Μια συναυλία που ποτέ δεν τελειώνει
"Πάρτε μια βαθειά αναπνοή και εισέλθετε στο χώρο, γιατί ξεκινάει το τετράωρο live του Boy" διατυμπάνισε με ενθουσιασμό ο άνθρωπος που έχει επιφορτιστεί με την καλλιτεχνική διεύθυνση του Six D.O.G.S, σε όλους εμάς που βρεθήκαμε περασμένες 9.30 το βράδυ έξω απ' το εν λόγω συναυλιακό στέκι. Μιλώντας, όμως, με πάσα ειλικρίνεια, ελάχιστοι υποψιάζονταν ότι το χρονικό πλαίσιο που είχε τεθεί θα τηρούνταν ευλαβικά λίγο αργότερα. Μάλιστα, η σχεδόν non stop παράσταση του Boy έμελλε να ξεπεράσει τον χρονικό πήχη. Το αν έπραξε αντιστοίχως για το ύψος των προσδοκιών, θα το ξεδιαλύνουμε στις παρακάτω γραμμές. Όσο για την καυτή σούπα δια χειρός του εμφανισθέντος, η οποία επίσης είχε εξαγγελθεί ως συνοδευτικό της συναυλίας, οφείλω να ομολογήσω ότι παρότι δεν την γεύτηκα, έφτασαν στ' αυτιά μου εξαιρετικά σχόλια.
Ενώσω τα αισθαντικά κρεσέντο των Portishead μέσα απ' το Third απλώνονταν παντού, το κοινό γέμιζε τις καρέκλες που στήθηκαν για τις ανάγκες του set, καθώς και τις υπόλοιπες γωνίες του μικρού μα άπλετου σε ζεστασιά (ειδικά προχθές) λαϊβάδικου της Αβραμιώτου. Ο Αλέξανδρος Βούλγαρης περίμενε ανυπόμονα καθήμενος πίσω απ' το αρμόνιο του, προτού εξαπολύσει ένα διαρκές σε συναίσθημα και νεύρο ηχητικό αμάλγαμα ιδιοσυγκρασιακής ποπ, το οποίο όντας απογυμνωμένο από ηλεκτρονικά και λοιπά υποστηρίγματα, ισχυροποίησε την σπουδαιότητα της καθαρής προέλευσης του. Ως απολύτως απαραίτητα και μοναδικά συστατικά κρίθηκαν το synthesizer κι η φωνή.
Με ρεπερτόριο που αφορμάται τόσο απ' τα ροκ κατατόπια της δυτικής μουσικής κληρονομιάς όσο κι από την ντόπια παράδοση, μας έμπασε απρόσμενα στο ταξίδι, το οποίο επιχειρεί απ' το ολοκληρωμένο προ εξαετίας ξεκίνημα του με το κωδικό όνομα "The Boy". Ασχέτως με το σε ποιες επιλογές κατέληξε, είτε μέσα από αγαπημένους του καλλιτέχνες είτε παρμένες απ' την δική του δισκογραφία, προσέδωσε ένα πηγαίο χαρακτήρα στις πτυχές της ερμηνευτικής του προσέγγισης και γι' αυτό τα καλύτερα έχω την εντύπωση ότι βρίσκονται καθ' οδών.
Υπό το πρίσμα της τραγουδοποιίας όπως εκείνος την αντιλαμβάνεται και την καταθέτει, λοιπόν, υπέβαλε σε διαδικασία ανταμώματος τα piano rock άνθη, το βρετανικό νέο κύμα και το αντίστοιχο ελληνικό, πλάι στην παρηκμασμένα "έντεχνη" συνθετική μέθοδο εκ της ημεδαπής. Δίχως να κατατρέχεται από κανένα προσωπικό δαιμόνιο που τον αναγκάζει να στριμώξει οτιδήποτε μπορεί και εμπιστεύεται περισσότερο, συνέχισε στο πνεύμα των ζωντανών εμφανίσεων που πάντοτε έχουν στην ούγια τους την σπίθα του ερασιτεχνισμού και ταυτόχρονα χτυπούν τις χορδές της πληρότητας.
