάτι συμπτώσεις) από αυτά που συμμετείχαν μεν στην ιστορία του είδους, αλλά δεν την έγραψαν, ήταν μέσες/άκρες μία από συμπαθητική μέχρι πολύ καλή εμφάνιση. Χωρίς πολλά πολλά πάθη, αλλά και με σχεδόν καθόλου λάθη. Με setlist στο οποίο λίγα πράγματα θα είχε να συμπληρώσει ένας οπαδός τους, με ρεαλιστική αντιμετώπιση των πραγμάτων (δηλαδή που να μην ουρλιάζει διαρκώς ‘Upside Down’), με όσους έπρεπε να είναι πάνω στη σκηνή, να βρίσκονται πράγματι πάνω στη σκηνή (κοίτα πράγματα ε;) ακόμη δε και με ένα χλιαρό μεν, υπαρκτό δε ‘πάρε-δώσε-βάλε ‘με το κοινό τους.
Συγνώμη τώρα. Είναι αυτά πράγματα για αλήτες επιπέδου Jesus And Mary Chain, αδελφών Reid, ακόμη και για την αδελφούλα τους που αλλιώς την είχαμε γνωρίσει δηλαδή; ΟΚ, να δεχτώ ότι έχουν παρέλθει εδώ και τρεις αιώνες οι εποχές που το συναρπαστικό μιας εμφάνισης τους θα κριθεί από το αν αποχωρήσουν στο δέκατο τρίτο ή στο δέκατο έκτο λεπτό (στην δεύτερη περίπτωση μιλάμε για sell out), αλλά ποιος μηχανισμός μας έχει οδηγήσει στο να θεωρούμε ως καλή εμφάνιση τους μία συμβατική συναυλία εκ μέρους τους; Θα είχαμε να λέγαμε τώρα ότι ήμασταν παρόντες στην Αποθήκη του Μύλου σε ΕΚΕΙΝΗ την συναυλία αν ήταν και τα δύο αδέρφια επάνω στη σκηνή; Η αδελφούλα δεν μας αφορά σε όλο αυτό, μας την φόρτωσαν στην πορεία.
Αν κάτι δεν μου διαφεύγει στην πορεία προς την rock ‘n’ roll άνοια, πρόκειται για τον ίδιο ακριβώς μηχανισμό που μας κάνει να αποχωρούμε εξοργισμένοι και ζητώντας τα λεφτά μας πίσω εξαιτίας του ότι ο Peter Murphy έφυγε και μας άφησε στα κρύα του λουτρού, με μείον 6-7 τραγούδια στο τελικό ισοζύγιο, και ενώ μέχρι τότε όλα έδειχναν ότι θα έχουμε μία τυπικά θριαμβική (not) εμφάνιση των Bauhaus, τέτοια όπως την επιβάλλουν ο θρύλος και τα τραγούδια τους και μόνον, χωρίς να χρειάζεται οι ίδιοι να κάνουν σχεδόν τίποτε περισσότερο από το να βρίσκονται στη σκηνή (ωπ, τι έχουμε εδώ;).
Άλλωστε αυτό μας το είχαν με ικανό τρόπο επιβεβαιώσει και οι προ-πανδημίας εμφανίσεις του Peter Murphy (και του David J) όχι υπό τον διακριτικό τίτλο, αλλά με τα τραγούδια των Bauhaus και μόνο. Ήταν καλός ο Peter Murphy τότε δηλαδή;
Ε ναι, καλός ήταν εδώ που τα λέμε. Από τις δύο φορές που τον είχα δει τότε, ειδικά στο Βέλγιο, και μάλιστα σε συνθήκες μικρού club επί της ουσίας, έδειξε να είναι (και ήταν) σε περίεργα δαιμονιώδη φόρμα. Τι μπορούσε να πάει στραβά τώρα; Ε το απολύτως προφανές για όσους απασχολούνται εντατικά και με τον Peter Murphy και με τους Bauhaus και με την καριέρα του Ντιέγκο Μπίσεσβαρ στον ΠΑΟΚ. Όπως και ο Μπίσε, έτσι και ο Murphy μπορεί να βγει και να παίξει όπως κανείς άλλος δεν μπορεί να παίξει, αλλά εξίσου εύκολα μπορεί να κάνει και το ακριβώς αντίθετο.
