Daniel Barenboim & Staatskapelle Berlin
Σας αρέσει ο Μπραμς; Ο Σούμαν; Ποιος θα απαντούσε "όχι" ειδικά όταν είναι από τα χέρια αυτού του μαέστρου και αυτής της ορχήστρας; Του Χάρη Συμβουλίδη
Τέτοιοι καλλιτέχνες, δεν έρχονται κάθε μέρα στην Αθήνα. Όχι ότι δεν βλέπουμε κι εδώ ωραίες ορχήστρες και καταξιωμένους σολίστες. Αλίμονο. Στην περίπτωση όμως του Daniel Barenboim και της Staatskapelle Berlin, μιλάμε για μια διαφορετική κλίμακα –αυτή που οι Γάλλοι αποκαλούν crème de la crème. Και δεν πρόκειται για κάποιον θρύλο επιμελώς καλλιεργημένο από το κλασικό μάρκετινγκ (ναι, ασφαλώς υπάρχει και τέτοιο), αλλά για μια μουσική πραγματικότητα. Την οποία έμπαινες στον πειρασμό να χαρακτηρίσεις «μαγική» φεύγοντας από το Μέγαρο, όσες αντιστάσεις κι αν θέλεις να κρατάς απέναντι σε ένα τόσο ξεθωριασμένο (δημοσιογραφικά) επίθετο.
Η μόνη που μπορούσε να κλέψει λίγο την παράσταση από τον Barenboim και τη Staatskapelle σε αυτή την πρώτη από τις τέσσερις αθηναϊκές συναυλίες, ήταν η Φώφη Γεννηματά. Προώρως απούσα μα ποικιλοτρόπως παρούσα, καθώς ήταν η μέρα της κηδείας της. Η βραδιά δεν γινόταν λοιπόν να μη συντονιστεί κάπως με το εθνικό πένθος: ο κόσμος που κατέκλυσε τη μεγάλη αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης» σηκώθηκε όρθιος σε ενός λεπτού σιγή, ενώ μέρος από τα έσοδα κατέληξε στην Κιβωτό του Κόσμου (σύμφωνα με την επιθυμία της οικογένειάς της), ενισχύοντας τη δράση του οργανισμού υπέρ όσων παιδιών ζουν σε συνθήκες παραμέλησης και εγκατάλειψης.
Το περιεχόμενο αυτών των τεσσάρων συναυλιών, τώρα, ήταν πολύ συγκεκριμένο: Γερμανικός Ρομαντισμός, με τις τέσσερις συμφωνίες του Γιοχάννες Μπραμς (Johannes Brahms) και του Ρόμπερτ Σούμαν (Robert Schumann) σε παράλληλη παρουσίαση. Κάτι που σήμαινε ότι τη βραδιά της 27ης Οκτώβρη θα ακούγαμε τη σουμανική "Συμφωνία αρ. 1 σε σι ύφεση μείζονα, έργο 38" και τη μπραμσική "Συμφωνία αρ. 1 σε ντο ελάσσονα, έργο 68".
Η συμφωνία του Σούμαν επονομάζεται «της άνοιξης» (frühlings symphonie)· και ίσως ήταν λίγο αντιφατικό να την ακούμε πάνω που έχουμε βάλει πια τα μακριά, αισθανόμενοι την επικείμενη έλευση του κρύου (ειδικά όταν δύει ο ήλιος). Από την άλλη, και ο ίδιος ο Σούμαν την έγραψε μέσα στο κεντροευρωπαϊκό καταχείμωνο του 1841, δίνοντάς της έτσι μια αίσθηση καρτερίας: η άνοιξή του δεν είναι νατουραλιστικώς αποτυπωμένη, μα ιδεατή. Και δεν είναι βεβαίως γραμμική, αφού –όπως ακριβώς και η εποχή– διακρίνεται από κάμποσες μεταπτώσεις.
