Bay Fest - Γιάννης Αγγελάκας & 100°C, Lost Bodies & Macubert - Melassa Project
Ο Αντώνης Ξαγάς σε μια ...απόδραση από τις διακοπές παρακολουθεί τον Γιάννη Αγγελάκα να βάζει "φωτιά στο λιμάνι".
Ω είναι ωραία στην Κυπαρισσία!
Αααααχ καλοκαίρι... Μας περιμένουν οι χαρές της θάλασσας (που έλεγε και ο "όχι σκουπίδια-όχι πλαστικά" γλάρος της παλιάς διαφήμισης). Και φυσικά των καλοκαιρινών φεστιβάλ και πανηγυριών (με τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ τους να μην είναι πάντοτε ευδιάκριτη). Είναι ο καιρός που απεγνωσμένοι και τρελαμένοι από το εργασιακό burnout ή την ψυχοφθόρο καταναγκαστική αργία της ανεργίας πρωτευουσιάνοι θα αποδράσουν από τα κλεινά άστεα (sic) σε αναζήτηση μιας πολυπόθητης και ποτέ επιτυγχανόμενης "φόρτισης μπαταριών" ή/και "αναζήτησης του εαυτού". Λίγη λοιπόν τοπική φολκλόρ γραφικότητα (και μπόλικη εννοείται κρεάτινη τσίκνα) κακό δεν κάνει (εκτός εάν είσαι ...γουρνοπούλα ή έχεις έστω κάποια στοιχειώδη αισθητική).
Και η διαθέσιμη επιλογή είναι άφθονη, όσοι και οι κόκκοι της άμμου. Είναι που από τότε, την αλήστου μνήμης δεκαετίας του '80 όταν η πασοκάρα έθετε τις βάσεις (όχι εκείνες που έδιωχνε), ισχύει το ρηθέν παρά του ποιητού κάθε κορφή και φλάμπουρο κάθε κλαδί και κλέφτης, κάθε χωριό (και κοινότητα και δήμος) φεστιβάλ. Κάθε είδους και τύπου, πολιτιστικές εκδηλώσεις για όλα τα γούστα (έχει και industrial δηλαδή;), ενίοτε ατάκτως ειρημένα με ότι καταφέραμε να κλείσουμε, ξερά και χλωρά όλα μαζί αντάμα, χωρίς ταυτότητα και άποψη, με μόνο συνδετικό κρίκο την ανάγκη για λίγο πολιτιστικό ξεκάρφωμα, ένα άλλοθι για εχμ ανήσυχους δήμαρχους-αντιδήμαρχους-δημοτικούς σύμβουλους-αποτυχημένους τοπικούς πολιτευτές (αναφορά κατά σειρά αύξουσας λαμογιοσύνης) εν όψει της πάντοτε εν όψει κάλπης.
Tούτο πάντως το νεότευκτο και νεοσύστατο Bay Festival έμοιαζε να προσπαθεί να εκφράσει κάτι το διαφορετικό, να ξεφύγει από τον καθιερωμένο συρμό. Διοργανωμένο από τον τοπικό Σύλλογο Νέων Κυπαρισσίας ο οποίος είναι κατά τα δικά λόγια τους "μια ομάδα ενημέρωσης η οποία κάνει μια νέα αρχή για την πόλη, σε πείσμα των καιρών, που κατατάσσουν τον πολιτισμό σε πολυτέλεια" και με προσπάθεια εμπλοκής της τοπικής κοινωνίας (και κάθε είδους επιχείρησης, μέχρι και ιχθυοπωλεία ήταν στη λίστα των υποστηρικτών), δείχνει ήδη και μόνο από την επιλογή των ονομάτων (και όχι τόσο του Γιάννη Αγγελάκα αλλά των Lost Bodies, μια λίαν τολμηρή επιλογή για κάποια "χρηστά" ήθη) τις προθέσεις του, οι οποίες υπογραμμίστηκαν από τη συμπάθεια που έβγαλαν οι διοργανωτές στον ανεπιτήδευτα ντροπαλό και συντομότατο χαιρετισμό τους. Έχοντας δε μεγαλώσει σε σκληρή επαρχία και σε άλλους πιο κλειστούς καιρούς, πάντοτε με συγκινούν τούτοι οι τοπικοί μικρόκοσμοι που το παλεύουν (και όχι ότι στην πρωτεύουσα συμβαίνει κάτι διαφορετικό, κι εδώ μικρόκοσμους χτίζουμε, είναι όμως η ποσοτική διαφορά είναι όμως τόσο συντριπτική που στο τέλος γίνεται και ποιοτική). Εν τέλει, ακόμη και τα παραπάνω "αρπαχτικά" φεστιβάλ καλύπτουν κάμποσες υπαρκτές ανάγκες, γιατί εντάξει, τα κοινωνικά μύδια και το ιντερνέτ και όλα αυτά τα θαυμαστά επινοήματα καλύπτουν το όποιο έλλειμμα πληροφόρησης, εκεί που δεν τα καταφέρνουν είναι στην πραγματική επικοινωνία και επαφή.