Παραδίπλα από τραγούδια ασύλληπτου συναισθηματικού βάρους στα οποία επιστρέφεις όταν τίποτε δεν μπορεί να σε γεμίσει, βλέπε "Νήμα" και "Σ' αγαπάω να της λες", ακούστηκαν τεκμήρια που δηλώνουν ότι ο Βούλγαρης ταλαντεύεται μεταξύ ευφυΐας και εκκεντρικότητας, όπως το εντυπωσιακά εύστοχο υβρίδιο Πλάτωνος-Στέρεο Νόβα "Είμαι Αυτός" με στιχουργική προβολή της διαδρομής στην υπόγεια Αθήνα, η έξαψη του "Πυροβολισμός στο πρόσωπο", το επιθετικό "Φοβίζω τον Εχθρό" και νέες αλλοπρόσαλλα λεκτικές συνθέσεις απ' το επερχόμενο άλμπουμ του Ηλιοθεραπεία. Είχαμε, εντούτοις, και μια-δυο βουτιές στο άγουρο και άγνωστο solo παρελθόν του, οι οποίες κι έδειξαν στοιχεία του "τότε" ταλέντου. Απ' την κοινή πορεία του με την Mary και τον Felizol κουβάλησε στιγμές, που σφύζουν από υπαρξιακούς συμβολισμούς, σαν το ιδιαίτερο "Time machine" και το soulfull "Afraid of the devil", synth pop απόλαυσης παιγμένες σε λιγότερες στροφές ("You, you, you") και λυγμικά πιανιστικές μπαλάντες ("Staring") που αν γράφονταν εκτός συνόρων θα λάμβαναν την στάμπα του κλασικού.
Αναφορικά με την διασκευαστική του ικανότητα, εντοπίστηκαν πειστήρια και διαψεύσεις αυτής. Σε πολλές εκ των παρεμβάσεων που έκανε κατόρθωσε να εκπέμψει ένα αμιγώς προσωπικό στίγμα, σε άλλες δεν τα κατάφερε εξίσου ικανοποιητικά. Στο, εκ προοιμίου, αβανταδόρικο "I'm On Fire" του Springsteen προσέθεσε μια underground ένταση, ενώ στην εις τετραπλούν ενασχόληση του με τους Joy Division, απογοήτευσε εντελώς στην απόδοση του "Atmosphere", άρεσε στα "Leaders of men" και "Shadowplay", συγκλόνισε στην downtempo παραπομπή του "Transmission". Απέτυχε, επίσης, να φέρει στα μέτρα του, το πασίγνωστο ανθεμικό "Nothing compares 2 U" κατεβάζοντας οκτάβες και τον φόρο τιμής στην Joan Baez. Ευστόχησε, όμως, στην γοτθική ανακατασκευή του "Suburbs" των Arcade Fire, με την ερμηνεία του εξεγερτικά ερωτικού "The Passion Of Lovers" (Bauhaus), στο εκπληκτικό soul πέρασμα απ' το "Lemonpie" του Felizol και προς το κλείσιμο με το "Εδώ" (Τρύπες).
Για την διαδραστικότητα με το κοινό, έχουμε να παρατηρήσουμε πως υπήρξε ασθενής αλλά πλήρως ενταγμένη στο κλίμα της βραδιάς. Αυτός ο βαρύτονα δραματικός και ενίοτε ισοπεδωτικά κυνικός τρόπος εκφοράς του Boy, πιστεύω ότι έχει πλειάδα επιπρόσθετων σημαδιών να μας φανερώσει. Μπορεί αυτό να ηχεί σαν ένα απλό ευφυολόγημα, αλλά δικαιούμαστε να ελπίζουμε ότι τα έως τώρα πεπραγμένα του ψιλόλιγνου "τύπου", θα δώσουν μια οριστική σπρωξιά τόσο στο αγγλόφωνο όσο και στο ελληνόφωνο τραγούδι μας, με το τελευταίο να την έχει περισσότερο από ποτέ ανάγκη.