Live στο Ηρώδειο
Πολλοί περίμεναν ν’ ακούσουν ζωντανά το άλμπουμ “Ambient 101: Music for ancient conservatories”. Της Χριστίνας Κουτρουλού
Κι ενώ οι ειδήσεις για τις πυρκαγιές στη Βαρυμπόμπη και στην Εύβοια συνεχώς ανανεώνονταν, παίρνοντας τραγικές διαστάσεις με την καταστροφή που φέραν μαζί τους, η συναυλία των αδερφών Eno έδωσε αφορμή να μπεις σε μια παράλληλη πραγματικότητα. Από την οποία μάλλον προσδοκούσες πνευματική ανάσα μέσα σε ένα αποπνικτικό περιβάλλον, δημιουργημένο τόσο λόγω του καύσωνα και της στάχτης, όσο και εξαιτίας της οργής για την πολιτική διαχείριση της κατάστασης.
Το Ωδείο Ηρώδου Αττικού είχε κιόλας γεμίσει ήδη πριν φτάσει η ώρα έναρξης, κρίνοντας βέβαια με τα ισχύοντα υγειονομικά μέτρα περί χωρητικότητας. Μάσκες ξέκλεβαν λίγο αέρα, ο ιδρώτας εξασθενούσε, αγόρια ανέβαιναν τα σκαλιά ντυμένα με εξαιρετικά avant-garde συνολάκια, ενώ τα σχόλια τριγύρω αφορούσαν πότε τον (καθισμένο στην πρώτη σειρά) Γιάνη Βαρουφάκη, πότε τους Coil, πότε τις συνωμοσίες που συνοδεύουν τους αρχαίους και την αντοχή τους στα θέατρα (εξωγήινοι, Black Athena κ.ά.).
Ο Brian Eno βγήκε πρώτος στη σκηνή λίγα λεπτά μετά τις 21.30, παρέα με τον επί χρόνια συνεργάτη του Peter Chilvers, με τον Roger Eno να τους ακολουθεί. Αυτό που φάνηκε από ορισμένα σχόλια με το πέρας της συναυλίας είναι σαν αρκετός κόσμος να μην πρόσεξε την ανακοίνωσή της. Με αποτέλεσμα να μην αντιληφθεί ότι δεν ήταν μια εμφάνιση του Brian Eno, αλλά μια ζωντανή συνύπαρξη με τον αδερφό του –η πρώτη μάλιστα στα χρονικά. Ήταν άλλωστε κάτι που κατέστη σαφές από πολύ νωρίς, με τον Roger Eno να παίρνει πάνω του το επικοινωνιακό κομμάτι, αναγγέλλοντας ότι θα παίξουν «για τους θεούς!».
Το σετ ξεκίνησε με επιλογές από το τελευταίο τους άλμπουμ Mixing Colours (2020). Στην αρχή έδειξαν να μην έχουν συντονιστεί απόλυτα, με το "Wintergreen" λ.χ. να πετσοκόβεται κάπως απότομα προς το τέλος. Αυτό, με τη σειρά του, έφερε ένα αμήχανο χειροκρότημα από μερίδα του κοινού, το οποίο ξάφνιασε τον Roger Eno: μάλλον δεν το επιθυμούσε, εντούτοις το δέχτηκε, οπότε συνεχίστηκε δυστυχώς σε κάθε κομμάτι. Προέκυψε δηλαδή ένα ζήτημα που αφαιρούσε τη συνέχεια του ήχου, έστω κι αν κάπως τελικά συμβιβάστηκαν. Έτσι κι αλλιώς οι επιλογές της βραδιάς δεν έμελλε να έχουν ambient άρωμα, παρ' όλο που σίγουρα επένδυσαν στην έννοια της ατμόσφαιρας. Ήταν λοιπόν μια διάθεση τύπου μπες-βγες, που ήθελε λίγη προσπάθεια παραπάνω προκειμένου να ακολουθήσεις.
Οι επιλογές από το Mixing Colours, το οποίο δέχτηκε παρεμπιπτόντως και αρκετές αρνητικές κριτικές, λειτούργησαν κάπως καλύτερα στο ζωντανό. Παρέμεινε βέβαια γεγονός ότι είναι μια δουλειά που περιπλέκεται σε ημιτελείς ιδέες, ανήκοντας περισσότερο στο πεδίο του Roger Enο. Μπόρεσε ωστόσο και κράτησε το ενδιαφέρον για τα επόμενα 30 λεπτά. Στο παιχνίδι μπήκε έπειτα και η κόρη του Roger, Cecilia Eno, προσφέροντας το γιουκαλίλι μα και τα φωνητικά της, όσο ο πατέρας της άγγιζε με το "Cyclos" μία από τις πιο δυνατές στιγμές του στο πιάνο. Η σκηνική διάταξη ολοκληρώθηκε στη συνέχεια με την προσθήκη του γνωστού μουσικού, παραγωγού και συνθέτη Leo Abrahams, ο οποίος ανέλαβε ρόλο κιθαρίστα.