Παρά το reunion των 00s και το comeback album με το οποίο κανείς δεν ασχολήθηκε ποτέ, οι Bauhaus είναι ουσιαστικά περίπτωση Smiths, που όμως κάθε τόσο αποδέχονται (δηλαδή έχουν την ανάγκη) να κάνουν αρπαχτές (ή και όχι και τόσο) όλοι μαζί.
Έβγαλαν κάποιους δίσκους τότε, σάρωσαν τα πάντα και άλλαξαν τη μουσική με τρόπο που μετρημένοι στα δάχτυλα μισού χεριού το έχουν κάνει, περιχάραξαν ένα - δύο μουσικά είδη για πάντα, και έκτοτε το χάος.
Είναι δε γνωστό ότι το εξωφρενικό χάος των Bauhaus είναι απείρως πιο επώδυνο από το φιλολογικό χάος των Smiths, και αντίστοιχα ότι ο ψυχισμός του Peter Murphy κάνει τον Morrissey να μοιάζει απλώς καθημερινός, ίσως και βαρετός, άνθρωπος. Αυτό το έχουμε υπόψη μας κάθε φορά που δίνουμε 40, 50 ή και 1.000 € (αν περιλαμβάνεται και ταξίδι στο κόστος) για να πάμε να δούμε μια κάποια εκδοχή τους. Όχι ότι δικαιολογείται η οποιαδήποτε συμπεριφορά βάσει αυτού, αλλά τα δεδομένα είναι δεδομένα, σπάνια τα βάζει κανείς μαζί τους.
Το γεγονός ότι σαράντα χρόνια μετά το 1982 τα συμβόλαια του Peter Murphy έχουν πολλαπλάσια μηδενικά, δεν διαφοροποιεί δραματικά το ότι λίγο-πολύ είναι ο ίδιος προβληματικός και χαοτικός άνθρωπος, που ήταν και το 1982, με ένα μείγμα ανισόρροπης και ισορροπημένης ζωής, από την οποία ως αποτέλεσμα θα έρθουν είτε τα πάντα, είτε το τίποτε.
Εμάς μας έτυχε αυτή τη φορά λίγο από τα πάντα, πολύ από το τίποτε, κλήρωσε και χάσαμε δηλαδή. Ο Peter Murphy είναι ένας άρρωστος άνθρωπος που κάθε τόσο πεθαίνει (δυο-τρεις φορές έγινε αυτό μόνο τα τελευταία χρόνια), και κάθε τόσο βρίσκεται στη σκηνή για να διαλυθεί και να μας διαλύσει, και όποιος ζητάει τα λεφτά του πίσω όταν συμβαίνει κυρίως το πρώτο, μάλλον δεν έχει ιδέα περί του τι είναι και τι δεν είναι ο Peter Murphy. Όχι ότι έχει και υποχρέωση να έχει ιδέα βέβαια, αλλά καλώς ή κακώς τα πράγματα κάπως έτσι έχουν.
Και αν με ρωτάτε αν πλήρωσα εισιτήριο ή όχι και αν αυτά τα λέω εκ του ασφαλούς, απαντώ ευθύς αμέσως ότι ναι πλήρωσα. Στην αμέσως επόμενη συναυλία είναι που δεν πλήρωσα.
Έχοντας δει τους Manowar πρώτη φορά πριν από τριάντα χρόνια, δεύτερη φορά μία φορά που δεν την θυμάμαι καν και τρίτη φορά στην ‘κάστρα και πολιορκητές’ εμφάνιση τους πριν από τρία χρόνια στον ίδιο χώρο και φεστιβάλ, δεν περίμενα τίποτε περισσότερο από το να ανεβάσουν και πάλι στη σκηνή κάποιους από τους αγαπημένους μας συντελεστές του φεστιβάλ, για τους οποίους άνετα θα πόνταρα ένα σπίτι ότι ο κόσμος να χαλάσει δεν επρόκειτο να τους δω ποτέ επάνω σε μια σκηνή (με κάστρα και πολιορκητές) μαζί με τους Manowar. Και όμως συνέβη…., που λέει ένα ακόμη κλασικό επεισόδιο των Απαράδεκτων.