Πρόκειται για μεγάλο αριστούργημα, το οποίο δεν είναι εύκολο να παιχτεί, καθώς απαιτεί ένα «σλάλομ» διαθέσεων προκειμένου να αναδειχθούν τα πολλαπλά πρόσωπα της άνοιξης, πριν έρθει η απρόσκοπτη ηγεμονία των λιακάδων. Ήταν λοιπόν μια πρώτης τάξης ευκαιρία για τη Staatskapelle του Βερολίνου –μία από τις αρχαιότερες ορχήστρες στον νυν κόσμο, με έτος ίδρυσης το 1570– ώστε να δείξει το βάθος και το βεληνεκές της. Κι έτσι έκανε, υπό τη μπαγκέτα του Αργεντινοεβραίου οδηγητή της.
Με τη σειρά του, βέβαια, κι εκείνος έδειξε γιατί θεωρείται ένας από τους κορυφαίους μαέστρους στον κόσμο, επιδεικνύοντας μια πολύ ουσιαστική κατανόηση των λεπτομερειών της σουμανικής συμφωνίας, που αναδείχθηκαν όπως ακριβώς τους έπρεπε: πότε μεγαλοπρεπείς και φαντασμαγορικές όπως π.χ. στο τελευταίο τμήμα (όπου υποτίθεται ότι η άνοιξη βρίσκεται πια στο φόρτε της), πότε τρυφερές και πότε σκερτσόζες, όπως λ.χ. στις πινελιές του τρίτου μέρους, οι οποίες φέρνουν στην επιστροφή του ήλιου μετά από μπόρα.
Αλλά το τι κλάσης μαέστρος είναι ο Daniel Barenboim φάνηκε νομίζω όταν ήρθε η ώρα του Μπραμς. Εδώ η επί του πόντιουμ κινησιολογία του στάθηκε πέρα από εξαιρετική, με αποκορύφωμα μια αλαφρή ανύψωση του κορμού, με παράλληλη εκτόξευση του αριστερού χεριού προς το βάθος της ορχήστρας, συνοδεία μιας έκφρασης προσώπου χαρακωμένης θαρρείς από την ένταση της στιγμής: ήταν σινιάλο για τον θαυμάσιο τυμπανιστή Torsten Schönfeld, ώστε να εξαπολύσει, για λίγα δευτερόλεπτα, την πληρέστερη δυνατή βροντή των οργάνων του.
Όχι ότι η υπόλοιπη Staatskapelle υστέρησε. Η καταπληκτική εισαγωγή της πρώτης συμφωνίας του Μπραμς παρουσιάστηκε άψογα, με τον αργό δηλαδή βηματισμό και με όλη την παλλόμενη ένταση που συνιστούν τα πιο εντυπωσιακά της χαρακτηριστικά. Εξίσου τέλεια αποδόθηκε και ο κάπως πιο σκοτεινός (συναισθηματικά) τόνος της εισαγωγής του φινάλε, όπου έλαμψε βέβαια και το στιγμιαίο κλείσιμο του ματιού του συνθέτη στη θρυλική "Ωδή της Χαράς" του Μπετόβεν. Απλά, το συγκεκριμένο έργο προσφέρει και ορισμένες ευκαιρίες ατομικής ανάδειξης. Κι έτσι, όπως φάνηκε λ.χ. και ο προαναφερθείς Schönfeld, αναλόγως φάνηκε ανά σημεία και το πρώτο βιολί του Wolfram Brandl ή το πίκολο φλάουτο της Simone Bodoky-van der Velde.
Ήταν ευχάριστο το ότι μαζεύτηκε κόσμος για τη συναυλία, παρά τη μερική έξοδο των Αθηναίων ενόψει της αργίας της 28ης Οκτωβρίου και το (αναμενόμενα) ανεβασμένο εισιτήριο. Μόνο καλό μας κάνει να βλέπουμε ονόματα με τέτοιες δυνατότητες. Γιατί, για να το πω κάπως χοντροκομμένα, αν συνηθίζεις στο 6 και στο 7 αντί για το 9 ή το 10, τείνεις να χάνεις το αξιολογικό μέτρο κι αρχίζεις να βαφτίζεις το καλούτσικο σε σπουδαίο. Ένα γνώριμο πρόβλημα όχι μόνο των κλασικών, αλλά και όλου του μουσικού Τύπου.
Φωτογραφίες: Monika Rittershaus