Είμαστε λοιπόν εδώ, στην καρδιά της Τριφυλίας (ή της Αρκαδιάς αν προτιμάτε), στην άκρη του Κυπαρισσιακού κόλπου. Έχει βραδιάσει, είναι η ποιητική ώρα του μουχρώματος, τα φωτάκια της πόλης στεφανωμένης από το κάστρο ανάβουν, η υγρασία κολλάει στο δέρμα και ...(κατά διασκευή του σκαμπαρδώνειου αστείου) "λαμπυριζούσης και σελαγιζούσης της σελήνης παρά κόλπον της Κυπαρισσίας εωράκαμεν Γιάννη Αγγελάκα με τους 100 βαθμούς Κελσίου του, εωράκαμεν και Χαμένα Κορμιά, εωράκαμεν και Macubert" και αφού σηκωθήκαμε από σκηνές, καρέκλες και αιώρες, στρογγυλοκαθίσαμε αρχικά στις αναπόφευκτες πλαστικές καρέκλες οι οποίες είχαν στηθεί σε μια απόσταση ασφαλείας από τη σκηνή, ο κόσμος διστακτικά λίγος για αρχή, ντόπιοι και παραθεριστές αντάμα, ζευγάρια, οικογένειες και πολλά παιδάκια, κάποια εξ αυτών θρονιασμένα ακριβώς μπροστά στη σκηνή (και σκέφτομαι ότι αυτό το θέαμα είναι ασυνήθιστο να το συναντήσεις στις μητροπολιτικές συναυλίες, εδώ τα πράγματα από την άποψη αυτή είναι πιο χαλαρά, πιο ανοιχτά κατά έναν τρόπο, στο σκεπτικό "ας πάμε να δούμε και ποιοι ειν' τούτοι που ήρθανε στον τόπο μας").
Η αρχή ανήκε σε έναν "τοπικό ήρωα" (όπως λέγαμε παλιά) ονόματι Macubert (aka Θανάσης Σαμπαζιώτης) και στο Melassa Project του. Το δελτίο τύπου μίλαγε για έναν "ανήσυχο δημιουργό", στον λίγο κόσμο αποκάτω υπήρχε το γνωστό συγκαταβατικό ενδιαφέρον για το άγνωστο support (και δεν βοηθούσε και η έλλειψη επικοινωνιακής διάθεσης του μουσικού, κάτι που το έχουν πάρα πολλοί έλληνες καλλιτέχνες, οι οποίοι διστάζουν/αποφεύγουν να απευθυνθούν στον κόσμο, να τον βάλουν στον κόσμο τους, έστω να συστηθούν). Όσοι πάντως είχαν την διάθεση να ακούσουν, θα ανακάλυπταν μια μουσική χαμηλών τόνων, ονειρική, κατά τόπους πανέμορφη, ένα ρυθμικό κουτί στη βάση, κιθάρες, φωνή η οποία και αυτή υπηρετούσε περισσότερο την ατμόσφαιρα παρά τον στίχο κατά τα shoegaze-post πρότυπα, χωρίς να λείπουν και κάποια πιο αιχμηρά συνθετικά περάσματα. Αν δοθεί περισσότερη βάση στην μελωδική ενίσχυση και λιγότερο στο "ηχοτοπίο", ίσως να ακούσουμε κάτι πραγματικά σπουδαίο δισκογραφικά.
Για τους Lost Bodies που ακολούθησαν στη σκηνή, τα έχουμε ξαναματαπεί πολλάκις. 30+ χρόνια μετά την πρώτη τους εμφάνιση, έχουν πλέον πάει κάπου αλλού. Οι εξαιρετικοί μουσικοί-δημιουργοί που συντροφεύουν τα τελευταία χρόνια τον Θάνο Κόη, βάζουν ο καθένας τη δική του πινελιά σε ένα αποτέλεσμα που δεν είναι οι Lost Bodies των κασετών και των δίσκων, αλλά ταυτόχρονα είναι απόλυτα Lost Bodies, είτε είναι ακουστικοί -με ή άνευ κανονακίου- είτε καταιγιστικά ηλεκτρικοί όπως ήταν και την βραδιά αυτή, με hardcore, ακόμη και noise εκρήξεις να στρώνουν το δρόμο για τους ανελέητα (αυτο)σαρκαστικούς και κοινωνικά αιχμηροί στίχους (με μια μικρή αυτολογοκρισία σε μερικά σημεία, εξαιτίας υποθέτω και της σύνθεσης του κοινού). Και σκέφτομαι ότι θα ήθελα πολύ να ρωτήσω "πως σας φάνηκαν;" εκείνο το ζεύγος εμφανούς αδιαφορίας και ανίας, που καθόταν μπροστά μας στην αρχή της συναυλίας, προσηλωμένο στο κινητό, στο fb φυσικά αλλά και σε σάιτ συμβουλών για μαμάδες.
