Live στο Μύλο
Γνωρίζαμε ότι ήμασταν πολλοί, αλλά οι sold-out συναυλίες έδειξαν ότι είμαστε περισσότεροι. Του Άρη Καραμπεάζη
Πίσω στα 90s ήμασταν ενθουσιασμένοι (εγώ δηλαδή ήμουνα) όταν κάποια συναυλία μεταφέρονταν από το Club στην Αποθήκη του Μύλου ή όταν εξαρχής ανακοινώνονταν ότι θα πραγματοποιηθεί εκεί. Ο κανόνας ήταν το club για τις "δικές μας" συναυλίες, που γέμιζε πιο εύκολα, ήταν πιο "ζεστό" κλπ, ενώ ούτως ή άλλως η Αποθήκη ήταν συνήθως καπαρωμένη από περιοδικώς επαναλαμβανόμενες εμφανίσεις έντεχνων, ελληνοροκάδων, ενίοτε και "έγκριτων λαϊκών", που τότε βγαίναν σιγά- σιγά στη φόρα, για να σαρώσουν αργότερα τα πάντα. Παρόλα αυτά στην Αποθήκη είδαμε ουκ ολίγες σπουδαίες συναυλίες, όπως εκείνη των Neubauten, που ήταν και προνόμιο της πόλης, το ατελείωτο live του Tricky, το live του John Lurie που κόντεψε να τιναχτεί στον αέρα από κάποιον ενοχλητικό που συνέχεια μιλούσε για τον Tom Waits, στα τέλη της δεκαετίας αυτή των Sonic Youth που μας έδωσαν το κεφάλι στο πιάτο, και αρκετά πριν την όχι και τόσο σπουδαία τελικά εμφάνιση του Aphex Twin. Γενικώς η συναυλία στην Αποθήκη πέραν όλων των άλλων είχε μια κάποια παραπάνω επισημότητα (σκάλες κακό, επίπεδα, μεγάλη σκηνή κλπ).
Για αυτό και επιστρέφοντας μετά από 3-4 χρόνια για prime time συναυλία στη Θεσσαλονίκη, χάρηκα όταν έμαθα για τη μεταφορά του live των Black Angels εκεί, εξαιτίας του ότι το club αποδείχτηκε μικρό. Είχε προηγηθεί ένα ανελέητο sold out στο Gagarin 205 (ευσεβείς πόθοι) στο Fuzz, που είχε αναγκάσει το μισό μουσικόφιλο facebook και tweeter να εκλιπαρεί για ένα εισιτήριο, σε μια περίοδο που η υπόθεση προπώληση ακούγεται σχεδόν σαν κακόγουστο αστείο. Και η πλάκα είναι ότι όσοι δεν είχαν (είχαμε) προλάβει, ήταν αυτοί που περίμενες να έχουν πάρει εισιτήριο από τους πρώτους...
Οι Black Angels είναι ορθά-κοφτά μία από τις καλύτερες rock 'n' roll μπάντες, που έχουν εμφανιστεί την τελευταία εικοσαετία. Το αν είναι σπουδαίοι ή όχι είναι μέγεθος, του οποίου η μέθοδος μέτρησης δεν έχει παγιωθεί ακόμη με βάση τα όσα έχουν συμβεί στην ροκ ιστορία στην παραπάνω περίοδο. Από όσους τον διεκδικούν, τον χαρακτηρισμό κερδίζουν επάξια μόνο οι Radiohead, τους οποίους παρότι από το 1997 και μετά από αποστρέφομαι έως απεχθάνομαι, οφείλω να παραδεχτώ ότι μόνοι αυτοί επηρέασαν τις εξελίξεις στην ουσία τους. Το αν αυτό έγινε με αρνητικό ή θετικό πρόσημο είναι άλλη ιστορία. Αλλά ούτε οι λατρεμένοι μου Franz Ferdinand, ούτε οι αγαπημένοι μου Interpol ή οι συμπαθητικά αδιάφοροι μου The Strokes πέτυχαν πραγματικά κάτι παρόμοιο. Για περιπτώσεις τύπου TV On The Radio δεν το συζητάμε καν, ενώ η προσπάθεια να αποκτήσουν credibility οι Arcade Fire έφτασε πλέον στα όρια του φαιδρού. Πίσω από την βαριά κουρτίνα του σπουδαίου, παραμόνευαν και θα παραμονεύουν πάντοτε όμως, τα συγκροτήματα εκείνα, που πραγματικά ιδρώνουν την rock 'n' roll φανέλα, χωρίς να τους το απαιτήσει κανείς, από σχεδόν ιερό καθήκον, που αβίαστα βγαίνει από μέσα τους και που αρνείται να διαβρωθεί είτε από το χρόνο που περνάει, είτε από τις δυσκολίες που τυχόν θα συναντήσουν. Και οι Black Angels είναι το απόλυτο πρότυπο αυτής της ράτσας για τις μέρες που διανύουμε.
