Caribou, Larry Gus
Εντάξει, όπως και να το κάνουμε το να βγάλεις από τη χρονοροή του Έλληνα την Τσικνοπέμπτη δεν είναι ούτε μη παράτολμο ούτε και μικρό πράγμα. Συνεπώς η συγκεκριμένη βραδιά εκτός των γνωστών προβλημάτων που αντιμετωπίζουν τέτοιου είδους διοργανώσεις στην προσέλευση κόσμου, είχε ένα επιπλέον. Για να μην πολυλογώ, χονδρικά, δεν πρέπει να υπήρχαν στο Gagarin πάνω από 150-200 άτομα. Παρόλα αυτά, το γεγονός δεν αποτέλεσε τροχοπέδη, ούτε στην έκβαση της συναυλίας, ούτε στον ενθουσιασμό του κοινού, ούτε και ένιωσε κανείς οποιαδήποτε αίσθηση αμηχανίας ή μιζέριας να αιωρείται. Κάθε άλλο θα έλεγα. Καλή διάθεση να υπάρχει...
Ο Ξαγάς μού έλεγε για τον Larry Gus, ότι είναι αγχωτικό να τον παρατηρείς να διανύει τον αγώνα δρόμου του, χτίζοντας ολομόναχος τις μελωδίες του. Πράγματι, εν μέρει είχε δίκιο. Κάτι σαν άνθρωπος-ορχήστρα, έπαιζε ένα θέμα, το λούπαρε, μετά ένα άλλο, μετά άλλο ένα και κατ' αυτόν τον τρόπο, ακολουθώντας πιστά το δρόμο της δόμησης και της αποδόμησης, δημιουργούσε ζωντανά τη μουσική του. Ανεξαρτήτως από το αν το αποτέλεσμα ήταν αρεστό σε κάποιον ή όχι, δεν μπορείς να μην εντυπωσιαστείς τουλάχιστον από τον προγραμματισμό, την ακρίβεια, καθώς και την όλη προσπάθεια να γεννηθεί το τελικό αποτέλεσμα. Και πόσο μάλλον με αυτήν που δεν φαίνεται, δηλαδή την προετοιμασία. Ηχητικά, το χαρμάνι ηλεκτρονικών μελωδιών και ρυθμών, post-rock αναφορών και -ας πούμε- πειραματισμού, μια χαρά ήταν και ανά στιγμές αρκετά ενδιαφέρον. Άξια αναφοράς και η ιδιότυπη επικοινωνία με το κοινό που μπορεί απλά να χαρακτηρισθεί ως "λέω φωναχτά τις σκέψεις μου". Ευχαρίστως θα τον ξαναβλέπαμε.
Φτάνοντας η ώρα για το κυρίως πιάτο, τέσσερις μουσικοί κατέλαβαν τη σκηνή με πρωτεργάτη τον χωρίς παπούτσια αλλά μόνο με τις γαλάζιες κάλτσες του (υπάρχει φωτογραφικό ντοκουμέντο) κύριο καθηγητή Daniel Victor Snaith, πρώην Manitoba, νυν Caribou.
Αν και Καναδός ο ίδιος (διαμένων στην Αγγλία), μαζί με τους υπόλοιπους μουσικούς των οποίων την εθνικότητα αγνοώ, έδιναν κάλλιστα την εικόνα ενός γκρουπ της λεγόμενης "βρετανικής εισβολής", προσαρμοσμένο όμως -εκ των πραγμάτων- σε τωρινά δεδομένα. Χαρακτηριστικές αγγλόφατσες, ανάλογα κουρέματα και κινησιολογία.
Αφού δώσαμε το απαραίτητο οπτικό στίγμα, ας περάσουμε και στην ουσία. Από τις πρώτες κιόλας νότες άρχισα να σκέφτομαι πόσο σημαντικά ήταν, είτε το θέλουμε είτε όχι, και πόσο ανεξίτηλα έχουν αφήσει τα σημάδια τους στο μουσικό παγκόσμιο DNA κάποια κομμάτια με τίτλους Tomorrow Never Knows, Lucy In The Sky With Diamonds, Dear Prudence και λοιπά, από μια παλιά μπάντα. Εδώ όμως, δεν έχουμε να κάνουμε με αναβιωτές, αντιγραφείς, κλέφτες ή όπως θέλετε πείτε το, αλλά με μια φυσικότατη ροή και εξέλιξη. Από το 1967 έχουν παιχθεί ουκ ολίγα πράγματα, τα οποία ο Caribou έχει αφομοιώσει, δημιουργώντας το δικό του στίγμα που αν θέλουμε σώνει και καλά να χαρακτηρίσουμε, θα ονομάζαμε σύγχρονη ψυχεδελική ποπ.
Και πώς αλλιώς θα γινότανε, αφού καθ' όλη τη διάρκεια του live απολαύσαμε μελωδικότατα κιθαριστικά ριφ, post ξεσπάσματα (τα δύο drum kit συνηγόρησαν στο έπακρο), kraut μετρονομία, ποπ φωνητικές αρμονίες βγαλμένες από ένα σύμπαν ανάλογο του Odessey And Oracle ή του Pet Sounds, βουκολικές φολκ πινελιές από μία φλογέρα ή παιδικές αναφορές από την τόσο προσφιλή πια σε ενήλικες μελόντικα και φυσικά τα απαραίτητα πειράγματα στα κουμπιά για να μην ξεχνάμε και τις χάρες τις σύγχρονης τεχνολογίας.
Όσο πολύπλοκο και να ακούγεται, πιστέψτε με, ως αποτέλεσμα έρεε φυσιολογικότατα, οι μουσικοί έδειχναν να το ευχαριστιούνται, ο κόσμος άλλο τόσο. Χωρίς δεύτερη σκέψη, η μουσική του Caribou αποτελεί μια εξαιρετική τομή ανάμεσα σε γνώριμα μονοπάτια και άλλα λιγότερο εξερευνημένα, που για να λέμε και του στραβού το δίκιο και να μη μακρηγορούμε άσκοπα, δεν χρειάζεται να κάνεις και πολλά πράγματα για να την απολαύσεις, απλά να αφεθείς.
Μην τον χάσετε την επόμενη φορά.