Black Rebel Motorcycle Club
Για το ψυχωμένο rock'n'roll των Σαν-Φραγκισκανών αψήφησε και την βροχή η Μαριάννα Βασιλείου (την δουλειά όμως τελικά όχι)
Η έννοια «μουσικό φεστιβάλ» είναι μάλλον ασύμβατη με την Θεσσαλονίκη. Θες γιατί το κοινό είναι πολύ περιορισμένο για να στηρίξει τέτοιου είδους εγχειρήματα (καλώς ή κακώς, είμαστε πολύ συγκεκριμένα τα άτομα που ακούμε τέτοιες μουσικές σε αυτή την πόλη και είναι δεδομένο ότι θα πετύχουμε ο ένας την άλλη στις λίγες συναυλίες που γίνονται εδώ); Θες γιατί δεν υπάρχουν οι κατάλληλοι χώροι; Θες γιατί τα συγκροτήματα στις καλοκαιρινές περιοδείες θα επιλέξουν, όπως είναι λογικό, την Αθήνα; Σε κάθε περίπτωση, τα φεστιβάλ που γίνονται εδώ πιο πολύ με double ή έστω triple bill μοιάζουν, ξεκινούν πιο αργά και είναι πιο στοχευμένα ως προς τη λειτουργία τους. Δεν πας εκεί από νωρίς για να χαζέψεις ονόματα άγνωστα, για να ακούσεις καινούριες μουσικές και για να αδημονήσεις για να ακούσεις τον headliner. Πας για να ακούσεις τη μουσική των συγκεκριμένων ονομάτων. Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό ή καλό. Είναι όμως αυτό που είναι, και ως τέτοιο πρέπει να αντιμετωπίζεται.
Σε αυτό το πλαίσιο –και για να είμαι απολύτως ειλικρινής, καθαρά και μόνο λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων την ίδια μέρα και την επομένη– την ημέρα που έπαιζαν Planet of Zeus, Black Rebel Motorcycle Club και Clutch στα πλαίσια του Release Thessaloniki, ξέκλεψα ένα δίωρο για να δω τους Black Rebel Motorcycle Club και να γυρίσω στο γραφείο. Ως εκ τούτου, μόνο για αυτούς μπορώ να μιλήσω εδώ.
Δεν τους είχα ξαναδεί στο παρελθόν, η αίσθησή μου ωστόσο είναι ότι είναι από τα συγκροτήματα που αδικούνται σε ανοιχτούς χώρους και ότι η εμφάνισή τους θα ήταν κλάσεις ανώτερη σε κλειστό χώρο. Κυρίως γιατί αποδεικνύουν ότι το τρίο είναι ίσως η πιο αξιόπιστη πηγή του rock’ n’ roll. Δεν χρειάζονται πολλά: κιθάρα, μπάσο, ντραμς και μια φωνή. Άντε δυο, όπως εν προκειμένω.
Βαρύ, σταθερό drumming από τα ανελέητα χεράκια της Leah Shapiro (η οποία φαίνεται ευτυχώς να έχει ξεπεράσει πλήρως το χειρουργείο στον εγκέφαλο που χρειάστηκε να κάνει πριν μερικά χρόνια), εναλλαγές σε κιθάρα, μπάσο και φωνή από τον (μεταξύ μας, θεογκόμενο) Robert Levon Been και τον (γκριζομάλλη με τη φυσαρμόνικα πια) Peter Heyes, έντονα φώτα, ξηρός καπνός επί σκηνής, δερμάτινα μπουφάν και σχεδόν μιάμιση ώρα αγνού, ατόφιου garage rock με επιλογές από όλα τα χρόνια που δημιουργούν μουσική.
Δεν μπορώ να πω ότι είδα ιδιαίτερο πειραματισμό στην εκτέλεση των κομματιών ή ότι είδα το συγκρότημα να πειράζει τα κομμάτια του –αλλά και πάλι, από τους Black Rebel Motorcycle Club δεν περιμένεις κάτι τέτοιο. Θέλεις σταθερότητα, θέλεις πάθος, θέλεις ένταση– και αυτά τα έχουν και μας τα έδωσαν και με το παραπάνω. Όταν πετάνε στο κοινό κιθάρες αντί για μπαγκέτες, αυτό κάτι σημαίνει. Κι όταν πέφτει σταθερά βροχή χαμηλής έντασης από το μέσο περίπου και μετά της συναυλίας και κανένας δεν σταματάει να χορεύει, αυτό σημαίνει πολλά περισσότερα.
Κλείνοντας, δεν είναι νομίζω καθόλου τυχαίο που άνοιξαν και έκλεισαν τη συναυλία με δυο κομμάτια από το αριστουργηματικό ντεμπούτο τους: το “Red eyes and tears” και το “Whatever happened to my rock ‘n’ roll (Punk song)” αντίστοιχα. Ήταν σαν να έκλειναν το μάτι στον Michael Winterbottom, που τους είχε βάλει να ανοίγουν και να κλείνουν το υπέροχα ανθρώπινο “Nine Songs” το (μακρινό πια) 2004 με δυο κομμάτια από το ντεμπούτο τους, πάλι με το “Whatever happened to my rock ‘n’ roll (Punk song)”, αλλά με το “Love Burns” αντίστοιχα. H μουσική των Black Rebel Motorcycle Club είναι σαν την ερωτική συνεύρεση δυο ανθρώπων που αγαπιούνται πολύ: έχει ζωντάνια, έχει γέλιο, έχει ρυθμό, έχει πόθο, έχει ιδρώτα, έχει επικοινωνία, έχει οικειότητα – και για το λόγο αυτό δεν ξεχνιέται ποτέ, ειδικά στη ζωντανή εκδοχή της.
(Ολόκληρη η συναυλία, εδώ, αν σας ενδιαφέρει).