Ανέβηκαν στη σκηνή του Principal (η Αποθήκη που λέγαμε, που πλέον φέρει το όνομα του εκπληκτικού live χώρου της άλλης πλευράς της πόλης, που ποτέ δεν "αγκάλιασε" η Θεσσαλονίκη, η οποία έχει ένα θέμα με κάθε τι σε καινούργια απόσταση) ακριβώς στις δέκα και μισή, όπως είχαμε πληροφορηθεί, και μέσα σε κάτι λιγότερο από δύο ώρες (ιδανική διάρκεια συναυλίας) άφησαν με σιγουριά ανεξίτηλη και τη δική τους σφραγίδα, στην θρυλική αύρα του χώρου. To μπόλικο echo και το ακόμη περισσότερο reverb, για το οποίο σοφά τους "κατηγορεί" ο φίλος και καθοδηγητής Κώστας Indictos Κούτσαρης, ήταν παραπάνω από παρόντα σε όλη τη διάρκεια, και παρότι και εγώ δεν τα αγαπώ μετά βδελυγμίας, εν τούτοις ήδη από την προ τριετίας εμφάνιση τους στο Primavera, είχα υποχρεωθεί να συνομολογήσω ότι αποτελούν συστατικά και απαραίτητα στοιχείο της απόλυτα και αμείωτα ηλεκτρισμένης ατμόσφαιρας, που δημιουργούν επί σκηνής, και θα πρέπει να είσαι σφόδρα κακόπιστος για να μην την παραδεχτείς ή ανησυχητικά αναίσθητος για να μην τη νιώσεις.
Άμεσα απέδειξαν ότι ανήκουν στην εξαιρετική μειοψηφία των συγκροτημάτων εκείνων που όταν βρίσκονται on stage παίρνουν άμεσα μπρος, χωρίς να χρειάζεται να ζεστάνουν μηχανές πηγαίνοντας στο ρελαντί για τα 2-3 πρώτα τραγούδια, όπως οι περισσότεροι (ειδικά από την από εδώ μεριά του Ατλαντικού). Με τους Black Angels μπορείς να παρακολουθήσεις το 1/3 της συναυλίας γιατί μετά έχεις να πας να κάνεις baby sitting ή να συναντήσεις καμιά πιτσιρίκα που "δεν ακούει τέτοια" (ανάλογα που ανήκεις ηλικιακά), χωρίς να ανησυχείς ότι παραβρέθηκες στο λάθος 1/3 της συναυλίας, καθώς το πάθος και η τεχνική/ εμπειρική ικανότητα της μπάντας, είναι τέτοια που εγγυώνται την εξαντλητικά συναρπαστική της απόδοση σε όλη τη διάρκεια αυτής.
