Βob till you drop
Άραγε, γιατί πηγαίνουμε σε συναυλίες; Γιατί δεν καθόμαστε άνετα στον καναπέ μας, μ' ένα ποτό στο χέρι, να απολαύσουμε τον "κρυστάλλινο ήχο" του cd μας; Ή γιατί δεν νοικιάζουμε/αγοράζουμε ένα dvd με τον αγαπημένο μας καλλιτέχνη, για να τον δούμε στην 50΄ οθόνη μας με dolby surround; Την απάντηση έδωσε εδώ και πολλά χρόνια ο μεγάλος Lester Bangs: "Η ιδεολογία του rock'n'roll λέει ότι ένα σωρό παιδιά (και μεγάλοι, και ακόμα μεγαλύτεροι...) γουστάρουν να γίνουν βίδες μέσα στο πιο άγριο στριμωξίδι (ή και χωρίς στριμωξίδι), για μια νύχτα που θα υποκριθούν ότι είναι όλη η υπόλοιπη ζωή τους, έστω κι αν την επομένη θα επιστρέψουν στο υπαλληλίκι (στη μετάφραση ή στο φαρμακείο τους), στη βαρεμάρα της ανεργίας ή στην τηλεόραση της πατρικής και μητρικής τραπεζαρίας... Τίποτε δεν μπορεί να ακυρώσει την πραγματικότητα εκείνης της νύχτας, τις αναζωογονητικές φλόγες της που για μια βραδιά σε ξετίναξαν από τον εαυτό σου και τη μονοτονία που καθορίζει τις ζωές των περισσότερων παντού και πάντα - τότε που δείπνησες με αστραπές και τίποτα σ' αυτό ή τον άλλο κόσμο δεν είχε πια καμιά σημασία". [τα εντός παρενθέσεων italics είναι δικά μου σχόλια, φυσικά].
Προχθές το βράδυ, όταν χαμήλωσαν τα φώτα, ακούστηκε η πρώτη νότα και το αεράκι μού έφερε τη μοσχοβολιά του γρασιδιού, ένιωσα ότι ετοιμαζόμασταν να δειπνήσουμε με αστραπές, κι ας έλαμπε η (σχεδόν) πανσέληνος ψηλά στον ουρανό. Εκείνη τη στιγμή ξεκινούσε πράγματι το καλοκαίρι - με τον πιο ιδανικό τρόπο. Κοίταξα γύρω μου τα μαγεμένα πρόσωπα, άκουσα τον κόσμο να τραγουδάει εν χορώ Everybody must get stoned, είδα τον Dylan πάνω στη σκηνή και ένιωσα να αποχωρίζομαι από το σώμα μου.
Υπερβολές μιας φανατικής, θα πείτε. Όχι, θα απαντήσω. Το 1989 στον Παναθηναϊκό, ο D με είχε απογοητεύσει, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία... Στη Μαλακάσα, είδα τον D που ονειρευόμουν να δω.
Πολλά τα υπέρ. Μια αληθινά εξαιρετική μπάντα: δύο κιθαρίστες-διαμάντια, ο Charlie Sexton και ο Stu Kimball, ο σχεδόν μόνιμος μπασίστας του Tony Garnier, οι σέσιον μουσικοί του George Recile στα ντραμς και Donny Heron (ο άνθρωπος-ορχήστρα). Το γεγονός ότι εδώ και κάποιο διάστημα, ο D έχει ξαναπιάσει την κιθάρα, χωρίς να εγκαταλείψει τα κήμπορντς και την απαραίτητη φυσαρμόνικα, φυσικά.
Από το 1988 που ξεκίνησε τη Never Ending Tour, ο D ξεθάβει κάθε χρόνο κι άλλο κομμάτι από το τεράστιο σε όγκο υλικό του, κι εκτός από τα αναμενόμενα και γνωστά, εστιάζει σε κάποια λιγότερο γνωστή περίοδο. Οι ενορχηστρώσεις του γίνονται συνεχώς και πιο "παλιομοδίτικες", σημάδι της προσήλωσης στην αμερικάνικη παράδοση που τον διακρίνει (ακόμα πιο έντονα) τα τελευταία χρόνια: μπορεί να μην έπαιξε folk αφήνοντας παραπονεμένο ένα μέρος του κοινού, αλλά μας μάγεψε όλους συλλήβδην με τις μπλουζιές του (άσε που έπαιξε κι ένα αγαπημένο μου western swing). Και παρ' όσα ίσως διαβάσετε, ο D είχε τα κέφια του. Ποτέ δεν μιλούσε στις συναυλίες, ποτέ δεν έκανε σχόλια [κάτι που είναι προτιμότερο από τα geia sou, Athina, efkaristo poly των περισσότερων δήθεν ενθουσιασμένων μουσικών]. Ο D ανεβαίνει πάντα στη σκηνή όχι για να κολακεύσει τον κόσμο, ούτε για να καλοπιάσει το κοινό του (όπως και ο Neil και ο Van the Man, άλλωστε). Ανεβαίνει για να κάνει τη δουλειά του, και την κάνει άριστα. Κι ας έχει σπάσει τόσο πολύ η φωνή του. Κι ας απάγγελε όσους στίχους δεν κατάφερνε να τραγουδήσει.
Στις φετινές περιοδείες, ο D εστιάζει στην καινούργια χιλιετία, και συγκεκριμένα σε δύο εξαιρετικά άλμπουμ: το Modern Times του 2006, (Workingman's blues, Rollin' and Tumblin', Thunder on the mountain), και το Love and Theft του 2001 (Honest with me). Μας έκανε ένα φροντιστήριο στα '60s και σε μερικά από τα πιο διάσημα κομμάτια του (Lay lady lay, I'll be your baby tonight, Ballad of a thin man), αλλά μας θύμισε και μερικά από τα λιγότερο γνωστά και πιο εσωστρεφή (Ballad of Hollis Brown, The lonesome death of Hattie Carroll). Ήταν σχεδόν δύο ώρες πάνω στη σκηνή, έκανε ανκόρ με τα αναμενόμενα (Like a rolling stone, All along the watchtower)- αφού παρουσίασε τη μπάντα του. Dylan talks! (Έχοντας κατά νου τις λίστες των τραγουδιών που έπαιξε στην Ιαπωνία, απογοητεύτηκα λίγο διότι περίμενα και το Jolene στο ανκόρ).
Εδώ θα μου επιτρέψετε να τσιτάρω τον Αντώνη Ξαγά (από κριτική άλλη συναυλίας, φυσικά!): "Μια συναυλία δεν είναι (μόνο) μια απλή παρουσίαση τραγουδιών επί σκηνής. Είναι μια αισθητική και κυρίως συναισθηματική ενότητα, όπου το σύνολο υπερβαίνει τα συστατικά". Τελεία.
Όταν άναψαν τα φώτα, επέστρεψα στο φθαρτό μου σώμα. Γυρίζοντας στην πόλη, αργά μετά τα μεσάνυχτα, χάζευα το φεγγάρι να πλέει μέσα στην ομίχλη και σκεφτόμουν: αυτές οι βραδιές μετά από συναυλίες έχουν εγγραφεί μέσα μου ως the best days of our lives.