Μέχρι εκείνη τη στιγμή το πάνω χέρι φαινόταν να το έχει ο Roger Eno, ο οποίος με τρομερή αυτοπεποίθηση και ευχάριστη διάθεση κέντριζε το ενδιαφέρον ακόμα και οπτικά, π.χ. με το κόκκινο παντελόνι ή με το χρυσό δαχτυλίδι που άστραφε κάθε τόσο. Φέρνοντας κατά νου πλάνα ταινιών με δούκες παλιών καιρών στο κέντρο της προσοχής, οι οποίοι ρητορεύουν πίνοντας άπλετο κρασί. Αλλά και σε εκείνες τις όχι και τόσο αστείες μα σίγουρα ευχάριστες στιγμές του, με τον θείο που κάθεται με τη νεολαία. Ο Brian Eno, αντιθέτως, ήταν αρκετά μαγκωμένος: με άσπρο πουκάμισο και γκρι παντελόνι ψυχρής απόχρωσης, καθόταν πίσω από τα λάπτοπ και τα ηλεκτρονικά κάνοντας ελάχιστες κινήσεις με το κορμί του. Έως ότου ήρθε η δική του ώρα.
Συνεχίζοντας για λίγο σε αυτή τη μαζεμένη διάθεση, με μια γλυκιά και συνάμα γοητευτική αμηχανία, αλλά και με ένα άγχος για τους στίχους –θύμιζε λίγο καραόκε η εικόνα– πήρε το μικρόφωνο για να παρουσιάσει δύο καινούρια και ιδιαίτερα ενδιαφέροντα τραγούδια ("There Were Bells", "My Garden Of Stars"). Λίγο αργότερα, βέβαια, έκλεισε το μάτι και σε όσους ποθούσαν να ακούσουν κάτι από τα παλιά, παίζοντας το "By This River" και το "Everything Merges With The Night", ενώ μία από τις καλύτερες στιγμές του ήταν η δεύτερη επιλογή του από τον δίσκο Before And After Science (1977), το "Julie With...", το οποίο δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι το ερμήνευσε καλύτερα κι από τότε. Το "And Then So Clear" τον βρήκε ιδιαίτερα απελευθερωμένο πια, να κουνάει ρυθμικά τα χέρια του παίζοντας με ευχαρίστηση το μίνι συνθεσάιζερ του.
Κάπου εκεί έγινε το γνωστό, προσωρινό κατέβασμα της αυλαίας, με την επιστροφή του encore να ανατρέχει στα χρόνια του Ομήρου και στις ιστορίες με τον Οδυσσέα, την Πηνελόπη και τον Ποσειδώνα που αγαπά ο Roger Eno και που ερμήνευσε αξιοπρεπέστατα η κόρη του Cecelia, κάνοντάς τον να αναφωνήσει «my daughter!» με συγκίνηση και περηφάνια, στο τέλος της εκτέλεσης του "There Was A Ship". Η συναυλία δεν θα μπορούσε ασφαλώς να κλείσει χωρίς ο Brian Eno να αναφερθεί λακωνικά σε όσα ζούμε τελευταία με τις φωτιές, κατ' επέκταση και στη γενικότερη κλιματική αλλαγή –είναι γνωστό εξάλλου ότι τον απασχολεί πολύ το θέμα. Φινάλε λοιπόν με το "What A World" και με μια πρόβλεψη για το γκρέμισμα του Δυτικού πολιτισμού· σκέψη που προκάλεσε χειροκροτήματα, αλλά δημιούργησε και δυσαρέσκεια.
Όπως φάνηκε αργότερα, με τα όσα κατατέθηκαν στα social media, η ιστορική, με τον τρόπο της, συναυλία δεν ικανοποίησε τελικά κάθε προσδοκία. Οπωσδήποτε, επίσης, μας άφησε να αναρωτιόμαστε τι μπορεί να βλέπαμε σε μια άλλη φάση της δισκογραφικής ζωής του Brian Eno. Όμως ένα συναισθηματικό κομμάτι μέσα μας έμεινε βαθιά ικανοποιημένο για τη διά ζώσης συνάντηση. Σε αυτό καταλήξαμε πιστεύω όλοι, ανεξαρτήτως προσδοκιών (εύλογων ή υπερβολικών).
φωτογραφίες: Θάνος Λαΐνας