Η βραδιά πάντως ανήκε στον Γιάννη Αγγελάκα, και τούτο φάνηκε και από τον κόσμο ο οποίος πύκνωσε πλέον τον χώρο μπροστά (με τα παιδάκια πάντως αμετακίνητα και προσηλωμένα). Με συγκινεί πάντοτε όταν βλέπω τον Αγγελάκα επί σκηνής. Είναι που είναι ο δικός μας άνθρωπος, αυτός που ενσαρκώνει την ιστορία του ροκ της γενιάς μας. Με μια σεμνή λεβεντιά σαφώς διακρινόμενη από τη διαδομένη και προïούσα λεβεντομαλακία (αλλά και τις δήθεν ανάλαφρες ...λεβεντοπενιές) και μια στέρεη αξιοπρέπεια (χωρίς καμία υπόρρητη συγκατάβαση στη λογική του "πτωχός πλην τίμιος"). Κι ας μην υπήρξε ποτέ σπουδαίος συνθέτης, στη σόλο πορεία του ήξερε εν τούτοις να επιλέγει σπουδαίους συνεργάτες από τους οποίους θα κέρδιζε και θα μπορούσε να υπηρετήσει το όραμα για ένα ελληνικό ροκ σε ακομπλεξάριστη συνομιλία με το λαϊκό στοιχείο. Και κάμποσα τραγούδια του αποτελούν οδόσημα της προσωπικής μας μνημονικής τοπογραφίας.
Είχα χρόνια να τον δω, τούτη τη σαιζόν τον είδα ήδη μαζεμένες δύο. Με το νέο του συγκρότημα, τους 100°C, να έχουν στρώσει πλέον, η σύμπραξη δύο κιθάρων, μιας ηλεκτρικής (Γιάννης Σαββίδης) και μιας όλο τσαγανό ακουστικής (Λαμπρινή Γρηγοριάδου) με ντραμς (Αναστάσης Βουκυκλαράκης) και πνευστά (Γιώργος Αβραμίδης, James Wylie) λειτουργεί, η σκηνική τους ενέργεια πλησιάζει πλέον την ονομαστική θερμοκρασία, με τον κόσμο να μπαίνει στην εξίσωση. Ο Αγγελάκας είναι ακόμη ο ...βασιλιάς της σκόνης που σηκώνεται, είναι πραγματικά εκπληκτική η χημεία που έχει αναπτύξει με τους οπαδούς του, οι οποίοι τραγουδούν με πάθος τον κάθε στίχο για τη φωτιά, την αγάπη, τα στοιχειά της φύσης, τον δρόμο (όλα κλασικά μοτίβα στην ποιητική του Αγγελάκα), οι οποίοι θα ανάψουν το καπνογόνο στην "δικιά σας" "Ταξιδιάρα ψυχή", οι οποίοι ακόμη κι αν ανέβουν στη σκηνή για να κάνουν τις παλαβομάρες τους, ξέρουν ποια είναι τα όρια τους (μέχρι να φωνάζουν και να ζητούν συνεχώς την 6η Αυγούστου). Και δεν παύει να με εντυπωσιάζει το πόσο έχει καταφέρει να έχει απήχηση ακόμη και σε γενιές αγέννητες τους καιρούς που μεσουρανούσαν οι Τρύπες. Κι αν ο πιο πρόσφατος δίσκος του "Ήσυχα Τραγούδια για Ανέμελα Λιβάδια" τον βρίσκει σε κάπως βολικά και ασφαλώς στρωμένα μονοπάτια, κομμάτια σαν το "Μόνο από τη λύπη" έχουν αυτή την ακαταμάχητη δυναμική και ρώμη που γνωρίσαμε και αγαπήσαμε όλα αυτά τα χρόνια. Τα πολλά τα χρόνια.
Δεν θυμάμαι... Μήπως ξαναέγραψα ότι με συγκινεί πάντοτε όταν βλέπω τον Αγγελάκα επί σκηνής; Σήμερα είναι κι ευκαιρία, τον βλέπω από απόσταση λίγων δρασκελιών, παρατηρώ κάθε έκφραση, κάθε χαμόγελο, κάθε εκνευρισμό, κάθε ρυτίδα που χάραξε ο χρόνος. Ο ανίκητος. Και σαν να θυμάμαι που και πως πρωτάκουσα τα κομμάτια αυτά και που είμαι τώρα, και τα πιτσιρίκια δίπλα να ξελαρυγγιάζονται "τι έγινε εκείνο το τραίνο που έβλεπε τα άλλα τραίνα να περνούν", τι να έγινε άραγε (εδώ πάντως δεν υπάρχουν πια τραίνα, ολόκληρη σχεδόν η Πελοπόννησος είναι παράδεισος για κυνηγούς φαντασμάτων σιδηροδρομικών σταθμών), ευτυχώς στο δάσος δεν έχουμε καθρέφτες για να δω τα άσπρα γένια. Η γιορτή κάπου εδώ κλείνει, είν' η αγάπη ένα ταξίδι από πληγή σε πληγή, βάλε φωτιά, βάλε φωτιά, βάλε φωτιά, και για λίγο νιώθεις δυνατός, νικητής, κι ας είσαι εξ ορισμού ο χαμένος (που τα παίρνει όλα;).