Και έτσι και έγινε. Και αν κάτι τέτοιο ήταν το απολύτως αναμενόμενο (ξέραμε με ποιους έχουμε να κάνουμε...) για τα τραγούδια των πρώτων και εμβληματικών κυκλοφοριών τους, τότε η ανεξίτηλη ποιότητα έγινε ακόμη περισσότερο αντιληπτή, στα ούτως ή άλλως αδύναμα τραγούδια του νέου δίσκου, που επιπλέον ατύχησαν στη λογική μίας αορίστως friendly something παραγωγής, που προς στιγμήν έκανε τους Black Angels να ακούγονται στα αυτιά μας (μου) ως ένα συγκρότημα που απαρνήθηκε την αληθινή του φύση στο βωμό μιας απροσδιόριστης υπόσχεσης για εμπορικότητα, την οποία πάντως και την δικαιούνται και ούτε αθέμιτη είναι. Συνεπώς, αν τυχόν από πριν είχαμε την ανησυχία ότι για κάθε Science Killer θα υπάρχει και ένα Indigo Meadow, στην πορεία, αν όχι όλα, τότε σίγουρα τα περισσότερα από τα τραγούδια τους μας παραδόθηκαν σαν πρώτα μεταξύ ίσων. Ό,τι επρόκειτο να συμβεί προς το τέλος βέβαια με Bad Vibrations, Young Men Dead κλπ ήταν το απολύτως αναμενόμενο αποκορύφωμα, για το οποίο παρότι δεν είχαν κρατήσει δυνάμεις, σύμφωνα με τα παραπάνω, εν τούτοις είχαν φροντίσει αυτές να είναι ανεξάντλητες. Στο encore πήραν την υπόθεση νεοψυχεδέλεια, την πήγαν αρκετά μέτρα πιο πέρα και επιβεβαίωσαν ότι πρόκειται για το πιο σπουδαίο σχήμα του είδους, έστω και αν κάποιοι δεν παραδέχονται καν την ύπαρξη του.
Το παραπάνω δεν αποτελεί αντίφαση σε σχέση με όλα όσα είπαμε στην αρχή. Παρότι θα συμφωνήσω με την θεωρία που θέλει το ροκ να έχει σταματήσει να εξελίσσεται κάπου στις αρχές της δεκαετίας του '90 (την οποία τελευταία είδα πολύ σωστά να αναπτύσσεται μεταξύ άλλων στο βιβλίο KLF: Chaos , Magic and The Band who burned a million pounds, του John Higgs, που παρότι δεν ξέρει να διηγείται μια ιστορία, εν τούτοις ξέρει να εκμαιεύει κάθε πιθανό νόημα της), εν τούτοις είμαι από αυτούς που πιστεύουν ότι οι εσωτερικές του αναπαραγωγές, που λαμβάνουν χώρα έκτοτε, είναι εξίσου σημαντικές με τις -πράγματι εξωφρενικές- παρθενογενέσεις, που λάμβαναν χώρα μέχρι τότε. Το ψυχεδελικό ροκ είναι το πρώτο τη τάξει παράδειγμα, καθώς συνειδητά πλέον αποφεύγει τις ενδοστρεφείς και αναπόφευκτα μίζερες και κακότροπες αναπτύξεις του, και συναντάει ένα υποψήφιο κοινό, που δεν απαιτείται πιστοποίηση γνώσης και γνησιότητας, για να πορευτεί μαζί του. Τη δουλειά που είχαν αφήσει μισοτελειωμένη μεγαθήρια του παρελθόντος τύπου Spacemen 3, που αναπόφευκτα "έσπασαν" σε μέλη που στην πορεία αποδείχτηκαν μέχρι και ανόργανα, έρχονται και ολοκληρώνουν τύποι σαν τους Black Angels, που δίνοντας καμιά 200αριά και βάλε live κάθε χρόνο εδώ και πολλά χρόνια, εκθέτουν a priori ανεπανόρθωτα, όποιον με φαιδρότητα τους κατηγορεί για υπερβολικό επαγγελματισμό. Δηλαδή τι; Έφτασαν με λιμουζίνες αργοπορημένοι και έφυγαν βιαστικά μετά από μισό τραγούδι στο encore-αγγαρεία-παράδοση; Άφησαν το soundcheck για τους πληβείους roadies, που πάντως είναι καλύτεροι μουσικοί από αυτούς; Έπαιξαν με χασμουρητά όλο το τελευταίο άλμπουμ και δυσανασχετούσαν όποτε κάποιος από το κοινό ζητούσε κάτι από τα παλιά; Ή μήπως το ότι δεν έκαναν 140 λάθη ανά τραγούδι τους καθιστά αντι-rock 'n' roll ; Έλεος....