Παρά ταύτα οι Manowar κατάφεραν και να με διαψεύσουν και να δώσουν – επιτέλους- αυτό που κάποιοι από εμάς, παρότι έχουμε πάψει να τους (παρ)ακολουθούμε εδώ και δεκαετίες, πάντοτε συνεχίζαμε να πιστεύουμε ότι μπορούν να δώσουν, και απορούσαμε γιατί δεν το κάνουν: ένα σκληροτράχηλο μεν, γνήσιο και απαλλαγμένο από περιττές σαχλαμάρες δε, rock ’n’ roll show. Όπου το rock ‘n’ roll συναντάται βέβαια σε μία μάτσο-μάτσο- μεν προεφηβική εκδοχή του, πασπαλισμένη όχι με διαδόσεις περί αναρχίας και χάους, όπως στην περίπτωση του σταθερά αγαπημένου μας 1st Genn Punk, αλλά με άλλου είδους μυθολογίες, όχι λιγότερο απίθανο να επαληθευτούν μια μέρα από ότι η αναρχία και το χάος.
Δεν μπορώ να φανταστώ τι θα γινόταν αν με κάποιο υπερβατικό (όσο και αναστάσιμο τρόπο), το show αυτό είχαμε την ευκαιρία να το δούμε από την ‘αυθεντική σύνθεση’ των Manowar, δηλαδή και (μη) ρεαλιστικά μιλώντας αυτήν που είχε και τον μακαρίτη τον Scott Columbus στα drums.
Θυμίζοντας μας αυτό που θα έπρεπε να σηματοδοτεί την αισθητική τους εξαρχής και μέχρι τέλους, αλλά στην πορεία φιλτραρίστηκε με δική τους ευθύνη και εις βάρος τους, ότι δηλαδή «οι Manowar είναι ένα αμερικάνικο heavy metal συγκρότημα από την Νέα Υόρκη, που συστάθηκε το 1980», σήμερα και εν έτη 2022 οι Manowar πέτυχαν (και όχι απλά κατάφεραν) να εντυπωσιάσουν, εν πολλοίς διαψεύδοντας τις υποσχέσεις τους. Και εκεί θεωρώ ήταν το κλειδί τόσο αυτής της συναυλίας, όσο και – υποθέτω- και αυτής της (τελευταίας; χμμμμ….) περιοδείας.
Τι υπόσχονται συνήθως οι Manowar; Πρώτα και πάνω από όλα (τουλάχιστον στα 90s ντουζένια τους στα νερά της υπερβολής που οδηγεί την ανυπαρξία) το πιο ΔΥΝΑΤΟ metal show στον πλανήτη γη. Τι μας έδωσαν εν προκειμένω; Ένα metal show με πρώτης τάξεως ήχο, δυνατό και καθαρό, αλλά χωρίς να απασχολείται με το να βγάζει ντεσιμπελόμετρα στη σκηνή.
Τι υπόσχονται κυρίως οι Manowar; Θάνατο στο ψεύτικο μέταλ, κυριαρχία επί γης, το ατσάλι θα αστράψει, η εικόνα θα μυρίσει, που έλεγε και ο Πανούσης, και άλλα τέτοια που δεν τα έχω πρόχειρα στην ολότητα τους. Τι έκαναν τις προάλλες ενώπιον μας; Τα ξέχασαν σχεδόν όλα αυτά, και ‘περιορίστηκαν’ στο να παίζουν το ένα τραγούδι μετά το άλλο τραγούδι, χωρίς προλόγους, επιλόγους, αλλά και ενδιάμεσες στάσεις. Σε κάποια φάση μπορώ να πω ότι μέχρι και που μου έλειψαν οι συνήθεις παπαρολογίες του De Maio (καλά ΟΚ, όχι).
Τι μας υποσχέθηκαν επιπλέον αυτή τη φορά (όπως και κάθε προηγούμενη προφανώς): το πιο εντυπωσιακό Manowar show που έχετε δει στη ζωή σας. Δεν ήταν. Και πολύ καλά έκανε και δεν ήταν.
Νομίζω το αμέσως προηγούμενο ήταν πιο εντυπωσιακό, αν εκτός από τα video wall προσμετρήσει κανείς και την σκηνογραφία, τα ανθρωπάκια με τα πλαστικά σπαθιά επί σκηνής και γενικώς το όλο σκηνικό που θύμιζε την σκηνή με τους Ιππότες και το Ήχος και Φως στη Ρόδο από το ‘Κάτι Κουρασμένα Παλληκάρια’ του Κωνσταντάρα.
Τα video wall είναι αλήθεια δεν κάνουν τέτοια ‘ζημιά’. Είτε βλέπεις τους Krause και από πίσω παίζουν σε λούπα σκηνές από το Baywatch, είτε τους Manowar και αντίστοιχα η μισή μυθολογία με την απαιτούμενη στεροειδή ενίσχυση για μύωπες, ένα και το αυτό. Το συγκρότημα και στις δύο περιπτώσεις αν δεν κάνει αυτό που πρέπει να κάνει, το πράγμα δεν σώζεται.
Και οι τέσσερις Manowar του σήμερα, έστω και με κάποιες ενστάσεις σχετικά με το αν οι κιθαρίστας και ντράμερ έχουν βολευτεί σε κάποια θέση του Δημοσίου ή σε κάποια θέση στο πάνθεον των θεών του metal, έκαναν αυτό που πρέπει και με το παραπάνω.
Το να τα βάλουμε τώρα κάτω και να αρχίζουμε να κάνουμε συγκρίσεις του Eric Adams με τον Peter Murphy (και μετά από κανένα μήνα με τον Bruce Dickinson) επιμένοντας στο κατά πόσο κάποιοι αποζημιώνουν το κοινό τους και κάποιοι όχι, είναι εξορισμού άστοχο καθόσον εμπεριέχει την έννοια της ροκ αποζημίωσης. Σιγά μην μας βγάλουν και ηθική βλάβη δηλαδή. Μην τα ξαναλέμε και σε αυτή την παράγραφο. Υπάρχουν θρυλικές συναυλίες που δεν έγιναν ποτέ, και υπάρχουν και συναυλίες που κράτησαν 6 ώρες και δεν έχει κανείς λόγο να τις θυμάται.
Οι Manowar λοιπόν παρότι σε μεγαλύτερη σκηνή και με έναν ορθά στημένο ογκωδέστερο (και όχι απλώς πιο δυνατό ήχο, όπως σωστά έχει επισημάνει και ο Χάρης Συμβουλίδης, στην ανταπόκριση του για το Αθηνόραμα), με φωτιές των οποίων δεν έγινε υπερχρήση και με πόζες των οποίων δεν έγινε (επιτέλους και εδώ) κατάχρηση, ήρθαν, έπαιξαν (μας) έσκισαν και αποχώρησαν σχεδόν σεμνά και ταπεινά. Τρομερό για την πάρτη τους ασφαλώς, στα όρια του απίστευτου.
ΟΚ, ναι. Υπήρξε ένα τέταρτο/εικοσάλεπτο εκεί με τις οικογένειες των Κώστα/Κωνσταντίνου Καζάκου (των της Καρέζη) και Οδυσσέα/Τηλέμαχου (των αυθεντικών), το οποίο και πάλι είναι ικανό να δώσει τροφή για πρόγκα σε όσους περιμένουν στην παραδοσιακή γωνία τους Manowar, και ενώ και η Eurovision απόδοση στο ‘Where Eagles Fly’ μας έκανε να κοιταζόμαστε αμήχανα, αναρωτώμενοι σιωπηλά μεταξύ μας «ρε λες να στραβώσει από εδώ και κάτω το πράγμα;».