Μέσα σε όλα αυτά συνεχίζει να καθιστά απόλυτα διακριτούς τους Black Angels σε σχέση με τον όποιο ανταγωνισμό, το γεγονός ότι άτυπα καθοδηγούνται από τον κιθαρίστα τους, τον πάντοτε ουσιαστικό Christian Bland, ο οποίος χωρίς να προσπαθεί να καθηλώσει τον (σημαντικά βελτιωμένο) Alex Maas, που ως και τραγουδιστής θα έπρεπε να είναι (και είναι) η δημόσια εικόνα τους, εν τούτοις δεν αφήνει αμφιβολία ότι αποτελεί την απαραίτητη συνείδηση στη ραχοκοκαλιά του ήχου και της αισθητικής της μπάντας. Η οποία μπάντα επιμελώς παραμένει απομονωμένη από οτιδήποτε δεινοσαυρικό και παρότι -μέχρι στιγμής- δεν έχει παραδεχτεί ανοιχτά την όποια σχέση της με το punk και ό,τι ακολούθησε αυτού, εν τούτοις κλείνει το μάτι στους υποψιασμένους, με την κάθε ευκαιρία.
Η Doledrums στο δεύτερο μόλις χρόνο της δραστηριότητας της πόνταρε και κέρδισε σε ένα live, που πολύ το συζητούσαμε, αλλά από κάποια φάση και μετά ανησυχούσαμε ότι δεν θα έρθει ποτέ κατά δω. Στο ανόητο ερώτημα περί του αν οι Black Angels είναι τόσο μεγάλο όνομα παγκοσμίως ώστε να δικαιολογείται όλος αυτός ο χαμός, η πιο επίκαιρη απάντηση, που μπορώ να σκεφτώ, είναι το τραγούδι Standing By The Sea των Husker Du. Είναι τόσο σπουδαίο, μεγάλο και παγκοσμίου φήμης τραγούδι ώστε να δικαιολογείται ως βάση ενός ολόκληρου βιβλίου γύρω από το rock 'n' roll, το πάθος για τους δίσκους και τα όσα συμβαίνουν γύρω από αυτά τα δύο στοιχεία με αφορμή τις ανθρώπινες σχέσεις και τις ανθρώπινες αδυναμίες; Είναι ισάξιο ενός Paint It Black, ενός Sultans Of Swing, ενός Anarchy In The UK ... έστω ενός Smells Like A Teen Spirit ή ενός Common People, άντε και του Seven Nation Army; Όχι φυσικά. Είναι και στις δύο περιπτώσεις κάτι πέρα από όλα αυτά, που αν αδυνατεί κάποιος να το κατανοήσει τότε αναμφίβολα θα χαραμίσει ό,τι και όποια rock 'n' roll ζωή του απέμεινε στις ξεψυχισμένες στήλες του Billboard. Περισσότερα επ' αυτού προσεχώς. Κι όσοι τυχόν ανησυχούν για το αν οι Black Angels γίνουν οι νέοι James ή οι νέοι Puressence, καλά θα κάνουν να εύχονται κάτι τέτοιο, με την υπενθύμιση ότι και οι δύο τελευταίοι ουδέποτε υπήρξαν επί της ουσίας κακά συγκροτήματα, και κυρίως όταν τους ξεχώρισε το ελληνικό κοινό σε πραγματικό χρόνο. Το τι έγινε μετά και τους αναφέρουμε (δικαίως) όλοι μας ως τοπικό ανέκδοτο είναι άλλη ιστορία...
Φωτογραφίες: Άκης Καλλόπουλος