Τελικώς τα περισσότερα από όσα ακούστηκαν ήταν σωστά και κυριαρχικά, ανταποκρινόμενα στην αλήθεια του γκρουπ, όπως ηχογραφήθηκε στις ουσιαστικές στιγμές των τεσσάρων πρώτων δίσκων τους, και όχι όπως επιχειρήθηκε να διαδοθεί (από τους ίδιους ασφαλώς) σε δεκαετίες αχρείαστων τελικά ‘μαχών και πολέμων’, ενώ καθώς φαίνεται πλέον και οι ίδιοι οι Manowar κατάλαβαν ότι παίζουν χωρίς αντίπαλο, επειδή όχι τυχόν δεν υπάρχει ο τελευταίος, αλλά απλώς δεν υπάρχει καμία μάχη και κανένας πόλεμος. That simple, ήτανε τελικά.
Η παραπάνω οριακή (ειδικά για τα εδώ συναυλιακά τους πεπραγμένα) εμφάνιση των Manowar προοικονομήθηκε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο από την εμφάνιση των Rotting Christ, ομοίως μία από τις καλύτερες και πιο ουσιαστικά εντυπωσιακές που έχουμε δει και από αυτούς εδώ και αρκετά χρόνια.
Τα νήματα των διαφόρων εκφάνσεων του heavy metal, από την παραδοσιακή αφετηρία μέχρι τις ακραίες και αντιδραστικές άκρες του, δεν επανενώθηκαν ακριβώς, αλλά έγινε σαφές ότι επί της ουσίας ποτέ δεν έχουν σπάσει (τουλάχιστον με τον τρόπο που έχουν σπάσει σε διάφορα άλλα παρακλάδια του ροκ). Και αυτό είναι σημαντικό, για όποιον έχει την αντιληπτική ικανότητα να εκλάβει την κάθε μουσική στο σύνολο της ιστορικής της συγκυρίας, και να μην αποσπά απλώς και μόνον τα κομμάτια που κάθε φορά τον ερεθίζουν και κάθε φορά τον εκνευρίζουν.
Δεν είναι εύκολο, αλλά ο Σάκης Τόλης και η παρέα του, αφενός αποτίνοντας φόρο τιμής, αφετέρου δίνοντας μια γερή rock’n’roll κλωτσιά για να ξεκινήσει το πάρτι της βραδιάς, μου φάνηκε ότι σχεδόν «υποχρέωσε» τους ‘δασκάλους’ Manowar να επιδοθούν και αυτοί με την σειρά τους στο μάθημα ουσίας, και να αφήσουν τις άχρηστες διδαχές. Που μάλλον δεν έγινε έτσι, αλλά ως ιστορία είναι πολύ καλή.
Οι ίδιοι οι Rotting Christ έχοντας και αυτοί στη διάθεση τους μία μεγάλη σκηνή (έστω και κατά περιορισμό από αυτή των Manowar), την σταύρωσαν ανάποδα από άκρη σε άκρη, υπενθύμισαν ότι το νούμερο στο οποίο τους καλεί κανείς δεν έχει αλλάξει εδώ και τόσα χρόνια (ΧΞΣ) και κάπου εκεί προς το τέλος του ‘King Of A Stellar War’, έσπειραν και τον σπόρο της αμφιβολίας περί του ποιος είναι τελικά ο heavy metal βασιλιάς της βραδιάς.
To be continued… με μερικά πιο δικά μας πράγματα από τις 47 φετινές ημέρες του Release Festival, τις οποίες με παρρησία αντιμετωπίζω, καθώς ως οδηγός δικύκλου δεν υποχρεώνομαι να αναρωτιέμαι επί ώρες για το νόημα της ζωής μου στην γνωστή στροφή/φανάρι προς την Πλατεία Νερού.
*Είναι γνωστό ότι στο ενδιάμεσο όλων των παραπάνω ο Nick Cave κατέβηκε στην Γη της Πλατείας Νερού, θεράπευσε ασθένειες και έσπειρε θύελλες και όσοι ήταν εκεί μπορούν να το επιβεβαιώσουν μέχρι και την -ούτως ή άλλως αναμενόμενη- αγιοποίηση του. Εγώ δεν ήμουν (δυστυχώς), αλλά και ούτε μπόρεσα να εκβιάσω τον Ξαγά να μας διηγηθεί την εμπειρία ζωής του, για να σπάσει και το οδόφραγμα των 4.000 λέξεων.